Το ξέρουμε όλοι πως μερικές από τις σπουδαιότερες ιστορίες για τις βραδιές μας, έχουν ξεκινήσει από ένα ποτό. Ή μάλλον από μερικά ποτά. Αλλά να πούμε και κάτι; Δεν φταίμε εμείς. Φταίει η Ελλάδα που είναι έτσι φτιαγμένη στo nightlife. Ειδικά όσοι έχουν ταξιδέψει στο εξωτερικό, το έχουν δει και το ξέρουν καλά. Δύσκολα μπορείς να πεις ότι θα κυκλοφορήσεις σε μία ευρωπαϊκή πόλη και θα βρεις μπαρ ανοιχτό στις 04.00 τα ξημερώματα, επειδή απλά σου την βάρεσε να πιείς ποτό. Σε αυτό έχουμε τα πρωτεία. Και όχι μόνο σε αυτό.
Γιατί μπορεί αυτοί οι μπιχλιάρηδες οι Άγγλοι- κακό χρόνο να έχουν- να έρχονται στο Φαληράκι και στα Μάλια και να πίνουν τον Βόσπορο και να τους τρέχουμε στα κέντρα υγείας τα καλοκαίρια, αλλά εδώ στην Ελλάδα το μεθύσι έχει άλλη αίγλη. Μεθάμε ναι, αλλά τέτοια είδους ξεφτιλίκια δεν θα κάνουμε. Όχι επειδή δεν είμαστε ακόλαστοι και ικανοί, αλλά όταν ξέρεις πως το ποτό δεν πρόκειται να σου λείψει και μπορείς να το βρεις όλες τις ώρες της ημέρας, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξεσπάσεις. Και μιλάμε για λαό που ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει κάθε λόγο να ξεσπάσει στο ποτό. Έτσι δεν είναι; Αυτοί είμαστε. Πλασμένοι για ποτάρες και μπράβο μας.
Έχουμε όμως και μία άλλη «κουλτούρα» πάνω στο ποτό, που αν τη λέγαμε στους πατεράδες μας μάλλον θα μας έλεγαν και μπράβο. Ότι όταν θέλουμε να πιούμε αρκετά, θα πάμε πάντα στο μαγαζί που μας ξέρει και το ξέρουμε. Στο στέκι. Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι: δεν λέμε ότι και εσείς και εμείς πρέπει να γράψουμε στα παλιά μας τα παπούτσια το drink responsibly – και πόσο μάλλον να αφήνουμε το αμάξι σπίτι. Αλλά όταν θέλεις να πιείς το κάτι παραπάνω, δεν χρειάζεται καν να το πετάξεις σαν ιδέα. Λες ότι θα πας στο τάδε μαγαζί που σε ξέρει ο Γιώργος ο μπάρμαν, που θα σου βάλει γενναίες μερίδες ποτού, που θα κεράσει και το τρίτο ποτό ή καμιά γύρα σφηνάκια. Και εδώ που μιλάμε για γύρες, να μιλήσουμε λίγο για εκείνη την στιγμή που καταφθάνει. Εκεί που όλα ξεκινούν να γυρίζουν και λες «όπα εδώ είμαστε, με κεφαλάκι μεν αλλά χαρούμενοι».
Είναι πολύ βασικό να ξέρεις που βρίσκεται το κάθε τι σε περίπτωση που αρχίσεις να χάνεις την μπάλα. Να ξέρεις που βρίσκεται το μπάνιο. Να ξέρεις πως θα βγεις έξω να πάρεις αέρα και να μην βρεθείς στην ταράτσα. Αν πέσεις πάνω στη σερβιτόρα να πει «εντάξει, δικό μας παιδί είναι» και όχι να πάρει τηλέφωνο αστυνομίες. Και σε γενικές γραμμές ας το παραδεχτούμε. Όλοι έχουμε ένα μαγαζί που πάμε και τα πίνουμε. Που έχουμε κάνει κορυφαίες νύχτες και που μέχρι σήμερα δεν σε τρομάζει ούτε ο κοροναϊός να πας να τα πιείς. Το στέκι. Το μέρος. Το μπαρ.
Ρίξε μία ματιά στα μπαρ που επιβάλλεται να τα πιείς με τον κολλητό σου.
Στην υγειά λοιπόν εκείνου του μπαρ που γνωρίζουμε χρόνια και που μας αποκαλεί δικαίως θαμώνες. Που τα ποτά έρχονται γρήγορα, που ο λογαριασμός έχει σκόντο και που ο μπάρμαν εκτελεί και χρέη ψυχοθεραπευτή.
Εκεί θα είσαι και σήμερα, ας μην γελιόμαστε.