Το μεγαλείο και η αξία της απλότητας, παρουσιάζεται μέσα από την θεατρική παράσταση «Παραλλαγές Πάπιας» του Ντέιβιντ Μάμετ και την υπέροχη ερμηνεία – χωρίς φαμφάρες και εκρήξεις συναισθηματισμού - των δύο συμπρωταγωνιστών, Αντώνη Αντωνίου και Νατάσας Ασίκη, σε σκηνοθεσία του Αντώνη Αντωνίου.
Βασικό ζητούμενο είναι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Μεσω ασήμαντων αφορμών δύο μεσήλικες, «οικοδομούν» βαθυστόχαστος διαλόγους που έχουν ως κεντρικό θεματικό άξονα, τους στόχους και τις αιτίες της ύπαρξης όλων των πλασμάτων.
«Καθετί έχει έναν στόχο και μια αιτία», επισημαίνει επιβλητικά και απόλυτα η Έμιλυ, χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης, δημιουργώντας έναν παραγωγικό διάλογο, που κάθε του σχόλιο θα αποτελεί νέα τροφή για σκέψη.
Μέσα σε ένα λιτό σκηνικό, το οποίο έχει επιμεληθεί ο Νίκος Κασαπάκης, οι πρωταγωνιστές μας, ένας άνδρας και μία γυναίκα, θα αναδείξουν ζητήματα όπως η οικολογία, η φύση, η φιλία, η μοναξιά και η αποξένωση, έχοντας πάντα ως «πέπλο» γύρω τους ένα ολόκληρο οικολογικό σύστημα το οποίο πάσχει και ασφυκτιά.
Η Έμιλυ και ο Τζώρτζ, μιλούν για την ζωή και τον θάνατο, ως δύο έννοιες απολύτως εξαρτώμενες. Εναλλάσσοντας την χαρά με τον πόνο, συνειδητοποιούν πως η ζωή του ενός συνεπάγεται τον θάνατο του άλλου, καθώς η φύση είναι μια τεράστια αλυσίδα σχέσεων αλληλεπίδρασης.
Αφορμή, οι πανέμορφες πάπιες που διακρίνονται στην λίμνη.
Πρόκειται για μία παρομοίωση που πιθανότατα αντικατοπτρίζει τις σκληρές και πολλές φορές απάνθρωπες συνθήκες ζωής της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Όπως όλα τα πλάσματα της φύσης μάχονται για να κρατηθούν στην ζωή, έτσι μάχονται και οι άνθρωποι, απέναντι στον φόβο ενός οδυνηρού θανάτου.
Ενός θανάτου που παραμονεύει με διάφορους μανδύες: ατμοσφαιρική μόλυνση, καρκίνος, όπλα και εκρηκτικά, πόλεμοι, μοναξιά, δυστυχία. Ωστόσο πρόκειται για έναν θάνατο καθολικό, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις, έναν θάνατο που φαντάζει ίδιος τόσο για την πάπια, όσο και για τον άνθρωπο.
Ο Τζωρτζ θα πει πως «κι όσο ο ουρανός θα σκοτεινιάζει από τα φτερά του τερατώδους πουλιού τόσο η πάπια θα τρέχει να κρυφτεί κι ο ερωδιός θα την καταβροχθίζει» και με αυτή του την φράση, θα υπογραμμίσει τον διαχρονικό και επίκαιρο χαρακτήρα του έργου.
Φέρνει στο προσκήνιο το τερατώδες πουλί, αντικατοπτρίζοντας τα βάσανα και την δυστυχία του κόσμου, από τα οποία πρέπει να ξεφύγουμε. Ακόμα κι αν το παιχνίδι είναι σχεδόν χαμένο, εμεις οφείλουμε να σταθούμε δυνατοί, να μοχθήσουμε για να απεμπλακούμε από τα δεσμά που μας δέσανε. Έχουμε χρέος και ευθύνη να υπηρετήσουμε με αξιοπρέπεια τον σκοπό της ύπαρξής μας, που σίγουρα δεν είναι η αδράνεια και η απομόνωση αλλά η συνεχής πάλη, έτσι ώστε να προσεγγίσουμε σθεναρά, έστω και για λίγο την αιτία αυτής της ύπαρξης.
Όπλο της προσπάθειας μας είναι η επικοινωνία και η συντροφικότητα, οι οποίες μοιάζουν σαν «ξόρκια» του κακού, καθώς οδηγούν στην συνειδητοποίηση και πιθανότατα στην αλλαγή.
Πάνω σε ένα ξύλινο παγκάκι οι πρωταγωνιστές μας, είναι ελεύθεροι να μιλήσουν – άλλοτε με πάθος και απολυτότητα και άλλοτε με διαλλακτικότητα – για τους προβληματισμούς τους μπροστά σε ένα μετέωρο παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον.
Χτίζουν μια σχέση, αποκαλύπτωντας τις ευαισθησίες και τις μύχιες σκέψεις τους.
Γεφυρώνουν τις αποστάσεις που υπάρχουν a priori αναμεσά τους όντας δύο ξένοι, με αφορμή το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι που τους περιβάλλει. Χαρίζουν το γέλιο, με την προοπτική της περεταίρω σκέψης και συνειδητοποίησης, φέρνοντας επι σκηνής απλά ερωτήματα που δημιουργούν κρίσιμους προβληματισμούς.