Δεν είναι περίεργο που η Τσενγκτού, η πρωτεύουσα της επαρχίας Σιτσουάν στη νοτιοδυτική Κίνα έχει χαρακτηριστεί ως «Γη της Αφθονίας». Πέρα από το γεγονός ότι η πόλη υπήρξε πόλος έλξης για τον πληθυσμό όλης της Ανατολής πριν 4.000 χρόνια, κατάφερε να αφήσει το δικό της στίγμα με μοναδικές καινοτομίες που στην εποχή τους θεωρήθηκαν σύγχρονα θαύματα. Από τους μεγάλους Βουδιστικούς ναούς στη δυναστεία Σανγκ μέχρι το σύστημα ύδρευσης καλλιεργειών της δυναστείας Ζου. Η εύφορη πεδιάδα της που μέχρι και σήμερα αποτελείται «Χώρα του Ουρανού» είναι καταφύγιο για τα ευγενικά πάντα αλλά και το σπίτι σπάνιων φυτών και λουλουδιών που οι Κινέζοι χρησιμοποιούν τόσο για να διακοσμήσουν τα σπίτια τους, όσο και τα πιάτα της κουζίνας τους. Και ειδικά σε αυτό το τελευταίο, η Τσενγκτού έχει μία δική της ξεχωριστή ιστορία.
Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρη η επαρχία Σιτσουάν έχει χαρακτηριστεί Γαστρονομικός Πόλος από την UNESCO, μιας και οι πικάντικες συνταγές της και το παγκοσμίως φήμης ομώνυμο πιπέρι σιτσουάν, κάνει την εμφάνιση του στα ράφια του κάθε νοικοκυριού στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Για την ιστορία, η «σιτσουανέζικη» κουζίνα που διαφέρει πολύ από εκείνη του Χονγκ Κονγκ, χωρίζεται σε τέσσερις υποκατηγορίες που έχουν αποκτήσει τα ονόματα των πόλεων με τις ξεχωριστές συνταγές και τον τρόπο μαγειρέματος: του Τσενγκτού, του Τσόνγκτσινγκ, του Ζιγκόνγκ και της παραδοσιακής χορτοφαγικής κουζίνας των Βουδιστών. Όλα τα παραπάνω ξεκίνησαν από την επαρχία Σιτσουάν με την Τσενγκτού να διαθέτει μία επιπλέον παράδοση σε σχέση με τις υπόλοιπες κουζίνες της περιοχής: τα λουκάνικα.
Η κινεζική Πρωτοχρονιά που έγινε πριν μερικές μέρες, επιτάσσει όλες οι οικογένειες να έχουν παραδοσιακά λουκάνικα από την Τσενγκτού - και τον ιδιαίτερο τρόπο προετοιμασίας τους. Κατά παράδοση, κάθε οικογένεια στην ευρύτερη περιοχή της Τσενγκτού έφτιαχνε τα δικά της λουκάνικα, συμπεριλαμβάνοντας πάντα το πιπέρι σιτσουάν. Τα παλιότερα χρόνια -μέχρι και πρόσφατα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας- κρεμούσαν τα λουκάνικα έξω από το σπίτι τους, τα οποία ήταν διαθέσιμα προς πώληση. Το έθιμο αυτό έχει παραμείνει στα τοπικά και όχι μόνο κρεοπωλεία, τα οποία συνεχίζουν αυτή την τακτική κατά μήκος των δρόμων, με αποτέλεσμα η Τσενγκτού να έχει αποκτήσει το παρατσούκλι «Η Πόλη του Λουκάνικου».
Δεν μιλάμε όμως για τα λουκάνικα που πιθανόν να έχεις στο μυαλό σου όταν καταβροχθίζεις χοτ-ντογκ ή βρόμικα από τις καντίνες. Αρχικά ένας τουρίστας που θα επισκεφθεί μία περιοχή της επαρχίας, έχει την δυνατότητα να δει την παραγωγή κομμάτι-κομμάτι. Παρότι το πιπέρι έχει την τιμητική του, υπάρχουν λουκάνικα με λαχανικά αλλά και με φρούτα και δεν είναι λίγες οι φορές που οι παραγωγοί τσακώνονται για το ποια λουκάνικα είναι πιο νόστιμα. Έχουν ως βάση κατά 95% το χοιρινό, ενώ χρησιμοποιείται και μοσχάρι κατά την παρασκευή του κιμά. Οι οικογένειες φυσικά δεν έχουν το χρόνο που είχαν άλλοτε για να δημιουργήσουν τα λουκάνικα, οπότε είναι οι χασάπηδες που αναλαμβάνουν την βρόμικη δουλειά να δημιουργήσουν τον κιμά με τα ανάλογα μπαχαρικά χρησιμοποιώντας τεράστιες ποσότητες κρέατος – που μάλιστα παρόλη την παραγωγή το κρέας παραμένει ιδιαίτερα ακριβό στην Κίνα. Δεν είναι λίγοι -και ειδικά οι τουρίστες- που καταβροχθίζουν τα λουκάνικα επί τόπου, συνοδεύοντάς τα με το διάσημο ποτό biajiou που θυμίζει το ιαπωνικό sake και είναι πρώτο σε κατανάλωση στη χώρα.
Στην Πόλη του Λουκάνικου ο κιμάς δεν σταματάει ποτέ. Πόσο μάλλον όταν ο πλανήτης καταναλώνει 1 δις τόνους κρέατος που προέρχονται μόνο από τα χέρια των ανθρώπων της Τσενγκτού.