Λένε πως αν ρωτήσεις 10 γυναίκες τι προσέχουν πρώτα-πρώτα σε έναν άντρα, οι 9 θα πουν τα παπούτσια και τα χέρια του. Με μια πρόχειρη σφυγμομέτρηση στο γραφείο καταλάβαμε ότι αυτό το μίνι σκανάρισμα όντως γίνεται σε μεγάλο βαθμό έχει κρίνει τη διάρκεια, και κυρίως την έκβαση, της συζήτησης που πρόκειται να ακολουθήσει μετά από τις απαραίτητες συστάσεις. Είμαστε σίγουροι ότι τα νύχια σου δεν έχουν «πένθος» στην άκρη τους και στο πλαίσιο ενός πλήρους και σωστού grooming τα φροντίζεις ήδη. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το άλλο σκέλος της πρώτης εντύπωσης, τα παπούτσια.
Έχουμε παρατηρήσει όλοι ότι τα κλασικά καλά δερμάτινα παπούτσια δεν τα φοράμε τόσο συχνά όσο παλιότερα. Σκαρπίνια, Derby, Oxford, όπως και να τα πεις, όποιο υποείδος κι αν έχεις στο νου, τα sneakers καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της ντουλάπας, αλλά και του χρόνου που περνάνε φορεμένα στα πόδια μας.
Η πανδημία δεν μας έδωσε μόνο τη δυνατότητα να δουλέψουμε με τις κάλτσες μας, αλλά χαλάρωσε και τον ενδυματολογικό κώδικα της επιστροφής. Έχουμε θίξει παλιότερα σε άλλο κείμενο την εξίσου φθίνουσα πορεία του κουστουμιού, όμως για το παπούτσι ειδικά χρειάζεται ξεχωριστό κείμενο, για να δούμε τι έχουμε.
Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, βλέπουμε ότι το επίσημο παπούτσι, έτσι όπως το εννοούμε σήμερα, είναι κάτι πολύ πιο φρέσκο σαν ιδεά από όσο νομίζουμε. Μπορεί να δεις φωτογραφίες 70 ετών με άνδρες να φορούν παπούτσια που μοιάζουν με σημερινά, αλλά πιο πίσω; Όσο περίεργο κι αν φαίνεται για ένα κομμάτι ρουχισμού που έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτο για 2-3 γενιές, δεν βρισκόταν πάντα σε αυτή τη μορφή ανάμεσά μας. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τα τσαρούχια που φορούσαν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι πρόγονοί μας, αλλά ούτε να πάμε πιο πίσω και να θυμηθούμε τα τακούνια που φορούσαν οι δυτικοί ακόμα πιο πίσω στον χρόνο και σήμερα μοιάζουν με γοβάκια.
Το τι φοράμε σε κάθε εποχή και περίσταση είναι ένα απόσταγμα κοινωνικών, οικονομικών και αισθητικών δεδομένων και όσοι νομίζουν ότι υπάρχει κάτι στατικό σε όλα αυτά, τότε δεν έχουν παρά να ψάξουν στο google για το τι θεωρουνταν στο παρελθόν στυλ. Ειδικά στο παπούτσι, υπήρχε μια σαφής ένδειξη της κοινωνικής θέσης αυτού που το φορούσε, ή ακομα η και η απουσία αυτού. Η ξυπολισιά ήταν ταυτισμένη με τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και έχει επιβιώσει ακόμα και στις μέρες μας ως μεταφορική έννοια για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση ένδειας. Η οικονομική άνθηση που ακολούθησε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μείωσε την απόσταση μεταξύ των άκρων του κοινωνικού φάσματος. Στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, ένας εργαζόμενος μπορούσε να έχει το ίδιο στυλ παπουτσιού με το αφεντικό του, όχι το ίδιο παπούτσι, αλλά το ίδιο στυλ στο πλαίσιο του ορισμού ενός είδους στολής εργασίας αστικού περιβάλλοντος.
Η ενστολοποίηση της δουλειάς γραφείου έχει ρίζες στους βετεράνους του μεγάλου πολέμου, κάτι που φαίνεται και από την πληθώρα των στρατιωτικών ρούχων που βρήκαν τον δρόμο για την αντρική ντουλάπα μέχρι και σήμερα. Το πόσο αυστηρά δεμένο είναι το καλό παπούτσι με την «στολή» φάνηκε στο πνεύμα της αντικουλτούρας των 70s στον απόηχο του αντιπολεμικού κινήματος της εποχής. Το κλασικό επίσημο παπούτσι πέρασε πολύ μεγαλύτερη κρίση τότε σε σχέση με σήμερα. Εντελώς τυχαία μαζί με τα ψηφιακά και quartz ρολόγια που παραλίγο να «σκοτώσουν» την ελβετική ωρολογοποία, σε εκείνη την αλήστου μνήμης αισθητικά εποχής, οι άντρες ανακάλυψαν τους κοθόρνους και τα παπούτσια του κλόουν. Τα παπούτσια και όχι η γραβάτα ή κάτι άλλο ήταν ο πρώτος στόχος της αποδόμησης της στολής, μέχρι που ηρθαν και 80s και σώθηκε η παρτίδα του καλού παπουτσιού.
Η Wall Street, τόσο η ταινία, όσο η ατμόσφαιρα της πραγματικής οδού, έδωσαν νέα πνοή στο «καλό» ντύσιμο και μπορεί αυτή η φόρα να κράτησε στην επιφάνεια τα dress shoes ακόμα και τις επόμενες δεκαετίες, όμως ταυτόχρονα μια άλλη υπόγεια επανάσταση ήταν ήδη σε προχωρημένο προπαρασκευαστικό στάδιο. Τα αθλητικά παπούτσια μέχρι τότε ήταν μόνο αυτό που έλεγε η περιγραφή τους ως προϊόν. Η δυναμική επανεμφάνιση του power suit, και του παπουτσιού που το συνόδευσε ήταν τόσο «σφιχτό» που γέννησε την ανάγκη για ακόμα πιο χαλαρό outfit για τις ώρες εκτός γραφείου. Λίγο η μόδα του τένις, λίγο ότι ήταν πραγματικά στυλάτα, τα Stan Smith άρχισαν να πριονίζουν την καρέκλα των επισήμων παπουτσιών και το ειρωνικό της υπόθεσης ήταν ότι αυτά το προκάλεσαν με τη δυναμική τους επανεμφάνιση.
Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τα sneakers, τα Air Jordan και πριν καλά-καλά το καταλάβουμε αρχίσαμε να δίνουμε να δίνουμε περισσότερα λεφτά για τα καθημερινά μας παπούτσια, παρά για τα «καλά». Η ανάπτυξη του lifestyle στα 90s έκανε τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία μια πιο καθημερινή δραστηριότητα που απαιτούσε έναν street style ενδυματολογικό κώδικα. Αυτό ήταν κάτι που επεκτάθηκε και μετά το millenium με τα όρια μεταξύ του casual και του formal να γίνονται πιο δυσδιάκριτα από ποτέ. Ευτυχώς ο συνδυασμός sneakers, blazer και hoodie ήταν μια παροδική μπόρα, αλλά ο ρόλος της ήταν καταλυτικός.
Το τελευταίο προπύργιο των dress shoes ήταν μόνο τα μέρη όπου ήταν πραγματικά υποχρεωτικά. Και όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις μορφές προστατευτισμού, πρόκειται για μια ακόμα μάχη οπισθοφυλακής κατά τη διάρκεια υποχώρησης. Και καλά οι γάμοι και λοιπές τελετές μπορούν να έχουν για πολλά χρόνια ακόμα της δική τους ετικέτα, όμως το εργασιακό περιβάλλον δεν κατάφερε να κρατήσει την αλυσίδα.
Αρκετά πριν την πανδημία και τα zoom meetings με παντόφλες-αρκουδάκια, οι εταιρείες άρχισαν να χαλαρώνουν τον ενδυματολογικό τους κώδικα. Οι dot com εταιρείες μπορεί να μην κατάφεραν να ταράξουν τα θεμέλια του καπιταλισμού σφετεριζόμενες την εξουσία του old money, ωστόσο αιμοδότησαν το hr με μεσαία και άνω στελέχη που είδαν την casual Friday σαν ευκαιρία να βάλουν γκρι φόρμες.
Οι επιχειρήσεις είναι οργανισμοί που αναγκάζονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, αλλιώς πεθαίνουν, κι έτσι το χαλαρό ντύσιμο άρχισε να επεκτείνεται σε πάνω από μία μέρα της εβδομάδας. Η γραβάτα και το derby άρχισε να περιορίζεται στα γκισέ των τραπεζών και το e-banking άρχισε να περιορίζει τον αριθμό των γκισέ, γλυκόπικρα αστείο.
Άρα φοράμε ολοένα και λιγότερο τα δερμάτινα παπούτσια που θέλουν τον χρόνο τους για να γίνουν άνετα, θέλουν φροντίδα για να μείνουν σε καλή κατάσταση και δεν είναι τόσο μοδάτα όσο ήταν κάποτε. Αν συνυπολογίσουμε το ότι μειώνονται και οι υποχρεώσεις που τα απαιτούν, θα κατέληγε κάποιος στο συμπέρασμα ότι τα έφαγαν τα ψωμιά τους, αλλά δεν απαραίτητο ότι είναι έτσι.
Η κατάργηση της υποχρεωτικότητας δεν αφανίζει τα υποχρεωτικά είδη, τα απελευθερώνει. Χωρίς την ανάγκη για παπούτσι δουλειάς, μεγαλώνει ο χώρος για παπούτσι που πραγματικά μας αρέσει. Ας το δούμε και με όρους πορτοφολιού, (άλλο ένα δερμάτινο αξεσουάρ που απειλείται από το κινητό μας) εκεί που που κάποιος αγόραζε 2-3 ζευγάρια παπουτσιών για δουλειά, θα μπορεί να πάρει με τα ίδια λεφτά ένα πραγματικά καλό ζευγάρι «καλών» παπουτσιών. Αυτό είναι το διαβατήριο για περισσότερα ποιοτικά παπούτσια στην αγορά. Πεθαίνει αυτός που δεν προσαρμόζεται, η αισθητική παραμένει ανέπαφη.