«Όλες τις βλακείες της νιότης μου τις έχω κάνει τα βράδια». Αυτή είναι μία από τις δεκάδες ατάκες που έχει πει ο Τζακ Νίκολσον. Κάτι παρεμφερές έχει πει και σε μία συνέντευξη ο Μίκι Ρουρκ, αν και οι δύο τους μας βγάζουν ότι με τις ζωές που έχουν ζήσει, δεν χρειάζονται απαραίτητα τις νύχτες για να κάνουν μία βλακεία. Έχει όμως ώρα η βλακεία; Υπάρχει μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή που τα κάνουμε περισσότερο μαντάρα από όλες τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας; Και πώς ορίζουμε την βλακεία όταν την αναφέρουμε;
Η αλήθεια είναι πως προσωπικά δεν έχω ιδέα για τίποτε από τα παραπάνω. Ξέρω όμως πως για όλα εκείνα τα μηνύματα που δεν ήθελα να στείλω ή δεν έπρεπε να στείλω, το έχω κάνει τις νύχτες. Και κάποια από αυτά ήταν και τόσο μεγάλες βλακείες, που αν βρισκόμασταν σε μία φανταστική παρέα με τον Τζακ Νίκολσον και τον Μίκι Ρουρκ, ούτε που θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα έστειλα. Ή και πάλι μπορεί να κοιτούσαν παρηγορητικά λέγοντας «έλα χαλάρωσε, όλοι τα έχουμε κάνει αυτά».
Βραδινά μηνύματα λοιπόν. Αυτά τα «τι κάνεις;» που δεν έπρεπε ποτέ να ρωτήσεις τι κάνει. Ή κάτι «σε σκέφτομαι» όταν είσαι ξάπλα στο κρεβάτι και έχεις γυρίσει στις 4 τα ξημερώματα. Ο Αλεξ Τέρνερ των Arctic Monkeys έπεσε διάνα στο Do I Wanna Know? με τον στίχο ‘‘Ever thought o calling when you had a few? Cause I always do’’. Αλλά το ποτό είναι απλά άλλη μία αφορμή για να στείλεις το μήνυμα. Βέβαια με μία μικρή κατηγοριοποίηση, είναι εκείνα που δεν πρέπει να στείλεις και εκείνα που δεν θέλεις να στείλεις. Αν δηλαδή εκείνη εξαφανίστηκε μετά το τρίτο ραντεβού και αναρωτιέσαι μέχρι και σήμερα αν είσαι μαλάκας ή όχι, η απάντηση είναι ότι πάντα ξέρεις πότε είσαι και πότε δεν είσαι. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, βλακεία κάνεις και στέλνεις. Όχι μόνο εσύ, όλοι μας. Ακόμα και εκεί που θέλουμε να στείλουμε, που ξέρουμε ότι θα μας βγει σε καλό, είναι λες και το πρωινό έχει λύσει κάποιο μαγικό ξόρκι που κρατάει μόνο τα βράδια. Έχεις μετανιώσει για τα πάντα.
Αν πάλι σώνει και ντε είσαι σε κάποιο μπαρ και οι σκέψεις έχουν αρχίζει να γεμίζουν τα ποτήρια με αλκοόλ, τότε τα πράγματα είναι καταδικασμένα να πάνε μαντάρα. Τελείωσε. Μπορεί να μην υπάρχει τρέκλισμα, αλλά σε καταλαβαίνουν από τον τρόπο που δεν μπορείς να διαμορφώσεις πρόταση – υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο. Όλα εκείνα τα «μου λείπεις» και τα «σε θέλω», έχουν γίνει πάντα λίγο καλύτερα ή χειρότερα επειδή τα έχεις στείλει ένα βράδυ που δεν είσαι καλά. Αλλά και όταν είσαι καλά, η νύχτα πάντα ασκεί περίεργη επιρροή στον κόσμο από τα αρχαία χρόνια. Αυτό που σου λείπει ο άλλος αλλά δεν ξέρεις γιατί σου λείπει ή αν θα έπρεπε να σου λείπει. Απλά είσαι αρκετά πιωμένος για φιλοσοφικές αναζητήσεις και αν υπάρχει και ένας φίλος δίπλα που σου λέει «δεν γαμιέται; στείλτο», όλα γίνονται αμέσως πιο εύκολα. Και ξέρεις τι; Δεν πειράζει καθόλου.
Γιατί κάποιες βλακείες μπορεί όντως να γίνονται τις νύχτες και να τις μετανιώνεις την επόμενη μέρα που έστειλες όσα έστειλες, αλλά μετά που όλα πηγαίνουν καλύτερα και κάθεσαι και τα συζητάς, τα θεωρείς κομμάτι της ζωής. Όπως και όλες τις υπόλοιπες βλακείες που έχεις κάνει. Και κάποια στιγμή τυχαίνει να συναντήσεις την παραλήπτρια και αν δεν είσαι κομπλεξικός, της θυμίζεις την βλακεία που έστειλες ένα βράδυ και την βλέπεις να γελάει αμήχανα. Και μόλις χαμογελάει, θυμάσαι γιατί έκανες ό,τι έκανες.
Όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία. Συνέχισε να κάνεις λάθη και βλακείες. Κάποια στιγμή θα διαπιστώσεις ότι τελικά, κάποια πράγματα, ήταν και σωστά.