Σε μία καφετέρια στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα τραπέζι για δύο, κάπου στα μέσα ενός πρώτου ραντεβού, η κουβέντα πήγε εκεί που πάνε (σχεδόν) όλα τα ραντεβού. Σε μία από τις πιο τετριμμένες ερωτήσεις της περίστασης: «Εσύ πόσες σχέσεις έχεις κάνει;». Δίνεις μια απάντηση και της επιστρέφεις την ερώτηση, είτε από ευγένεια, είτε από περιέργεια, είτε από βαρεμάρα: «Επτά», σου απαντάει με ένα ύφος γεμάτο περηφάνια και μιζέρια μαζί. Λες και βρίσκεται μπροστά σε έναν εργοδότη στον οποίο μόλις άφησε βιογραφικό με επτά χρόνια προϋπηρεσία μεν, άνεργη προς το παρόν δε.
Κι αφού απορείς και λες μέσα σου «πώς στο διάολο χώρεσε επτά σχέσεις σε 15 χρόνια ζωής;» τότε λες να το πας και λίγο παρακάτω, για να αποκτήσει λίγο νόημα και διάρκεια το ραντεβού σας, για να δείξεις ότι θες να τη γνωρίσεις καλύτερα, αλλά και γιατί ξέρεις καλά ότι το θέλει πολύ και η ίδια να της κάνεις αυτή την ερώτηση: «Και γιατί χώρισες στην καθεμιά από αυτές το λοιπόν;».
Εκεί είναι που παίρνεις μία τόσο απλοϊκή και συνάμα τόσο σύνθετη και ακαταλαβίστικη απάντηση που αν προσπαθήσεις να την επεξεργαστείς ίσως κάψεις τον εγκέφαλό σου: «Γιατί ήταν όλοι τους μαλάκες!».
Το έβγαλες το λαυράκι σου. Κάτι δεν πάει καλά. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά! Από εκείνο το σημείο και έπειτα, το ραντεβού έχει την λογική εξέλιξη: Σου μιλάει, σου μιλάει, στα μάτια σου όμως απλά ανοιγοκλείνει το στόμα της και στα αυτιά σου ακούγονται σάλπιγγες! Στο κεφάλι σου επικρατεί πανικούλης! Πολιορκείσαι από σωρεία ερωτημάτων τα οποία προσπαθείς, όχι φυσικά να απαντήσεις, αλλά να συγκρατήσεις για να συζητήσεις μετά με τους φίλους σου. Ή να τα ψάξεις στο google.