Έλα, εντάξει, παραδέξου το. Πόσες φορές έχεις πει ότι δεν έχεις χρόνο; Στον κολλητό, που ήθελε να σε βγάλει για ποτό, αλλά εσύ προτίμησες να ριζώσεις στον καναπέ του σπιτιού και να κάνεις την πιο παραγωγική συζήτηση με τον James Dean στον απέναντι τοίχο. Στο κορίτσι, που σου έστειλε να βρεθείτε γιατί της έλειψες, αλλά εσύ της έριξες άκυρο γκρινιάζοντας για το πήξιμο στη δουλειά και κατέληξες να καείς στο Netflix βλέποντας και τα δέκα επεισόδια Witcher σε δυο βράδια. Στον εαυτό σου, για να δικαιολογήσεις την απουσία σου από το γυμναστήριο και την ανακίνηση του μαντηλιού σ’ εκείνα τα μαθήματα κιθάρας που όλοι έχουν βαρεθεί να σε ακούνε να λες ότι θα αρχίσεις κάθε Σεπτέμβρη. Το έχεις πει παντού. Για την ακρίβεια, όλοι το έχουμε πει παντού. Και είμαστε όλοι ψεύτες.
Το σύνδρομο του Πινόκιο
Είτε το θέλουμε είτε όχι, όλοι είμαστε ψεύτες, εφόσον χρησιμοποιούμε το ποιηματάκι του «Δεν έχω χρόνο». Πρόκειται για μία από τις πιο σαθρές φράσεις που έχει υιοθετήσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα. Σαφώς ο χρόνος ως έννοια είναι κάτι που ξεφεύγει από εσένα, εμένα και το οποιοδήποτε ον στον πλανήτη, υπό την έννοια του ότι δεν μπορείς να τον ελέγξεις. Ένα έτος έχει 365 μέρες. Η κάθε μέρα 24 ώρες. Η κάθε ώρα 60 λεπτά. Αυτά ισχύουν de facto κι όσο και να θες δεν αλλάζουν. Το πώς και το πού θα τα χρησιμοποιήσεις, όμως, είναι καθαρά δική σου επιλογή. Όταν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε φαγητό, ποτό και ύπνο, για τα δύο από τα τρία δε θα έχεις ούτε μισή ώρα. Για ένα, όμως, αυτό που έχεις όρεξη να κάνεις, το πρόγραμμά σου ως δια μαγείας θα αδειάσει. Το θέμα δεν είναι αν έχεις χρόνο, αλλά για τι προτίθεσαι να δημιουργήσεις χρόνο.
Χρόνος = Προτεραιότητα
Ο χρόνος που έχεις για κάτι καθορίζεται με βάση τον αριθμό της προτεραιότητας που αυτό έχει στη ζωή σου. Αν θες να δεις το κορίτσι, αν πραγματικά σε καίει, θα βρεις χρόνο. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα είσαι ζόμπι την επόμενη στη δουλειά. Θυμάσαι στην αρχή της σχέσης που το να τη δεις ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου; Τότε δεν είχες δουλειά; Είχες. Απλώς ερχόταν σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά μ’ εκείνη. Όταν επιλέγεις να πέσεις να κοιμηθείς από τις 10 αντί να βγεις με την παρέα -ναι, όλοι το έχουμε κάνει- εκείνη την ώρα βάζεις προτεραιότητα τον ύπνο σου. Μπορεί αυτό να σου δίνει μεγαλύτερη ικανοποίηση τη δεδομένη στιγμή. Όμως, το να πεις «Δεν έχω χρόνο» ουσιαστικά αποτελεί τη μισή φράση αυτού που πραγματικά συμβαίνει. Το εύστοχο θα ήταν: «Δεν έχω χρόνο για εσένα, έχω για τον ύπνο μου». Αλλά δε θα το πεις. Ποτέ. Γιατί φυσικά δεν ακούγεται ωραία και δε θες να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Άσχετα που μπορεί να μην είσαι έτοιμος να το παραδεχτείς και στον ίδιο σου τον εαυτό. Να μη σ' αρέσει αυτή η κατάσταση, αλλά να έχεις βολευτεί και να μην κάνεις κάτι για να την αλλάξεις. Όλα τ’ άλλα είναι δικαιολογίες. Συνειδητά κι υποσυνείδητα.
Δεν αντέχουμε την αλήθεια
Ζούμε σε μία κοινωνία που δε θέλει να λες την αλήθεια. Δεν την αντέχει. Δεν μπορεί να τη διαχειριστεί. Και δεν είναι παράλογο. Γιατί οι άνθρωποι είμαστε από τη φύση μας ανασφαλείς, ειδικά στο κομμάτι της αποδοχής από τους γύρω μας. Το «δε θέλω» έχει ποινικοποιηθεί και τη θέση του έχει πάρει το «δεν μπορώ». Πέφτει καλύτερα στο αυτί μας. Όταν σου λέει κάποιος ότι δε θα βγει γιατί δεν έχει χρόνο, είναι σα να σου λέει θέλω, αλλά κάτι πέρα από τον έλεγχό μου με αποτρέπει. Οπότε, και δε θα τον κατηγορήσεις, και αποτελεί και μία ανακούφιση για τον ενδόμυχο φόβο σου ότι δεν είσαι επιθυμητός. Έτσι, ουσιαστικά, παύει να έχει να κάνει με το άτομο. Φταίει το πιεσμένο πρόγραμμα. Οι υποχρεώσεις. Η κούραση. Κάποια ανώτερη δύναμη. Ποτέ εσύ. Είτε είσαι ο «θύτης», είτε το «θύμα».
Δεν έχεις χρόνο, γιατί έχεις χρόνο
Όλη αυτή η ιστορία κρύβει μία τραγική ειρωνεία. Κάτι που πιθανώς να μην είχες παρατηρήσει ή να μην του είχες δώσει τη δέουσα σημασία. Λες ότι δεν έχεις χρόνο ακριβώς επειδή πιστεύεις ότι έχεις. Σ’ έκαψα; Κι όμως, αν το σκεφτείς, δε μοιάζει καθόλου παράλογο. Για την ακρίβεια, είναι ίσως η ρίζα αυτής της έκφρασης – μάστιγας. Ρίχνεις πιστόλι στον καφέ σήμερα, γιατί το ‘χεις σίγουρο ότι θα τον βάλεις κάποια άλλη μέρα που δε θα σε πιέζει ο χρόνος και δε θα ξεβολευτείς ούτε στο ελάχιστο. Φαντάσου, όμως, να ήξερες ότι για κάποιον λόγο δε θα μπορούσες να βγεις με τον κολλητό σου πέρα από εκείνο το βράδυ της Τετάρτης που σου έκανε την πρόταση. Πάλι θα την απέρριπτες; Μάλλον όχι. Απλώς, όταν θεωρείς κάτι δεδομένο, δεν το εκτιμάς. Μέχρι που έρχεται η στιγμή που το χάνεις κι αρχίζεις να μετανιώνεις για όλα όσα έπρεπε να είχες κάνει διαφορετικά. Μία βόλτα στην παραλία. Ένα βραδινό τηλεφώνημα. Εκείνη τη συζήτηση που δεν έγινε ποτέ.
Carpe tempum
Άσε τις δικαιολογίες. Η ζωή είναι μικρή για τέτοια. Δείξε στους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου πόσο θες να μείνουν εκεί. Βγες. Μίλα. Μοιράσου. Γέλα. Κάνε αυτό το τρελό πράγμα που πάντα έλεγες ότι θα κάνεις. Αν το θες πραγματικά, απόδειξέ το. Με πράξεις. Τα λόγια δε χόρτασαν ποτέ κανέναν. Αν, πάλι, δε θες, απόλυτα σεβαστό. Τίποτα δεν είναι καταναγκαστικό. Μην παραπονιέσαι, όμως, μετά ότι δεν έχεις χρόνο, επειδή αποφάσισες να τον διαθέσεις κάπου αλλού. Ούτε γιατί αραίωσαν τα τηλεφωνήματα και μαζί μ’ αυτά κι οι άνθρωποι στην άλλη άκρη της γραμμής. Ούτε γιατί περνάνε τα χρόνια και δεν έχουν σβηστεί αυτά που ήθελες να κάνεις από τη λίστα σου.
Όπως λέει ο Mark Manson στο The Subtle Art of Not Giving a Fuck: «Το ποιος είσαι καθορίζεται από τα πράγματα για τα οποία θες να αγωνιστείς»