Ξεκινάς να γράψεις ένα κείμενο και αντιλαμβάνεσαι πως επί της ουσίας χρειάζεσαι περίπου 4 χιλιάδες λέξεις και μπόλικα βράδια νοσταλγίας για να περιγράψεις τι σημαίνουν για σένα οι δύο (μάλλον) σημαντικότερες μπάντες της ελληνικής ροκ σκηνής.
Δεν έχεις ούτε όμως τον χρόνο, ούτε τον χώρο και εν τέλει ίσως να μην ενδιαφέρει κανέναν άλλον πέρα από τους κολλητούς σου. Προσπαθείς λοιπόν να πετάξεις από πάνω σου αυτό το συναισθηματικό βάρος και να κάνεις τη δουλειά σου. Απλά, λιτά κι απέριττα.
Αλλά δεν μπορείς. Γιατί περιμένεις σα μικρό παιδί το αποψινό live των Αγγελάκα-Παυλίδη στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Με μια προσμονή που σε πηγαίνει πίσω στην εφηβεία σου.
Αντιλαμβάνεσαι εξαρχής πως πια ανήκεις σε εκείνη την γραφική κατηγορία των παλιοροκάδων που θέλει να ακούει μόνο τα «παλιά».
Πιάνεις τον εαυτό σου να ντρέπεται λίγο, αφού ξέρεις καλά το πόσο προσβλητικό είναι αυτό για δύο μουσικούς με τεράστια σόλο πορεία, αλλά εσύ «παίξτε τα παλιά ΑΦΟΥ».
Σε βγάζει από την ονειροπόληση μια συνειδητοποίηση: ρε σεις καταλαβαίνετε τι έχει δώσει στη μουσική σκηνή η Θεσσαλονίκη; Σταματάς για να μην αρχίσεις το name dropping.
Έχεις βάλει τα ακουστικά και λιώνεις τους δίσκους από τα Ξύλινα και τις Τρύπες στο γραφείο–όπως τότε στα 15 σου, με μια μαύρη Polo γραμμένη με μπλάνκο, φουσκωμένα μυαλά από τα όνειρα κι ένα κίτρινο walkman να παίζει τις αντιγραμμένες κασέτες τους στο repeat.
Και πέφτεις ξανά σε στίχους όπως «Ντροπή για τα μάτια σου, ντροπή να είναι άδεια σαν τα ποτήρια μας». Και θυμάσαι εκείνον τον φόβο που σε συντροφεύει από μικρό. Πως η ζωή θα σε πάρει από κάτω. Και θα γίνεις εκείνος ο τύπος που πάντα έτρεμες. Ένα ανθρωπάκι με μια άδεια καρδιά.
Χασκογελάς με την πάρτη σου μιας και συνεχίζεις να είσαι Σκληρός Πρωτοδισκακιστής. Γιατί τίποτα δε μπορεί να ξεπεράσει τον ομώνυμο δίσκο από τις Τρύπες (1985) και την «Ξεσσαλονίκη» (1993) στην καρδιά σου.
Γελάς με εκείνον τον έφηβο που νόμιζε πως είχε βρει την δικιά του Κοντινή Αμερική στη μουσική τους. Και πως η Ρίτα, η Λόλα κι οι υπόλοιπες μούσες του Παυλίδη ήταν τα κορίτσια των ονείρων του. Κι ελπίζεις πραγματικά να έχει μείνει κάτι από εκείνον τον έφηβο μέσα σου.
Όταν, βέβαια, δεν γινόταν ρεζίλι με το «Δεν χωράς πουθενά». Στον ιδιαιτερά Αγγλικό που άνοιγε την πόρτα και τον έβρισκε αγριεμένο σαν Κανίβαλο να χοροπηδάει πάνω στα ντιβάνια εν είδει ροκ σταρ.
Ήταν και εκείνο το χοντρό ξέχεσμα που φάγαμε από τους γονείς. Γιατί καθυστερήσαμε κάνα δίωρο να γυρίσουμε σπίτι, μετά από το live στο Ρόδον το 98’, στην προσπάθεια μας να πάρουμε αυτόγραφο από τον Αγγελάκα.
Ήταν κι η συνειδητοποίηση μεγαλώνοντας πως το trendy «Λιωμένο Παγωτό» μόνο trendy δεν ήταν. Και πως οι άνθρωποι λιώνουν σαν τα κεριά όταν μπλέκουν με τη βελόνα.
Ή το γεγονός πως ακόμα και σήμερα, όταν σε παίρνει από κάτω, καλύτερο χάπι από τις «Ρόδες» δεν υπάρχειι για σένα. Στιγμιαία χαρά, αυθόρμητο χαμόγελο και δε πα να καίγεται το σύμπαν.
Αντίστοιχα συνεχίζεις ακόμη και σήμερα, όποτε ακούς τον «Βασιλιά της Σκόνης», να κάνεις εικόνες -λες και βλέπεις κάποια ιδανική ταινία με μυθολογικές προεκτάσεις. Ενώ θυμάσαι τη μάνα και τον πατέρα σου να παραδέχονται επιτέλους αυτά που ακούς. Ίσως, βέβαια, γιατί τους είχες πήξει στο χέβι μέταλ μέχρι τότε.
Ίσως λες ίσως να έπαιζαν ρόλο σε όλο αυτό και τα εκπληκτικά πλήκτρα του Βασίλη Γκουνταρούλη που σε έστελναν βολτούλα σε κάποιο ψυχεδελικό σύμπαν.
Αν και ξέρεις τελικά πως ο ελληνικός στίχος έγραφε ανεξίτηλα στο θυμικό σου. Και πως φράσεις όπως «εδώ δεν πιάνουν κατάρες, δεν πιάνουν ευχές, εδώ το τώρα ζητιανεύει λίγη πίκρα από το χθες» είναι οι δικές σου προσωπικές προσευχές.
Κλείνεις με την πικρή συνειδητοποίηση πως όσες λέξεις κι αν γράψεις θα είσαι πάντα απλά ένα άσχημο φάλτσο μπροστά στους στίχους του Παυλίδη και του Αγγελάκα.
Θα έχεις όμως πάντα αυτούς τους ίδιους στίχους από τους εφηβικούς σου ήρωες. Να σε συντροφεύουν σα φυλακτό. Και νιώθεις πολύ τυχερός για αυτό. Εσύ και οι υπόλοιπες χιλιάδες που έχουν κάνει την αποψινή συναυλία sold out.