Το 2002 θα το θυμόμαστε πάντα σαν τη χρονιά που βγήκε στους κινηματογράφους μία από τις πιο παράξενες και δυνατές ταινίες που είχαμε δει μέχρι τότε. Πότε μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε βιώσει κάτι ανάλογο στην μεγάλη οθόνη. Τόσο δυνατό και τόσο αληθινό τελικά. Ποια ταινία μέχρι τότε είχε τολμήσει να μπει μέσα στο ελληνικό σπίτι και να καταγράψει με ακρίβεια χειρούργου το τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των διαμερισμάτων; Κι όμως αυτά τα πρόσωπα κάπου τα ξέραμε, κάπου τα είχαμε δει, δίπλα μας, στο απέναντι σπίτι, στον πάνω όροφο. Αυτές τις φωνές τις γνωρίζαμε καλά, αυτά τα βρισίδια τα είχαμε ξανακούσει. Όλα ήταν γνωστά πριν ακόμη η ταινία τελειώσει. Ένα κύμα αλήθειας, ένα κύμα ωμού ελληνικού ρεαλισμού.
Οι εικόνες σκάνε στο πρόσωπο σου ηλεκτρισμένες, οι διάλογοι απλά δεν υπάρχουν. Δεν χορταίνεις να ακούς την ελληνική οικογένεια να ξεδιπλώνεται μπροστά σου σε όλο της το "μεγαλείο", ένα μεγαλείο αρνητικό, μία δόξα που ουσιαστικά διαλύει, θρυμματίζει και κομματιάζει κάθε ηθική και κάθε αξία. Το Σπιρτόκουτο έγραψε την δική του κινηματογραφική γλώσσα την οποία στην συνέχεια πολλοί άλλοι θα προσπαθούσαν να μιμηθούν. Έδωσε ανάσα σε ένα σινεμά που αργοπέθαινε σε απροσδιόριστους τόπους και νοήματα.
Ο Γιάννης Οικονομίδης διηγείται ιστορίες πίσω από κλειστές πόρτες
Είκοσι χρόνια μετά το ντεμπούτο του Οικονομίδη συνεχίζει να σοκάρει και να ομολογεί ξεδιάντροπα αλήθειες για τα πράγματα που κρύβουμε μέσα στην ίδια μας την οικογένεια. Καμία ταινία μέχρι σήμερα (αν εξαιρέσουμε τον Κυνόδοντα ίσως) δεν είχε τα κότσια να δείξει την απόλυτη δυσαρμονία μέσα στον οικογενειακό θεσμό. Η ταινία ασχολείται αμιγώς με την βία σε όλες τις μορφές της. Λεκτική αλλά και σωματική. Οι λέξεις φτύνονται από τα στόματα των ηθοποιών με μίσος και απελπισία. Τίποτα το όμορφο δεν μπορεί να φυτρώσει μέσα σε αυτές τις πονεμένες ατάκες των ηρώων.
Μια μέρα, εν μέσω φρικτού καύσωνα, το σπίτι του Δημήτρη, ενός μικρομεσαίου 50άρη οικογενειάρχη, κάπου στον Κορυδαλλό, μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Όλα τα μέλη της οικογένειας ξεσπούν ο ένας στον άλλον με απίστευτη λεκτική βία και αποκαλύψεις για πάθη, ζήλειες και επαγγελματικές διαφωνίες. Μέχρι που μια απρόοπτη εξομολόγηση τινάζει τα πάντα στον αέρα. Όλα καταρρέουν μια και καλή. Σαν όλη η πορεία της οικογένειας να είχε γίνει για να φτάσει σε αυτό το οριακό σημείο του φινάλε.
Και μετά είναι οι ατάκες. Αυτές οι ατάκες που θα ακολουθούν όλες τις παρέες εκεί έξω. Ατάκες αθάνατες. Οι πρωταγωνιστές φωνάζουν διαρκώς για το παραμικρό, για το air condition, για τη ζέστη, για την έλλειψη ύπνου, για την Μαργαρίτα «που βρωμάει». Και τι δεν μας θυμίζει όλο αυτό. ΠΑΣΟΚ, Ελλαδάρα, Ολυμπιακοί Αγώνες, όλοι έχουν λεφτά, όλοι είναι «χαρούμενοι», φούσκες, τουπέ και σιχαμάρα σε όλα τα επίπεδα. Το Σπιρτόκουτο όμως ξέρει, γνωρίζει και δεν σταματάει πουθενά. Τα λέει έξω από τα δόντια, έξω από κάθε σύμβαση, κινηματογραφική αλλά και κοινωνική.
Έχετε αναρωτηθεί πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς το ΠΑΣΟΚ;
Το Σπιρτόκουτο δεν είναι ταινία, είναι ένα ξέφρενο τρενάκι του τρόμου που έχει εκτροχιαστεί από τις ράγες και πάει καρφί για τραγωδία. Μία τραγωδία που όλοι οι Έλληνες έχουν ζήσει κάποτε μέσα στο σπίτι τους ή ακόμη και μέσα στην ψυχή τους.
Αν είσαι από αυτούς που δεν αντέχουν σκληρό κινηματογράφο καλύτερα να μην το δεις.