Όταν το 2009 μου είχαν πει για μία ταινία επιστημονικής φαντασίας ενός Νοτιοαφρικανού σκηνοθέτη, είχα –πιστεύω δικαιολογημένα- σταθεί σκεπτικός απέναντί της. Sci-Fi από το Νότιο ημισφαίριο, δηλαδή πόσο καλό μπορεί είναι; Κι όμως το «District 9» με είχε αφήσει κανονικά παγωτό. Είχε μία τόσο διαφορετική προσέγγιση στο είδος που λατρεύω ώστε πραγματικά είχα πιστέψει πως ο Neil Blomkap ίσως γίνει ο νέος αγαπημένος μου σκηνοθέτης.
Στα δύο επόμενα πονήματα του δεν ήταν ότι με απογοήτευσε, απλά μεγάλωσαν τα budget, μεγάλωσαν οι προσδοκίες και μου φάνηκε σα να του πήραν το μαγικό ραβδί από τα χέρια· σα να του στερούσαν εκείνο το ωμό μεγαλείο της πρώτης του επιτυχίας.
Με τη νέα του προσπάθεια όμως, μια σειρά μικρών πειραματικών ταινιών κάτω από την «ομπρέλα» των δικών του Oats Studios, που μπορεί όποιος θέλει να δει online, έχω μείνει ξανά παγωτό. Νομίζω ότι επέστρεψε σε αυτό που κάνει καλύτερα: σε μια απόκοσμη επιστημονική φαντασία, τρομερά ανθρώπινη όμως με τον δικό της τρόπο, που δεν αφήνει παρά μία ελάχιστη χαραμάδα ελπίδας, να αχνοφαίνεται κάπου εκεί στο απόλυτο σκοτάδι.
Στο πρώτο επεισόδιο με τίτλο «Rakka» βλέπουμε μια παλιά γνώριμη του χώρου, την Σιγκούρνι Γούιβερ, να προσπαθεί να οργανώσει την αντίσταση απέναντι στους πλέον τρομακτικούς εξωγήινους που έχουν συναντήσει τα μάτια μου. Βρίσκονται κάπου ανάμεσα στον Predator και στον προαιώνιο τρόμο που μας προκαλούν τα φίδια -ήδη από την εποχή του Αδάμ και της Εύας- με άλλα λόγια. Έχουν βαλθεί να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα με μεθόδους που θα έκαναν ακόμα και τους Ναζί να ανατριχιάσουν. Κι όμως, εν τέλει, κάποιοι από τους αντάρτες δε διαφέρουν και τόσο από αυτούς.
Στο δεύτερο επεισόδιο(;) τα πράγματα είναι πιο σύντομα και απλά: τηλεμάρκετινγκ από την Κόλαση, όπου οι δύο παρουσιαστές πουλάνε την ψυχή τους κυριολεκτικά στον βωμό των πωλήσεων. Ίσως αυτή η προσπάθεια να ξενίσει τους μη fan της επιστημονικής φαντασίας, προσωπικά όμως μου γέννησε μια νοσταλγία για τις σφήνες παρανοϊκών διαφημίσεων που χρησιμοποιούσε συχνά πυκνά στα έργα του ο πελώριος Φίλιπ Ντικ.
Στο τρίτο και τελευταίο, μέχρι στιγμής, επεισόδιο με τίτλο «Firebase» ο σκηνοθέτης μας πάει πίσω στον χρόνο και μακριά από τον Δυτικό κόσμο. Στον Πόλεμο του Βιετνάμ, στις ζούγκλες που ακόμα κι η ελπίδα πεθαίνει. Εκεί όπου οι Αμερικάνοι στρατιώτες φαίνεται ότι έρχονται αντιμέτωποι με κάτι πολύ χειρότερο από τους Βιετκόνγκ: με τον «Θεό του Ποταμού», ένα τέρας που έχει ζωντανέψει εξαιτίας των πράξεών τους. Μία Νέμεσις που τους κοιτάει μέσα στα μάτια, καθώς τα δικά τους κρίματα επιστρέφουν για να τους εκδικηθούν.
Πραγματικά δεν έχω καταλάβει ακόμη που ακριβώς το πάει ο Blomkamp, ξέρω σίγουρα όμως πως έχω πωρωθεί χωρίς προηγούμενο! Ίσως διότι το δικό του σινεμά έχει όλα εκείνα τα θετικά στοιχεία της πραγματικά αξιόλογης επιστημονικής φαντασίας. Μιας και τα πραγματικά τέρατα δεν είναι αυτά που σκιαγραφεί με τα πιο μελανά χρώματα ο σκηνοθέτης. Δεν είναι οι ερπετόμορφοι εξωγήινοι που έχουν ξεπροβάλλει από την χειρότερη κόλαση του μυαλού μας. Αντίθετα ο χειρότερος διάολος είμαστε εμείς οι άνθρωποι κι οι πραγματικές ακραίες συμπεριφορές μας όταν μας στερούν αυτά που θεωρούμε κεκτημένα. Το σινεμά του φωτίζει την ταχύτατη επιστροφή μας στη βαρβαρότητα όταν οι συνθήκες το ευνοούν – και παράλληλα μια ελπίδα για κάτι καλύτερο, σα μικρή σπίθα, που ποτέ δεν πεθαίνει.