Ο Δημήτρης Μητροπάνος έκανε το ζεϊμπέκικο να μοιάζει με ροκ

Ο Νίκος Συρίγος γράφει για Εκείνον που γεννήθηκε γίγαντας.

Στις 2 Απριλίου του 1948, στην Αγία Μονή Τρικάλων είδε το φως του ήλιου ένα βρέφος που δεν ήταν το θείο αλλά είχε ένα θείο χάρισμα. Μια φωνή από μέταλλο. Αυτή με την οποία έμαθε τους Έλληνες να τραγουδούν όχι με τη φωνή αλλά με την ψυχή τους. Ο Δημήτρης Μητροπάνος, στις 17 Απριλίου του 2012 έκλεισε τους λογαριασμούς του με όλους εμάς εδώ κάτω και πήρε τον δρόμο για την απάνω γειτονιά, πριν καλά -καλά καταλάβει πως υπάρχει, έζησε το άδικο. Μέσα από την κούνια του, που λέει και ο ποιητής. Κι ας μην είναι το «Παραπονεμένα λόγια» τραγούδι του Μητροπάνου.

Τον καιρό που ο Μητροπάνος ήταν παιδί, η Ελλάδα τέτοια παιδιά, αριστερών, ανταρτών, τα έβαζε από το πρώτο κλάμα στο περιθώριο. Δεν ήταν παράσημο να είσαι γιος αντάρτη. Ήταν στίγμα. Πόσο μάλλον να αναγράφεσαι στις λίστες «ορφανός». Κι ας μην ήταν. Έτσι νόμιζε. Μέχρι τα 16 του. Τότε που ένα γράμμα έφτασε στο σπίτι της φαμίλιας. Αποστολέας ο πατέρας του. Ο μέχρι τότε «πεθαμένος». Αυτός που συνέχισε το αντάρτικο και μετά το τέλος του εμφυλίου. Στη Ρουμανία. Όπου γης και πατρίς. Από εκείνο το γράμμα και μετά, ο Μητροπάνος δεν είχε πια να παλέψει για το «ορφανός». Μόνο για το «αριστερός».

 

 

Από τους παλιούς. Τους άλλους. Αυτούς που δεν δίστασαν να πουν ότι «η γενιά του πολυτεχνείου ήμασταν η πιο άχρηστη στην Ιστορία της χώρας. Κλίναμε το ρήμα "βολεύομαι" σε όλους τους χρόνους». Σκληρό αλλά αληθινό. Κάργα.

Ο Μητροπάνος ήταν άντρας. Λάθος: ΑΝΤΡΑΣ. Με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του. Δεν μάσησε πουθενά. Ούτε καν απέναντι στον θάνατο. Έφυγε γελαστός. Κι ίσως κάπου-κάπου γελασμένος. Συνειδητά. Λόγω της καλοσύνης του. Ή γιατί δεν ήθελε, δεν γούσταρε να ασχοληθεί. Όποιος προσπαθούσε να τον γελάσει, απλά τον προσπερνούσε. Τον διέγραφε και πήγαινε παρακάτω… Γι’αυτό και δεν είχε κόντρες. Πώς να μαλώσει ο γίγαντας με τους νάνους; Και ο Μητροπάνος γεννήθηκε γίγαντας. Μύθος.

 

 

Κι ας μην ήταν τίποτα δεδομένο για τον ίδιο. Μόνο η αποδοχή του από τον κόσμο. Ακόμη και τότε που τραγούδησε με έναν πολύποδα στο λαιμό να του έχει θαμπώσει τη φωνή. Μια αποδοχή που έγινε λατρεία. Μεγάλη λατρεία. Αυτή που του έδωσε το δικαίωμα από ένα σημείο και μετά να τραγουδάει ότι κάνει κέφι.  Από τη «Ρόζα» του Θάνου Μικρούτσικου και του Άλκη Αλκαίου μέχρι το «Για να σ’εκδικηθώ» του Λάκη Παπαδόπουλου και του Κυριάκου Ντούμου. Να βαδίζει από τον δρόμο του Ζεϊμπέκικου στα ροκ μονοπάτια, με διαβατήριο αυτή τη φωνή αλλά κυρίως αυτή την ψυχή.

Αυτή που αναπαύεται στον Παράδεισο… Ή όπου κάνει κέφι να είναι τώρα ο Δημήτρης…



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved