Δύο χρόνια πέρασαν και οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ακόμα να ξεχαστούν. Ήταν 7 μ.μ. Δευτέρας όταν είδα το μήνυμα του Αλέξανδρου στο κινητό μου. Θυμάμαι ότι έκανα κίνηση χαράς να το ανοίξω, ωστόσο το τρέμουλο και η αδυναμία μου να κρατήσω το τηλέφωνο μόλις διάβασα το περιεχόμενο δύσκολα θα τα ξεχάσω. «Είδες τι έγινε στο Μάτι; Καίγονται τα πάντα».
Άνοιξα την τηλεόραση και το διαδίκτυο με την ελπίδα ότι αυτά που διάβασα ήταν στα πλαίσια της υπερβολής. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ωστόσο οι εικόνες διέψευσαν την αισιοδοξία μου. Είναι από εκείνα τα τηλεοπτικά πλάνα που δεν θέλεις να πιστέψεις πως είναι πραγματικότητα. Άνθρωποι να βρίσκονται πανικόβλητοι στην παραλία στο Κόκκινο Λιμανάκι. Άπειρες φωτογραφίες από γνωστούς και φίλους για τα σπίτι τους με φόντο την πύρινη λαίλαπα. Το χειρότερο; Αγνοούμενοι στις φλόγες. Αδυνατούσα να πιστέψω πως όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να συμβούν στο Μάτι. Έμοιαζε με εφιάλτη από τον οποίο ψάχνεις τρόπο να ξυπνήσεις.
Δεν υπήρχε εικόνα που να μην σε γεμίζει με θλίψη. Στη σκέψη και μόνο μπορούσες να τρελαθείς. Κοίταζα τα ρεπορτάζ και έβλεπα ένα Μάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο που γνώριζα. Σαν να το είχε ξεράσει η Κόλαση στην Γη. Ένα «όχι ρε γαμώτο» που μου βγήκε, ήταν μόλις μία μικρή έκφραση μπροστά σε μία τεράστια τραγωδία. Και για όλους μας, τον καθένα μας ξεχωριστά, αυτή η τραγωδία σκότωσε ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι από τον εαυτό μας.
Οι δυνατές αναμνήσεις μένουν αλλά πλέον πονάνε
Το Μάτι ήταν το μέρος που είχα το εξοχικό μου και μέχρι τα 10 μου χρόνια, το μέρος που περνούσα κάθε μου καλοκαίρι. Μπορεί το σπίτι μας να έχει πωληθεί εδώ και μια εικοσαετία, ωστόσο ποτέ μου δεν ξέχασα αυτόν τον τόπο. Αυτή την ανάμνηση. Μια υπέροχη ανάμνηση. Το μέρος άλλωστε που πέρασες δυνατές στιγμές στα παιδικά σου χρόνια έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σου. Από τις μέρες που έκανες τα πρώτα σου μπάνια. Την πρώτη ποδηλατάδα. Τους φίλους. Το θερινό σινεμά. Τις βόλτες για παγωτό στο λιμάνι. Όλα αυτά για μένα ήταν, είναι και θα είναι το Μάτι και οι περιοχές γύρω του. Και είμαι σίγουρος πως δεν είμαι ο μόνος που έχει τέτοιες αναμνήσεις από το μέρος. Ακόμα και σήμερα που δεν έχω εκείνο το σπίτι πάνω στην παραλία με τον υπέροχο πράσινο κήπο, δεν υπάρχει φορά που να μην αισθάνομαι μια έλξη για την περιοχή. Μία έλξη που δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ πια.
Μετά τα γεγονότα της 23ης Ιουλίου του 2018 τα πάντα έχουν αλλάξει. Χρειάστηκα σχεδόν ένα χρόνο μέχρι να πάω μέχρι το Μάτι και να δω αν το σπίτι μου υπάρχει ακόμα. Μέχρι τότε δεν τολμούσα να περάσω. Δεν ήθελα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το τραγικό συναίσθημα, σαν τον κερατά που γουστάρει την άπιστη αλλά δεν αντέχει να την αγγίξει εξαιτίας αυτού που του έκανε.
Τίποτα δεν είναι ίδιο
Βλέπω σαν χτες τον εαυτό μου να κάνει μπάνιο στην παραλία στο Κόκκινο Λιμανάκι. Εκεί που έμαθα τα πρώτα μου βατραχάκια στη θάλασσα και το παρθενικό μου μακροβούτι. Μόνο που τώρα αυτή η ανάμνηση δεν είναι όμορφη. Πονάει γιατί φέρνω στο μυαλό μου τους ανθρώπους που έτρεξαν εκεί για να σωθούν. Με φρικάρει ακόμα περισσότερο το πώς νιώθουν όλοι όσοι έχασαν κάποιον. Από φίλους μέχρι αγνώστους που έχασαν περιουσίες ολόκληρες. Ή χειρότερα, δικούς τους ανθρώπους.
Το σίγουρο είναι ένα: το Μάτι για μένα, αλλά και για πολύ ακόμα κόσμο, δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Το Μάτι και το κάθε Μάτι. Είτε λέγεται Κινέτα, είτε λέγεται Νέος Boυτζάς, είτε λέγεται Ραφήνα. Εκτός από τα αγαπημένα πρόσωπα, η φωτιά πήρε μαζί της και κάθε όμορφη ανάμνηση. Μετέτρεψε τις στιγμές ανάπαυλας σε ένα σενάριο που παραπέμπει σε ταινία τρόμου. Μόνο που εδώ όλα είναι αληθινά. Η σκέψη μου αυτή τη στιγμή, είναι μόνο στους ανθρώπους που έφυγαν και πολύ περισσότερο σε εκείνους που έμειναν πίσω για να θρηνήσουν.
Και πονάει. Πονάει πολύ.
Υ.Γ. Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σε έναν νεαρό που έχουμε βρεθεί αντίπαλοι στο μπάσκετ, όπως και σε πολλούς άλλους που τόσο άδικα δεν βρίσκονται πλέον ανάμεσά μας.