Σύμφωνα με θεωρία ψαγμένου φιλοσόφου αγνώστου ταυτότητας στη δεκαετία του '90, (ΟΛΟΓΡΑΦΩΣ: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΑΣΟΚΙΚΟΥ ΠΙΚ), στις ελληνικές θάλασσες παρατηρείται το εξής παράξενο φαινόμενο: Υπάρχουν κάποια σημεία που το νερό είναι κρύο και κάποια άλλα, που είναι ζεστό.
Μοιάζει με σκωτσέζικο ντουζ. Αλλά δεν είναι. Μοιάζει με ατόφιο ελληνικό ύδωρ. Αλλά δεν ειναι. Ξέρεις καλά τι είναι. Έχεις πλυθεί με αυτό. Το έχεις γευτεί. Κάθε σου μακροβούτι είναι και βουτιά με την κοιλιά στα άδυτα του γονιδιακού συνδρόμου.
Είναι ανάγκη; Είναι απόλαυση; Είναι δικαίωμα; Υποχρέωση; Τι;
Ας κοιταχτούμε επιτέλους στα μάτια κι ας απαντήσουμε ΧΩΡΙΣ ΝΤΡΟΠΕΣ ΔΙΑΟΛΕ
Ζούμπερι. Καβούρι. Χαμολιά. Πλατύς Γιαλός. Πόρτο Κατσίκι. Σεϋχέλλες Ικαρίας. Σεϋχέλλες Ινδικού ωκεανού. Εσύ, πολυταξιδεμένε και κοσμογυρισμένε Σεβάχ των επτά κατουρημένων θαλασσών, πες μας: Υπάρχει παραλία που να έχεις κατακτήσει, υπάρχει θάλασσα που να έχεις κολυμπήσει, κύμα που να έχεις δαμάσει και να ΜΗΝ έχεις αφήσει το πιτσιλισμένο στίγμα σου;
«Εγώ; Πας καλά; Ίουυυ»
Κι όμως. Σύμφωνα με αξιόπιστη έρευνα του amolata.gr, μόλις 11 στους 10 Έλληνες έχουν ως λύση απελευθέρωσης το «Έτσι, με την αρμύρα», αποτελέσματα που προέκυψαν μετά από τοποθέτηση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης κάτω απ' το νερό.
Από τις κάμερες είδαμε ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ, τις εξής αντιδράσεις από φούσκες που παραλίγο να σκάσουν.
1. Εσύ και η κοπέλα σου:
Διακοπούλες Κάλυμνο. Νωρίτερα, ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, φλερτάρατε με τον χωρισμό μετά από πολύωρο τσακωμό και δικές σου εξηγήσεις επειδή ήθελες να βουτήξεις ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ. Δεν ήξερες πώς να το δικαιολογήσεις. Είπες ότι ήθελες να πας βαθιά για να σκεφτείς πού πάει η σχέση σας.
Καταφέρνεις να μπεις μόνος. Στέκεσαι όρθιος μπροστά στην παραλία. Το νερό φτάνει στο ύψος που βρίσκεται το κορδονάκι του μαγιό. Το τέλειο σημείο.Κάνεις πως παίζεις με το κορδονάκι. Κοιτάς με πονηρό χαμόγελο τον βυθό. Είσαι έτοιμος.
Ξαφνικά, δύο χέρια, σε σφιχταγκαλιάζουν απολογητικά από πίσω, αρχικά στη μέση, έπειτα στην κοιλιά. Νιώθεις τη φούσκα σου από μέσα να ουρλιάζει: «Πες της να φύγει θα εκραγώ».
Κάνεις απότομο μακροβούτι προσποιούμενος ότι τρόμαξες. Φτάνεις όσο πιο μακριά μπορείς. Απομονώνεσαι. Αφήνεσαι. Εκείνη: «Μωρό μου έρχομαι περίμενε». Κάνεις το σήμα του STOP με το χέρι: «ΜΗ! Θέλω να σκεφτώ σου είπα!».
Γυρνάς απ' την άλλη, ξεκινάς να κολυμπάς χωρίς να κοιτάς πίσω σου. Δεν υπάρχει επιστροφή. Ό,τι άρχισε πρέπει να τελειώσει. Κολυμπάς δίχως αύριο. Πλησιάζεις Τουρκία. Κολυμπάς και κατουράς. Κατουράς και κολυμπάς. Με κλειστό στόμα. Το κατούρημα σε οριζόντια στάση κολυμπώντας δεν είναι βολικό. Το γυρνάς σε ύπτιο. Το νερό βουλώνει τα αυτιά σου. Δεν ακούς τίποτα. Χαζεύεις ανάσκελα τον ουρανό. Νιώθεις ελεύθερος.
Είναι όμορφο...
2. Εσύ και ο κολλητός σου:
Συζητήσατε, αναλύσατε, ξεπεράσατε τον χωρισμό του σε διπλανές ορθάδικες γηπεδικές τουαλέτες, ρίχνοντας κλεφτές ματιές να δείτε ποιος την έχει μεγαλύτερη. Στην παραλία θα κολλήσετε;
Είστε διακοπές Κάλυμνο. Για κάποιο λόγο έχω κολλήσει με Κάλυμνο. Πηγαίνετε για μπάνιο με ύφος που το φωνάζει ρυθμικά, οπαδικά: «Οε, οε, οε, Οε, οε, οε, στην Κάλυμνο ερχόμαστε να κατουρήσουμε».
Λιάζεστε στην παραλία. Γκρινιάζει: «Τι θα γίνει, θα βουτήξουμε; Κατουριέμαι». Του υποδεικνύεις το ξύλινο σπιτάκι-WC πίσω. «Άσε, θα τα ρίξω στη μεγάλη» απαντά. Ζηλεύεις. Παραγγέλνεις μεγάλο μπουκάλι νερό, ώστε όταν μετά από λίγο θα κολυμπάτε σε όρθια στάση κουνώντας μόνο τα χέρια για να κρατηθείτε στο ίδιο σημείο, να του πεις το αγαπημένο σου και πάντα ώριμο: «Πρω!».
Μπουκάρει αυτός πρώτος.
-Είναι κρύα;
-Εδώ που είμαι, όχι.
Έχασες...
Πρέπει κάτι να κάνεις για να ανεβάσεις το επίπεδο. Ως φιλελέ μύστης, βγάζεις μαγιό, το κουνάς επιδεικτικά: «Ψηλέ εγώ τα αμολάω αλά Γιόκο Όνο».
Τσαντίζεται. Αρχίζετε να πετάτε ο ένας στον άλλον τα γαλαζοκίτρινα νερά από κάτω σας.
3. Εσύ μόνος σου:
Πας για μπάνιο μόνος σου. Έρχεται η ώρα να μπεις. Περπατάς κατά μήκος της ακτής για να βρεις σημείο χωρίς άνθρωπο στα ρηχά. Το εντοπίζεις. Κάθεσαι εκεί με το νερό μέχρι το γόνατο. Παριστάνεις τον κρυουλιάρη. Μπαίνεις με αργά βήματα για να νομίζουν όλοι ότι κρυώνεις. Ρίχνεις λίγο νερό στην καρδιά σαν τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Για όλη την παραλία είσαι ο «θέλει η πουτάνα να κρυφτεί».
Στο μυαλό σου, όλος ο κόσμος σε κοιτάζει. Τα παιδάκια γύρω σου έχουν γυρίσει και σε δείχνουν γελώντας. Μωρά που κατουριόντουσαν, τώρα κλαίνε. Οι ρακέτες πίσω δεν ακούγονται πια. Ένα ζευγάρι ξαπλωμένο σε μια ξαπλώστρα σηκώνεται και μεταφέρει την ξαπλώστρα παραδίπλα. Ο μπάρμαν στο μπιτσόμπαρο έξω βάζει στοίχημα με έναν πελάτη:
-Θα κατουρήσει. Από 'δω κάνει μπαμ .
-Μπα, πολύ χαλαρό τον βλέπω.
Όλη η παραλία σε κοιτάζει και φωνάζει: «ΘΑ ΚΑΤΟΥΡΗΣΕΙΙΙ;;; ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙ».
Το κάνεις. Και...
Τα χέρια σου παίζουν με το νερό, αλλά στην πραγματικότητα το ανακατεύουν.
Ο πελάτης του μπιτσόμπαρου βγάζει ένα δεκάευρω και το αφήνει με ύφος απογοήτευσης πάνω στο μπαρ. Ο μπάρμαν, ο οποίος σε παρακολουθεί κάθε φορά που πηγαίνεις μόνος σε αυτή την παραλία, χαμογελά και το βάζει στην τσέπη.
4. Εσύ και οι γονείς σου:
Τα παιδικά τραύματα δεν υποκύπτουν στον χρόνο. Ξανά εδώ, 20 χρόνια μετά.
Η μάνα σου μέσα στο νερό, εσύ έξω, αράζεις. Ξαφνικά, μια φωνή από μέσα σε καλεί: «Κωστάκη έλα είναι τρομερή. Είναι και καθαρή εδώ, εδώ έλα να τα κάνεις! Από χθες βράδυ έχεις να κατουρήσεις βρε αγόρι μου. Δεν κάνει να τα κρατάς, θες να πάθεις προστάτη όπως ο παππού σου;».
Ξεκινάς και κολυμπάς. Περνάς από δίπλα της σαν τον Φελπς, κάνεις πως δεν την ακούς, πως δεν την ξέρεις. Φτάνεις τόσο βαθιά που μοιάζεις σημαδούρα.
Σταματάς...
Ο πατέρας σου σηκώνεται αργά από την ξαπλώστρα, στέκεται μπροστά στη θάλασσα, καλύπτει το πάνω μέρος των ματιών με την παλάμη, σε βρίσκει, κάνει σινιάλο σε στυλ μπίνγκο.
Η μάνα σου πανικοβάλλεται: «ΚΩΣΤΑΚΗ, έλα ΤΩΡΑ στα ρηχά, να κατουρήσεις μαζί με τα άλλα παιδάκια στην ακτή».
Ο πατέρας σου της βάζει χέρι: «Άσε το παιδί ρε γυναίκα. Ολόκληρος άντρας είναι, όπου θέλει αυτός θα κάνει τσίσα».
Τους βλέπεις που τσακώνονται. Παίρνεις το βλέμμα σου από πάνω τους, το μεταφέρεις στο γκομενάκι δίπλα τους που νωρίτερα σού είχε χαμογελάσει. Νωρίτερα. Όχι πια.
BONUS: Εσύ και ο γαλαζοκίτρινος κόσμος:
Σύμφωνα με την ίδια πηγή του amolata.gr υπήρξε μία φορά που μπήκες στη θάλασσα για να κολυμπήσεις και όχι για να κατουρήσεις. Εσύ. Μόνο εσύ. Οι άλλοι γύρω σου, όμως;
Σηκώνεσαι από την ξαπλώστρα, διασχίζεις μπέμπηδες με το τσουτσούνι όξω και στόχο την τρύπα που έχουν μόλις σκάψει στην άμμο. Περνάς μπροστά από τρελό νέτο το οποίο κάθεται ξαπλωμένο μπρούμυτα στην ακρούλα και ΚΑΝΕΙ ότι παίζει με τα κύματα.
Προσπερνάς 60άρη κοιλαρά που αράζει με το νερό μέχρι την αρχή της κοιλιάς και έχει τα χέρια στις τσέπες του μαγιό. Βουτάς. Δεν κολυμπάς. Πετάς.
Περνάς δίπλα από μάζα με 17 γιαγιάδες σε κύκλο να μιλούν για φασολάκια, τα οποία σε άλλη περίπτωση μπορεί και να σε έψηναν, ωστόσο σκέφτεσαι τι πραγματικά κάνουν οι γιαγιάδες κάτω απ' το νερό.
Είναι οι κλασικές γιαγιάδες «ιδεολόγοι». Που νομίζουν πως στην τιμή για την ξαπλώστρα περιλαμβάνεται και το κατούρημα. Για αυτές, οι παραλίες είναι μία μεγάλη λεκάνη. Ειδικά όταν έχουν πληρώσει κιόλας. Κάποιες παραγγέλνουν καφέ απλά για να μην τις πουν τσίπισες που μπήκαν στο μαγαζί μόνο για το κατούρημα.
Συνεχίζεις να κολυμπάς, περνάς από ζευγάρι που το χωρίζει απόσταση παραπάνω του ενός μέτρυ: «Ποιος έχει νεύρα και ποιος κατουράει;», σκέφτεσαι.
Δεν τολμάς να βάλεις το κεφάλι σου μέσα στο νερό, δεν αναπνέεις απ' το στόμα, αλλά δεν τολμάς και να μιλήσεις.
Ξέρεις γιατί...
Μέχρι να σταματήσουμε να κατουράμε, τουλάχιστον ας σταματήσουμε να κρυβόμαστε.
Κάνε το τεστ αλήθειας: