«Πέντε και σήμερα» είχε γράψει ένας συνάδελφος στο facebook πριν κάνα δυο εβδομάδες. Τότε από μέσα μου πίστευα πως αυτά είναι υπερβολές. Τώρα που πλησιάζει η άδειά μου, σκέφτομαι το πόσο άδικος υπήρξα. Θέλω να τον χτυπήσω φιλικά στην πλάτη και να του ζητήσω συγγνώμη. Και κλαίγοντας στον ώμο του να του πω πόσο δίκιο είχε.
Γιατί η αναμονή μέχρι να έρθει εκείνη η ευλογημένη μέρα ΔΕΝ ΠΑΛΕΥΕΤΑΙ!
Δεν είναι ότι δε μου αρέσει η δουλειά μου. Το ακριβώς αντίθετο θα έλεγα. Με έχουν πει και εμμονικό –καθόλου άδικα θα έλεγα. Αλλά κοίτα να δεις πρέπει να βάλω στη ζυγαριά τα εξής: από τη μία εργασία και από την άλλη παραλία, ταβέρνα, ξάπλα, ποτά, ξενύχτια κι ολοήμερο διάβασμα στην άμμο. Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνεις και πρέπει να στο σπάσω σε δεκαράκια;
Κάθομαι στο γραφείο σαν τρόφιμος φρενοκομείου. Κι όσο γράφω αυτές τις γραμμές με χτυπάνε κατά κύματα όλες εκείνες οι αναμνήσεις της ζωής μου· όπου η αναμονή με οδηγούσε αργά αλλά σταθερά προς την τρέλα.
Γιατί η αναμονή για την άδεια θυμίζει εκείνες τις 2-3 μέρες πριν βγουν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Που έλεγες «να βγούνε Παναγίτσα μου, γιατί θα την πέσω στα ψυχοφάρμακα από τα 18 μου!».
Θυμίζει εκείνα τα αγωνιώδη λεπτά που νομίζεις ότι θα κατουρηθείς πάνω σου –γιατί ο κολλητός έχει αράξει στον «θρόνο» με εφημεριδούλα.
Θυμίζει εκείνες τις ώρες στο Λύκειο όπου το κορίτσι που γνώρισες χθες είπε «θα σου στείλω εγώ». Κι εσύ περιμένεις. Και κόβεις βόλτες στο δωμάτιο πάνω κάτω, σαν αγριόσκυλο σε κλουβί, μέχρι να ανοίξει κρατήρας στο πάτωμα.
Θυμίζει τις στιγμές που η κοπελιά σου λέει «5 λεπτά θα κάνω». Και τελικά χάνετε τη μισή ταινία στο σινεμά. Και γκρινιάζει ότι δεν καταλαβαίνει την υπόθεση.
Θυμίζει τις τελευταίες μέρες στον στρατό. Που κοίταζες σαν ζόμπι το ρολόι του θαλάμου. Που ούρλιαζες σε περαστικά φαντάρια «ΣΑΠΙΛΑ-Α-Α-Α». Κι ήθελες να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα για να ξεφύγεις από τη μιζέρια σου.
Θυμίζει το ταξίδι με τον ηλεκτρικό, γραμμή Πειραιά-Κηφισιά. Που δεν τελειώνει ποτέ.
Θυμίζει εκείνες τις στιγμές στο σούπερ μάρκετ την Παρασκευή μετά τη δουλειά. Που βιάζεσαι να βγεις για ποτά. Κι η γριούλα γειτόνισσα έχει αποφασίσει να πληρώσει λογαριασμό 48,36 ΕΥΡΩ. Με δεκάλεπτα που τα μετράει ένα ένα στο ταμείο. Κι εσύ επιστρατεύεις όλο τον ανθρωπισμό σου, όσο αναλογίζεσαι με πόσα χρόνια φυλακή τιμωρείται η γεροντοκτονία.
Θυμίζει τις περιπέτειες στην Εφορία. Που κάθεσαι 3 ώρες έξω από το γραφείο της διευθύντριας. Και δεν υπάρχει κανείς άλλος. Αλλά σου λένε περιμένετε και σε λίγο θα σας δεχθεί –γιατί έχει δουλειά.
Θυμίζει το βράδυ της επιστροφής στην Αθήνα, εκεί στην Ελευσίνα, που βλέπεις την ουρά από τα αυτοκίνητα και ξέρεις ότι θα πας κατευθείαν για δουλειά το πρωί.
Δεν την παλεύω καθόλου, νομίζω καταλαβαίνεις. Βάζω το «Permanent Vacation» των Aerosmith στο youtube χωρίς λόγο. Βάζω NIVO στα ακουστικά, που δεν τον αντέχω καθόλου, μόνο και μόνο για τον στίχο «δεν κάνω ΔΙΑΚΟΠΕΣ, σου δίνω αυτό που θες». Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω, είμαι ένα βήμα πριν την αναρρωτική.
Μπορούν σε παρακαλώ να περάσουν αυτά τα αγωνιώδη λεπτά ή να τρελαθώ κανονικά στα 33 μου;