«Άκουσε να δεις γιαβρίμ: αν μεταλάβεις χωρίς να έχεις εξομολογηθεί πρώτα, είναι σαν να παίρνεις φωτιά μέσα σου!». Αυτή η όχι και τόσο χριστιανοκεντρική ατάκα της γιαγιάς μου της Ελπίδας, που τρομοκράτησε και στιγμάτισε την παιδική μου ψυχούλα, ήταν αρκετή για να με πείσει στα μικράτα μου ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Πρώτα εξομολόγηση, μετά θεία κοινωνία, κι αν σου αρέσει. Έκλεινα, επομένως, το ραντεβού μου στις αρχές κάθε Μεγάλης Εβδομάδας με τον ιερέα της ενορίας μας, του έβγαζα τα σώψυχα μου και μετά λάμβανα σώμα και αίμα Κυρίου. Κύριος.
Τα ζόρια ξεκίνησαν με την ενηλικίωση. Τότε που ξέκοψα από τα -καθιερωμένα κάθε Πάσχα- τετ α τετ με τον παπά, αλλά η αγχωτική ατάκα της γιαγιάς δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί από το μυαλό μου. Έπρεπε να βρω μια κάποια λύση. Μέχρι που έμαθα ότι η εκκλησία έχει προνοήσει για όλους εμάς τους ανεξομολόγητους: μπορείς να μεταλάβεις, λέει, κι ας μην έχεις εξομολογηθεί, στο τέλος της λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου.
Εδώ είμαστε, σκέφτηκα. Θα κάνω λίγο υπομονή μετά το Χριστός Ανέστη, θα παρακολουθώ τη λειτουργία μέχρι τη μία-μιάμιση το βράδυ, θα μεταλαμβάνω και μετά θα μπορώ με την ησυχία μου και δίχως ενοχές να επιστρέφω σπίτι.
Και πάει κάπως έτσι:
Αρχικά να ξεκαθαρίσω πως το όλο τελετουργικό, έχει μια κάποια μυσταγωγική δόση. Αρκεί βέβαια να βρίσκεσαι στην εκκλησία του χωριού ή του εξοχικού σου και όχι στον Άγιο Σπυρίδωνα πάνω στη βαβούρα της λεωφόρου Θηβών. Ο κόσμος όλος έχει λακίσει από το «Χριστός Ανέσ» και το «τη» το ακούει συνήθως αφού έχει δουλέψει η μίζα του αυτοκινήτου. Οπότε τι μένει πίσω; Εσύ, ο ιερέας και οι σκληροπυρηνικοί της φάσης. Ένα όχι και τόσο ετερόκλητο crew, από γιαγιάδες που έχουν κερδίσει με αγώνες δεκαετιών το διαρκείας τους στα VIP στασίδια, αλλά και παππούδες που -λες και το κάνουν επίτηδες οι μπαγάσες- καλύπτουν τις παύσεις του ιερέα και των ψαλτάδων φυσώντας τη μύτη τους τόσο τσαμπουκαλεμένα που νιώθεις ότι μαζί με το αχρείαστο πια υγρό DNA τους, ξεφορτώνονται κρεατάκια και αμυγδαλές.
Και ανάμεσά τους, εγώ. Να έχω το άγχος στα 30 φεύγα μην λάχει και μου κάνει κάνα νεύμα ο παπάς να μπω στο ιερό για να τον συνοδεύσω ως παπαδοπαίδι ως ο μικρότερος του ποιμνίου. Δύσκολες καταστάσεις που συνήθως τις ξεπερνάω αράζοντας πίσω από την κολώνα η οποία άθελά της μου κάνει το πιο αποτελεσματικό σκριν στον κόσμο.
Τη μία, ζόρι μιάμιση, αυτή ώρα μετά τις τυμπανοκρουσίες της θεανάστασης, οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό σου είναι συγκεκριμένες και κάθε χρόνο επαναλαμβανόμενες. «Θα βρω μαγειρίτσα όταν γυρίσω σπίτι ή θα τη βγάλω με σποράκια;», «αυτή έχει πατήσει τα 80 και κάνει 5 μετάνοιες το δευτερόλεπτο κι εγώ ξεψυχάω ανεβαίνοντας έναν όροφο», «οι κολλητοί τώρα θα πρέπει να ανοίγουν το δεύτερο μπουκάλι, αλλά εγώ κάνω ακόμη ένα βήμα πιο κοντά στον παράδεισο». Παράλληλα, έχεις τσεκάρει ΟΛΕΣ τις αγιογραφίες στο χώρο, έχεις σταθεί λίγο παραπάνω στον δικό σου άγιο και γλιτώνεις στο τσακ το αυχενικό μονάχα τη στιγμή εκείνη που συνειδητοποιείς ότι έχει στεγνώσει το σάλιο σου από το ανελέητο σκανάρισμα του ταβανιού με ανοιχτό το στόμα. Ολοκληρώνεις την ανθρωπογεωγραφία οποιασδήποτε φάτσας βρίσκεται σε ακτίνα 10 μέτρων και καταλήγεις μετά από λίγο να ξέρεις απ' έξω κι ανακατωτά τις λεπτομέρειες που κάνει η «πλάτη» της μπροστινής καρέκλας και όλα τα γεωμετρικά σχήματα που σχηματίζονται στην μοκέτα που πατάς. Η οποία, σόρι νεωκόρε, έχει γεμίσει από τα ξύσματα της λαμπάδας που έχεις σχεδόν ξεπαστρέψει το τελευταίο μισάωρο.
Μην τα πολυλογώ, ο τύπος με το απλανές βλέμμα κάτω αριστερά στην φωτογραφία, σίγουρα καταλαβαίνει τι εννοώ.
Η μονοτονία σπάει όταν ψυλλιάζεσαι ότι φτάνει η μεγάλη στιγμή της Θείας Κοινωνίας. Οι παλμοί ξαφνικά ανεβαίνουν και μια κάποια κινητικότητα δίνει τη θέση της στην συνηθισμένη νωχελικότητα του χώρου. Όλοι ψάχνουν να πάρουν την καλύτερη θέση εκκίνησης, ο καθένας για τους δικούς του λόγους: οι μεγαλύτεροι γιατί δεν αντέχουν άλλη ορθοστασία κι εμείς οι τριανταφεύγα γιατί θέλουμε να μπούμε από μπροστά τους και να αποφύγουμε με αυτόν τον τρόπο να κοινωνήσουμε αμέσως μετά από έναν μπάρμπα που ενδεχομένως σε μερικά 24ωρα να τσεκάρει ιδίοις όμμασι αν αληθεύουν όλα όσα λένε οι Γραφές για τη μεταθανάτια ζωή -σχώρα με Χριστούλη μου αλλά ΟΛΟΙ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΑΥΤΟ. ΟΚ, ίσως όχι όλοι, αλλά εγώ και ο αδερφός μου σίγουρα, με τον οποίο κανονιζόμαστε εναλλάξ κάθε χρόνο να μπαίνει μπροστά μία ο ένας, μία ο άλλος. Χριστιανοί μα πάνω από όλα άνθρωποι με ιδιαιτερότητ ιδιοτροπίες.
Κι αν κάποτε τη λήξη στα νυχτερινά μαγαζιά την σηματοδοτούσαν τα γυαλιά ηλίου στα πρόσωπα των κλάμπερς, η αντίστοιχη στη λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου περιλαμβάνει τη γουλιά και τη μπουκιά εκείνη, που μαζί με την όποια σημειολογία τους και τα όποια συναισθήματα μπορεί να γεννούν στον καθένα από εμάς, σηματοδοτούν την επιστροφή στην μεταπασχαλινή κανονικότητα. Με την παρένθεση, έστω, της διονυσιακής Κυριακής που ξημερώνει.