Όσο και αν προσπαθήσεις να το αποφύγεις, είναι μία στιγμή που δεν θα σε ρωτήσει, δεν θα πάρει την άδεια σου, δεν θα σκεφτεί πως είσαι στο σπίτι της και όχι στο σπίτι σου. Γενικά, το περίφημο «νούμερο 2», είναι κάτι που ο καθένας από εμάς θέλει να το κάνει στον δικό του χώρο. Το λες και λογικό και όχι μόνο από άποψη καθαριότητας και υγιεινής. Είναι κάτι που θέλει χρόνο, αυτοσυγκέντρωση και ήρεμο μυαλό. Και επειδή περιέχει και μία μικρή δόση «απόλαυσης», δεν πρέπει να γίνεται και βεβιασμένα, σωστά;
Όμως όλοι έχουμε νιώσει εκείνον τον πόνο στο στομάχι. Που νιώθεις ότι σε πυροβόλησαν και η σφαίρα φέρνει ακόμα σβούρες στο στομάχι σου. Αρχικά ξεκινάς να κομπιάζεις και στη συνέχεια διπλώνεσαι διακριτικά – έτσι ώστε να μην σε καταλάβει εκείνη ή οι παρευρισκόμενοι στο σπίτι της. Όταν όμως αρχίζει και ιδρώνει το μέτωπο, τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται ζόρικα. Σιχτιρίζεις λίγο για εκείνη την χθεσινοβραδινή λιγούρα για λαχματζούν, ρίχνεις κάτι μπινελίκια του τύπου «το διάολο μου, τώρα έπρεπε;», αλλά ξέρεις πως δεν υπάρχει γυρισμός: για να ηρεμήσεις, πρέπει να πέσει το φτου ξελευθερία.
Δεν είσαι κάφρος όμως. Δεν σε έμαθε έτσι η μάνα σου. Σηκώνεσαι ήρεμα, κάνεις ένα ήρεμο μειδίαμα ζητώντας χαμηλόφωνα «συγνώμη» και κατευθύνεσαι με αργό βάδισμα προς την τουαλέτα. Μόλις τους χάσεις από το οπτικό σου πεδίο, ξεκινάς να ξεκουμπώνεσαι σαν να μην υπάρχει αύριο, κλειδαμπαρώνεις πόρτες και δεν σκέφτεσαι το πώς, το γιατί και την ζωή μετά. Απλά κάθεσαι και από μέσα σου βγαίνει όλη εκείνη η οργή, ο θυμός, η πίεση, το βάρος. Είναι κάτι παραπάνω από ένα ξαλάφρωμα. Είναι τόσο ευδαιμονικό που σχεδόν σε συγκινεί. Γιατί μέχρι να κάτσεις νόμιζες πως δεν υπάρχει αύριο, αλλά τελικά υπάρχει συνέχεια για σένα. Με περισσότερη σκουπιδοφαγία και μέρες που θα είναι σαν και αυτήν εδώ.
Υπάρχουν όμως και αυτά τα άτυχα. Όπου το καζανάκι δεν βοηθά. Θες επειδή δεν έχει αρκετή πίεση; Θες επειδή μόλις σηκώθηκες αισθάνθηκες περήφανος για την κατάθεση ψυχής σου; Ό,τι και αν είναι αυτό, μετά από 3 φορές τράβηγμα σε καζανάκι, συνειδητοποιείς πως τα πράγματα είναι σοβαρά. Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις έτσι τον χώρο. Εκείνη εν τω μεταξύ έχει στείλει μήνυμα «τι κάνεις τόση ώρα;». Κανονικά της αξίζει να στείλεις σέλφι που κάνει τέτοιες ερωτήσεις, αλλά το άγχος της στιγμής είναι τόσο μεγάλο που προσπαθείς να σκεφτείς καθαρά, σε ένα πενταβρόμικο περιβάλλον που κάνει τις κατσαρίδες να κλαίνε από υπερηφάνεια. Πρέπει να κινηθείς γρήγορα. Να ανοίξεις παράθυρα, να ψάξεις στα ντουλάπια για αποσμητικό και να προσέξεις να μην κάνεις ζημιά όπως εγώ, που έσπασα μία θήκη για μακιγιάζ. Να ανοίξεις την βρύση με την ελπίδα να πιστέψουν πως ακόμα πλένεις τα χέρια σου και να ξανατραβήξεις καζανάκι με την ελπίδα ότι δεν θα ακουστεί μέχρι το σαλόνι. Τραβάς νιώθοντας σαν τον ΜακΚλέιν που πρέπει να σώσει τον κόσμο από βόμβα στο Die Hard. Χτυπάνε την πόρτα και λες ήρεμα «άλλος», ενώ θες να ουρλιάξεις «ΓΙΑ ΕΣΑΣ ΔΟΥΛΕΥΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΕΣΑΣ!»
Τα καταφέρνεις αλλά έχει περάσει συνολικά ένα 20λεπτο. Ρίχνεις νερό στο πρόσωπο, βεβαιώνεις πως δεν έχεις ξεχάσει ανοιχτά τα μαγαζιά και προσπαθείς να πάρεις το καλύτερο σου χαμόγελο. Προχωράς αργά και, δυστυχώς, αντιλαμβάνεσαι πως οι συνομιλίες αρχίζουν να σταματούν. Κάθεσαι αργά στον καναπέ σαν να έχεις μόλις γεννήσει και το ξέρεις μέσα σου, πως όλοι έχουν καταλάβει τον λόγο που έκανες τόση ώρα. Είναι σαν εκείνα τα μικρά ένοχα μυστικά από διηγήματα εποχής, με ίντριγκες και πάθη τα οποία γνωρίζουν όλοι αλλά κανείς δεν μαρτυρά ποτέ. Αλλά είσαι μαθημένος σε αυτά. Πιάνεις το ποτήρι, ζωγραφίζεις ένα καλό χαμόγελο στο πρόσωπο και συνεχίζεις.
«Λοιπόν παιδιά; Τι λέγαμε;»