Καλά και άγια τα αμαξάκια. Bρίσκονται εκεί για να μας ταξιδεύουν, να μας διευκολύνουν το πήγαινε-έλα στη δουλειά, να λειτουργούν ως τρυφερή φωλίτσα τις νύχτες που δεν παίζει χώρος. Έχουν, όμως, και τα χούγια τους καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που επιλέγουν να παίζουν με την ψυχούλα μας: οι καπνοί από τη μηχανή, το σκασμένο λάστιχο, η νοθευμένη βενζίνη κι όλα εκείνα τα απροειδοποίητα που σκάνε και μας πετάνε στην άκρη του δρόμου σα στυμμένη λεμονόκουπα.
Ορισμένες από αυτές τις στιγμές, λοιπόν, επαναφέρουν στις μνήμες τους οι συντάκτες του Ratpack. Έχουμε και λέμε:
Χριστούγεννα στην Αθηνών-Λαμίας έκανε ο Χρήστος Μπαρούνης
Να σου χαλάσει το αυτοκίνητο τη μέρα της γιορτής σου. Το λες και άκρον άωτον της γκαντεμιάς. Οδηγώντας για το ξακουστό Δίστομο Βοιωτίας, λίγο έξω από την Θήβα ένας περίεργος εκκωφαντικός θόρυβος στη μηχανή μοιάζει στα αυτιά μου με σατανικό γέλιο: «Δεν θα πας πουθενά! Εδώ θα κάτσεις! Στο καμίνι της Αθήνας! Χοχοχο και Merry Christmas!».
Κάνω δεξιά. «Αυτό ήταν, μείναμε, κατεβείτε μάγκες». Παίρνω οδική. «Ναι γεια σας έχω μείνει στη μέση του πουθενά. Μπορείτε να έρθετε να μας μαζέψετε; Κρυώνουμε». Η πρώτη κρυάδα που πήρα από την απάντηση της γλυκύτατης (not) κοπέλας με προϊδέαζε γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. «Ε, ξέρετε η οδική σας έχει λήξει εδώ και 165 ημέρες. Θα πρέπει να την ανανεώσετε». Κι όλο αυτό το διάστημα έλεγα «τι έχω ξεχάσει, τι έχω ξεχάσει». Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν «κύριε, με ακούτε; Τι θα γίνει; Θα ανανεώσετε ή θέλετε να αλλάξετε χρόνο εκεί;»… Όταν ρώτησα πόσο κοστίζει η ανανέωση, κατάλαβα γιατί είχα «ξεχάσει» να την πληρώσω. «Υπάρχει κάποια έκπτωση αν σας πω τα κάλαντα;». Τουτ-τουτ-τουτ.
Την ξαναπήρα πίσω. Και πλήρωσα. Με τα λεφτά που έδωσα για ετήσιο συμβόλαιο μόνο και μόνο για να μην χάσω τη διήμερη χριστουγεννιάτικη απόδραση, έβγαλα τις διακοπές μου με δανεικά. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο και τα λεφτά μου είχαν κάνει πια φτερά, ένας από τους κολλητούς με ενημέρωσε για το τρίμηνο πρόγραμμα της Anytime που θα μου ερχόταν, λέει, πιο φτηνά. Τον μίσησα λίγο που δεν με ενημέρωσε πιο νωρίς. Τον ευχαριστώ, όμως, γιατί μετά από κάποιους μήνες έκλεισα τρίμηνο προγραμματάκι κι έκτοτε έχω το κεφάλι μου ήσυχο.
15Αύγουστος με μαύρα σύννεφα στον ουρανό του Κώστα Χρήστου
Υπάρχουν και αυτές οι μέρες. Που δεν είσαι απλά άτυχος. Ημέρες που νομίζεις ότι βρέχει μόνο πάνω από το κεφάλι σου. Κάτι τέτοιο μου έτυχε και εμένα στα Λεγραινά πριν δύο χρόνια, όταν αποφάσισε το αυτοκίνητο να με αφήσει. Κανονικά, κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να σου χαλάει την διάθεση. Και ποιος δεν έχει μείνει με το αυτοκίνητο; Σιγά. Επειδή ήταν 15αυγουστος; Σιγά. Επειδή έπρεπε να περιμένω 2 ώρες με το ρολόι μέχρι να φτάσει ο γερανός; Σιγά. Επειδή μου βγήκε το μπάνιο από την μύτη; Σιγά. Ο νόμος της εντροπίας στη φυσική λέει πως όταν κάτι ξεκινά να φθίνει, δεν σταματά παρά μόνο όταν βιώσει ολική σύνθλιψη.
Όλα τα παραπάνω τα ανέχτηκα. Αυτό που δεν δεχόμουν όμως με τίποτα, ήταν ότι έπαθε λάδια ο γερανός που ήρθε να με πάρει. Για την ακρίβεια, έπαθε λάδια ο μηχανισμός του ανυψωτικού. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Το αμάξι μένει πάνω στον γερανό. Δεν κατεβαίνει, δεν ανεβαίνει, δεν κουνιέται. Μένει εκεί σαν άγαλμα, για να σου θυμίζει το μέγεθος της γκαντεμιάς σου. Χρειάστηκε να έρθει άλλος γερανός και να «σύρει» το αμάξι από την μία πλατφόρμα πάνω στην άλλη. Και υπάρχουν και φωτογραφικές αποδείξεις της γκαντεμιάς μου.
Έφαγα συνολικά 4,5 ώρες και έφτασα στο σημείο να σκεφτώ πως καλύτερα να πηγαίνω παντού με ποδήλατο. Αν και με την ατυχία που με δέρνει, πολύ πιθανόν να μου κλέβανε την σέλα.
O πατέρας είναι η καλύτερη οδική βοήθεια για τον Ντίνο Ρητινιώτη
16 χρόνια οδηγός δεν έχω τρακάρει μισή φορά. Υπό αυτή την έννοια, μια χαρά ξηγιέμαι στα αμαξάκια μου (δύο έχω αλλάξει όλα κι όλα μέχρι τώρα). Η σχέση μας, βέβαια, δεν είναι αμφίδρομη μια και δεν είναι λίγες οι φορές που με έχουν «κρεμάσει» αφήνοντάς με στα κρύα του λουτρού. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές; Εκείνο το βράδυ που ενώ γύριζα από το πανεπιστήμιο, ένιωσα το ροβεράκι να πηγαίνει μονόπαντα και πριν καταλάβω ότι είχα πάθει φούιτ, έσκασα ένα χαμόγελο γιατί θυμήθηκα ότι μία εβδομάδα πριν, είχα μάθει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να αλλάζω λάστιχο. Αυτό που δεν είχα μάθει είναι πως ακόμα και οι έρμες οι ρεζέρβες δεν διατηρούνται φουσκωμένες επ άπειρον. Τον θέλουν τον αέρα τους που και που, πράγμα το οποίο είχα παραβλέψει.
Οι φίλοι, που λέτε, δεν σήκωναν το τηλέφωνο και πριν προλάβω να αγχωθώ, έσκασα και δεύτερο χαμόγελο γιατί θυμήθηκα πως μία εβδομάδα πριν είχα ανανεώσει το συμβόλαιο της ασφάλειας. Ανοίγω ντουλαπάκι, βλέπω χαρτάκι, τσεκάρω ημερομηνία, τελευταία ανανέωση λίγο μετά το πρωτάθλημα της ΑΕΛ. Γενικά, έχω θεματάκια με τη μνήμη. Εμβρυακή στάση στην άκρη του δρόμου, κλάμα γοερό, με αυτά και με εκείνα έφτασα σπίτι περπατώντας 2-3 χιλιόμετρα (άφραγκος για ταξί γαρ). Εκεί βρήκα αραχτό τον πατέρα, τον σήκωσα από τον καναπέ για να με ξελασπώσει. Γι΄αυτό δεν είναι οι πατεράδες; Για να ξελασπώνουν και να φουσκώνουν αραιά και που κάνα λάστιχο του καψερού γιου που εμφανίζει πρόωρα συμπτώματα Αλτσχάιμερ;
Ο Μπάμπης Κόλλιας συναντάει ΑΤΙΑ στο δρόμο του
Όπως γνωρίζετε, ο Μπάμπης ο Κόλλιας (δηλαδή εγώ, αλλά όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι αναφέρονται στον εαυτό τους σε τρίτο πρόσωπο, όπως ο Καίσαρας, ο Ναπολέοντας και ο Σταν), κάνει πολλά χιλιόμετρα κάθε μήνα. Υποχρεώσεις, καλέσματα, γυναίκες, «έλα ρε Μπάμπη στο μπαράκι μου να πιείς ένα ποτό να γίνει λίγος σάλος στην πόλη», τέτοια. Κι εγώ ποτέ δεν λέω όχι, ειδικά όταν μου πληρώνουν βενζίνες και διόδια και με βάζουν να κοιμηθώ με τις κόρες τους στο ίδιο κρεβάτι – ο Μπάμπης ο Κόλλιας είναι απλός άνθρωπος και δεν τον φοβίζει το στριμωξίδι.
Σε ένα τέτοιο ταξίδι στο Βόλο λοιπόν, φίλοι μου καλοί, πριν από μερικά χρόνια, είχα συνοδηγό το Χρηστάρα. Γύπας από τους λίγους, αλλά σαν συνοδηγός κάτω του μετρίου, αφού όλη την ώρα κάποια γκόμενα μου έδειχνε στο facebook και μου αποσπούσε την προσοχή. Σε μια τέτοια στιγμή αδυναμίας, που κοίταξα στιγμιαία την οθόνη του κινητού, βλέπω τελευταία στιγμή ένα μαύρο πράγμα καταμεσής του δρόμου. Δεν προλαβαίνω να κάνω μανούβρα, πάω και με 120, λέω «άσε μην μας βρουν στο γκρεμό» και κρατάω τιμόνι σταθερό κι ό,τι γίνει. Αυτό που έγινε, ήταν να βρω το Άγνωστης Ταυτότητας και Προέλευσης Αντικείμενο με τη δεξιά μπροστινή ρόδα και να σηκωθεί το αυτοκίνητο στις δυο ρόδες, σαν να ήμασταν οι Ντιουκς ξερωγώ και να οδηγούσαμε το «Στρατηγό Λι». Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τo τίμιο και πιστό όχημα του Μπάμπη, προσγειώθηκε κανονικά στην άσφαλτο, κοιταχτήκαμε με ανακούφιση και σταματήσαμε στο πλησιέστερο πάρκινγκ.
Εκεί ήταν και ο «ένοχος» της παρολίγο τραγωδίας: ο οδηγός του ΚΤΕΛ, από το οποίο είχε φύγει ένα λάστιχο και απλώθηκε σαν φονική παγίδα μέσα στην Εθνική. Ατάραχος, αμέριμνος, κάπνιζε το τσιγάρο του, έχοντας καλέσει κάπου (τα κεντρικά; Την Αστυνομία; Τη γυναίκα του να πει ότι θα αργήσει; Το φίλο που τον περίμενε για να παίξουν τάβλι;), χωρίς να κάνει καμία κίνηση να πάει να μαζέψει το λάστιχο, μην πάει και σκοτωθεί κανείς που δεν είναι τόσο τυχερός και τόσο μαγκιόρος σαν το Μπάμπη τον Κόλλια.
Άκρη φυσικά δεν βγάλαμε με τον ΚΤΕΛατζή. Δεν πάθαμε και κάτι σοβαρό, ένα σπασμένο φανάρι και κάτι πλαστικά που μας άφησαν χρόνους, οπότε δεν το κυνηγήσαμε. Και λες «ναι, αλλά αν είχα Anytime, και άκρη θα είχα βγάλει και θα είχε έρθει ο άνθρωπός της και θα είχε βγάλει φωτογραφίες και θα είχε συμπληρώσει όλη τη χαρτούρα και εγώ θα καθόμουν άρχοντας και θα έπινα την ποτάρα μου στο Βόλο, όπου θα διηγόμουν την ιστορία στα κοριτσόπουλα». Αλλά δεν είχα ασφάλεια Anytime τότε και καλά να πάθω. Τώρα όμως ο Μπάμπης ο Κόλλιας έβαλε μυαλό και δεν πάει πουθενά πλέον, χωρίς τη σιγουριά της Anytime στο τσεπάκι του.