Όσα ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού ή Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού και να γίνουν μέσα στη χρονιά, είναι πάντα μια ευκαιρία να στηθεί ένα ωραίο σκηνικό: σπίτι, παρέα, τηλεόραση στο τέρμα, πίτσες, σουβλάκια, μπύρες, χαβαλές, πειράγματα, μπινελίκια, μανούρες και μετά όλοι πάλι φίλοι θα είμαστε. Όπως πάντα. Δεν χαλάνε οι φιλίες για ένα buzzer-beater, ούτε για ένα φάουλ που δόθηκε ή δεν δόθηκε.
Κι εκεί που μαζεύεται η γνωστή μπασκετική παρέα για να δει παιχνίδι, κάποιος έχει τη φαεινή ιδέα να φωνάξει έναν φίλο του, καλό παιδί, ωραίο τύπο, μπασκετικό, που είναι μόνος του και είναι αμαρτία να τρέχει στην καφετέρια σαν τον κούκο να βλέπει το ματς με όλους τους άγνωστους. Κι επειδή είσαι ψυχάρα κι επειδή ο κολλητός έχει εγγυηθεί για τον Αποστόλη, κάνεις το λάθος να πεις «ναι ρε, εννοείται, πες του να έρθει».
Όταν πια συνειδητοποιείς το μέγεθος του λάθους σου, είναι πλέον αργά… Τα νεύρα σου έχουν σπάσει, η πίεσή σου έχει κάνει τιλτ, αφροί βγαίνουν από το στόμα σου, θες να σφαλιαρίσεις τον κολλητό, να παλουκώσεις τον Απόστολο και να μην ξανακαλέσεις κανέναν και ποτέ σπίτι για να δείτε μπάσκετ παρέα.
Σου έχουμε ετοιμάσει και ΚΟΥΙΖΑΚΙ για να τεστάρεις τη μνήμη σου από τα ευρωπαϊκά ντέρμπι των Αιωνίων
Ο λόγος; Ο Απόστολος και όλοι οι Απόστολοι που ζουν ανάμεσά μας.
Σου έχω λίστα:
1. Αποστόλης, ο Προληπτικός
Τα γούρια έχουν πλάκα, όταν τα βλέπεις από την τηλεόραση. Όταν διαβάζεις για γούρια παικτών ή προπονητών. Όταν αφορούν κάποιον άλλον που είναι κάπου μακριά από σένα. Ή όταν είναι τα δικά σου γούρια, στο δικό σου σπίτι, που έχεις τις δικές σου συνήθειες και θέλεις να κάθεσαι σε συγκεκριμένη θέση, με το ποτήρι σου στο σημείο που πρέπει, το κασκόλ σου ξερωγώ ή παραγγελία από συγκεκριμένο σουβλατζίδικο. Όταν όμως ο Αποστόλης εισβάλει στο χώρο σου παρέα με τα γούρια του και απαιτεί συγκεκριμένα πράγματα, σε συγκεκριμένες θέσεις όπου θα βρίσκεται ο καθένας, μια ιεροτελεστία που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, σαν να κάνεις ορθόδοξη λειτουργία μέσα σε ένα τζαμί, τότε τα πράγματα μπορούν να πάνε πολύ άσχημα. Ειδικά αν ο Απόστολος και τα γούρια του, υποστηρίζουν τον αντίπαλο.
2. Αποστόλης, ο Καβλάντης
Μαζευόμαστε για να δούμε μπάσκετ. Να μιλήσουμε για μπάσκετ, να τσακωθούμε για μπάσκετ, να πανηγυρίσουμε ή να κλάψουμε για μπάσκετ. Είναι ένα δίωρο ιερό και απαλλαγμένο από οποιοδήποτε άλλο θέμα, σοβαρό ή μη. Μόνο που ο Αποστόλης είναι καβλάντης. Και βρήκε την ώρα να στείλει μηνύματα. Και να δεχτεί μηνύματα. Και να χαμογελάει λάγνα. Και να γελάει. Και να μας δείχνει φωτογραφίες της. Και τι του απάντησε. Και να μας ρωτάει τι να της γράψει. Και μπιπ μπιπ το μέσεντζερ. ΧΕΣΕ ΜΑΣ ΡΕ ΑΠΟΣΤΟΛΕ! Σε λίγο θα βγάλεις και ντικ-πικ και θα μας ρωτήσεις αν φαίνεται καλή!
3. Αποστόλης, ο Απαισιόδοξος
Χάνουμε 12 πόντους στο ημίχρονο. Μπάσκετ είναι βέβαια, μπορεί να χάνεις με 12 στο ημίχρονο και να κερδίσεις με 15 στο τέλος. Να μπουν όσα δεν μπήκαν στο πρώτο μέρος. Να τα χάνουν οι αντίπαλοι. Να βλέπουν οι δικοί μας στην επανάληψη το καλάθι σαν βαρέλι. Να ανοίξουν τα τσάκρα τους στα αποδυτήρια. Να μαυρίσει το κάρμα του αντίπαλου σέντερ και να κάνει δυο μαζεμένα φάουλ. Τι αρχίζεις τα «πάει, τελείωσε!» ρε Αποστόλη και τα «δεν γυρίζει το ματσάκι!» και «τον ήπιαμε παίδες!» και «φοβάμαι ότι θα ξεφτιλιστούμε!»; Ε κυρ Μαλάκα μου; Εδώ βρήκες να κουβαλήσεις τη γκαντεμιά σου;
4. Αποστόλης, ο Παμφάγος
Είπαμε, μαζευτήκαμε για να δούμε μπάσκετ και να φάμε κανένα σουβλάκι, καμιά πίτσα. Όχι για να φάμε τον αγλέουρα και να ρίχνουμε πού και πού καμιά κλεφτή ματιά στο σκορ. Επίσης Αποστόλη αγόρι μου, η ερώτηση «θα το φας αυτό;» την ώρα του αγώνα, είναι ύπουλη, μουλωχτή και πούστικη. Διότι πάνω στην ένταση θα σου πω «φάτο ρε», αλλά στο ημίχρονο που θα θέλω να τσιμπήσω κάτι, δεν θα έχεις αφήσει ούτε ψίχουλο να ταϊσουμε τα σπουργίτια. Και σε τελική ανάλυση ρε Αποστόλη, από πού σε φέραμε; Από τη Μπιάφρα ρε πεινάλα;
5. Αποστόλης, ο Αναλυτής
Το μπάσκετ, είναι ωραίο άθλημα, διότι είναι απλό. Για εμάς που το βλέπουμε σπίτι μας, ο Πασκουάλ, ο Σφαιρόπουλος, ο Ομπράντοβιτς ή ο Φιλ Τζάκσον μπορούν να το βλέπουν και να το αναλύουν με όση λεπτομέρεια και περιπλοκότητα γουστάρουν, η δουλειά τους είναι, η ζωή τους, μπορεί να έχουν 650 συστήματα στο μπλοκάκι τους και πολύ καλά κάνουν. Οπότε Αποστόλη, μια που Καταλανός δεν είσαι, ούτε σε φωνάζουν «Ζοτς», μην μας σπας τα ούμπαλα εξηγώντας το heads-out επί ένα τέταρτο, ειδικά από τη στιγμή που δεν σου ζήτησε κανείς να το αναλύσεις. Ένα ρημαδο-pick-and-roll φτύσαμε αίμα να μάθουμε και μετά ήρθε το pick-and-pop και απαυτώθηκε η ζωή μας.
6. Αποστόλης, ο Στοιχηματίας
Εντάξει να έχεις παίξει ένα στοιχηματάκι και παράλληλα με την εξέλιξη του ματς να έχεις και τον νου σου αν έπιασες τίποτα ή έπιασες πάλι αυτό που πιάνεις με ευλάβεια από μικρό παιδί. Αλλά αν ήρθες φίλε Απόστολε για να ικανοποιήσεις τα στοιχηματικά σου βίτσια στο σπίτι μου και το μόνο που σε νοιάζει είναι αν έπιασες τους πόντους του Πρίντεζη και τις ασίστ του Καλάθη, χωρίς να νοιάζεσαι για το σκορ, για το θέαμα και τη νίκη της ομάδας που (υποτίθεται ότι) υποστηρίζεις, βλέπω να φεύγεις κι εσύ και το κουπόνι σου και το ταμπλετάκι σου από τον τέταρτο. Με κλωτσ(ι)ές.
7. Αποστόλης, ο Μυρωδιάς
Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει τα πάντα για το μπάσκετ. Αλλά όταν πάει σε ένα σπίτι για να δει ένα μεγάλο ντέρμπι με μια παρέα, οφείλει να γνωρίζει τα βασικά. Τα αναγκαία. Αυτά που ξέρουν πάνω-κάτω όλοι. Η ερώτηση ας πούμε «πότε ρε πήγε ο Σπανούλης στον Ολυμπιακό;;;» είναι λόγος ομαδικού φατούρου. Το «πώς τον έλεγαν εκείνο τον μαύρο που έπαιζε παλιά στην ομάδα;», σε ένα άθλημα που παίζουν περισσότεροι μαύροι από λευκούς, είναι λόγος να τον κλειδώσεις στο μπαλκόνι. Το «γιατί δεν παίζει ο Διαμαντίδης;», είναι λόγος να τον δέσεις, να τον φιμώσεις και να τον κρεμάσεις στον πολυέλαιο, όπως έκαναν οι Γαλάτες με τον Κακοφωνίξ.
8. Αποστόλης, ο Τρίτος Πόλος
Παίζει Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός. Και ο Αποστόλης δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Είναι ας πούμε Άρης. Και κάθε τρεις και λίγο, σου λέει κάτι για το Γκάλη και το Γιαννάκη. Ότι «ποιος Ρίβερς; Είχες δει πώς τα κόλλαγε ο Λευτέρης ο Σούμποτιτς;» και «τι να μας πει από άμυνα ο Παπανικολάου, όταν έχουμε δει Βασίλη Λυπηρίδη;» Έλεος ρε Απόστολε. Μπες μέσα στην κάψουλα να σε στείλουμε πίσω στο 1988, να βρεις τον μπαμπά Γουίλτζερ, που βλέπεις τον γιο του και ξινίζεις τα μούτρα σου.