Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι Έλληνες είμαστε τόσο γλεντζέδες όσο και τα Χόμπιτς του Tolkien και πόσο μάλλον σε γιορτές και πανηγύρια. Μας αρέσει το φαγητό, μας αρέσει η βαβούρα και μας αρέσει κάθε ίντριγκα που θα δημιουργήσει μια κουβέντα στο τραπέζι. Ακόμη και όταν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Όσο μεγαλώνεις ωστόσο και βλέπεις το κομμάτι του εορταστικού γεύματος με ψύχραιμη ματιά, αντιλαμβάνεσαι πως υπάρχει μία σταθερά σε όλο αυτό. Σε σημείο μάλιστα που δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να καλέσεις το ΕΚΑΒ σε περίπτωση που πλακωθεί το σόι.
Αρχικά το τραπέζι. Από μόνο του είναι ακριβώς όπως στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών με τον εορτασμό των γενεθλίων Bilbo Baggins. Υπάρχει φαγητό, όχι για μία οικογένεια, αλλά για όλες τις οικογένειες της πολυκατοικίας. Θα μπορούσε να είναι ένας μπουφές γάμου που δεν είναι ωστόσο μπουφές γάμου. Κανείς δεν θα σηκωθεί να πάρει γιατί είναι όλα μπροστά τους, πάνω στο τραπέζι, έτοιμα να φαγωθούν. Σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση και κανείς δεν ψάχνει το κέρας της Αμαλθείας γιατί απλούστατα το θεωρούν φυσιολογικό. Γιατί νομίζετε ότι οι γιαγιάδες και οι μανάδες έφτιαχναν παστίτσια και σουφλέ στα εορταστικά τραπέζια μαζί με τα κρέατα; Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να τους χορτάσεις όλους αυτούς. Τόσο απλά.
Μετά το πρώτο κρασί στο σαλόνι, ξεκινάει η οχλαγωγία των μαχαιροπήρουνων. Είναι όμοια με την Επέλαση του 1849 στην Καλιφόρνια, όταν ανακοινώθηκε επίσημα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι βρέθηκε χρυσάφι. Αλλά ο Έλληνας που τρώει την Πρωτοχρονιά, δεν λογαριάζει το χρυσάφι μπροστά στο φαγητό. Όταν ξεκινάει το σερβίρισμα πρέπει να φας από όλα, να μην αφήσεις απ’ έξω το φαγητό καμίας μαγείρισσας και φυσικά να μην κάνεις συγκρίσεις. Αν πεις «αυτό είναι ωραίο» πρέπει να πεις την ίδια ατάκα για το κάθε πιάτο στο τραπέζι. Οπότε ξεκινάει ένα τρελό γεύμα γεμάτο κέφι και όρεξη, με ποσότητες που θα έκαναν την μέση οικογένεια στον κόσμο να πιστεύει ότι δεν έχουμε φάει για αιώνες. Οι συγγενείς μου από το Ηνωμένο Βασίλειο που βρέθηκαν κάποτε σε ένα τέτοιο τραπέζι, είχαν σχολιάσει. «Νηστεύετε και πριν την Πρωτοχρονιά στην Ελλάδα;».
Αν υπάρχει βέβαια κάτι που δεν είναι ίδιο πια, είναι οι κουβέντες γύρω από την πολιτική. Κάποτε είχαν περισσότερο χρώμα κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πλέον οι συζητήσεις αφορούν την ακρίβεια, τις δυσκολίες, τις ειδήσεις που παίζει η τηλεόραση και ενδεχομένως σχολιασμό για celebrities που εμφανίζονται στα πάνελ των εκπομπών – γιατί προφανώς όλοι ακούν μουσική από την τηλεόραση. Όμως την δεκαετία του ΄90 η πολιτική συζήτηση ήταν αληθινή πολιτική συζήτηση για λίγους. Με μπλε και πράσινους και κόκκινους και τους γύρω-γύρω, με συγγενείς που ήταν αφεντικά, συνδικαλιστές, ελεύθεροι επαγγελματίες και δημόσιοι υπάλληλοι. Ο κόσμος μαζευόταν ακόμη στους δρόμους στις εκλογές, οπότε όλη αυτή την ενέργεια την έφερνε και στο τραπέζι. Και αν υπάρχει ένα οπτικοακουστικό υλικό που κατάφερε να μεταδώσει αυτό το συναίσθημα στο έπακρο, ήταν αυτό εδώ το εκρηκτικά πετυχημένο επεισόδιο της σειράς «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;» .Από το 1.36.00 και μετά.
Τότε, όπως και τώρα, είναι ποιος θα πετάξει την ατάκα. Ποιος θα πει ήμασταν καλύτερα τότε με εκείνον, για να ακούσει τον αντίλογο και να εμφανιστούν τα πρώτα νεύρα στο τραπέζι του φαγητού. Δεν έχουμε πλέον δράματα και βαριές κουβέντες, αλλά όλοι θυμόμαστε μία άγρια κόντρα, ακόμα και ως πιτσιρίκια, ανάμεσα-για παράδειγμα- στον ένα θείο με τον άλλο θείο, να πλακώνονται για τα εργασιακά τη στιγμή που μασουλάνε και κάνουν θόρυβο. Και δεν είχαμε καν διαβάσει ακόμα τη «Φάρμα των Ζώων». Πάντως η κουβέντα καταλαγιάζει πάντα όταν έρχονται τα γλυκά και αυτό είναι νόμος. Είναι κάπου εκεί που πέφτουν τα ντεσιμπέλ -ίσως γιατί μιλάει και το ζάχαρο σε κάποιους- αλλά παρότι έχει ακουστεί πολλάκις η ατάκα «όχι πολιτικά στο τραπέζι», οι φωνές ησυχάζουν από μόνες τους στο ραβανί, το γαλακτομπούρεκο, το προφιτερόλ και -φυσικά- την βασιλόπιτα. Το τελευταίο γίνεται άγριο για τα πιτσιρίκια που δεν κερδίζουν το φλουρί και μυξοκλαίνε στην αγκαλιά της μάνας τους, μόνο για να σχολιάσει κάποιος μεγαλύτερος ότι μετά τα 30 ή τα 40 δεν ξανακέρδισε ποτέ του το φλουρί. Αλλά έτσι είναι αυτά. Ειδικά με τα φλουριά δεν υπάρχουν οπαδικά. Το τελευταίο όμως, το οπαδικό για το ποδόσφαιρο, είναι ό,τι πρέπει για την συζήτηση σαλονιού με τους μισούς να τους παίρνει ο ύπνος στον καναπέ περιμένοντας τον καφέ.
Και μπορεί όλα τα παραπάνω να ακούγονται κλισέ ή να κάνουν κάποιον να κουνάει το κεφάλι του και να λέει «μα πόσο Βαλκάνια είμαστε;» αλλά με το χέρι στην καρδιά, προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αυτή είναι η οικογένεια στην Ελλάδα και αυτά τα σκηνικά είναι μια καλή αφορμή να βρεθούν όλη μαζί. Σίγουρα, δεν κάνουμε με όλους χωριό, αλλά δεν είσαι εκεί και για να κάνεις φιλίες. Είσαι εκεί για να θυμηθείς ότι έχεις συγγενείς και να δοκιμάζεις κάθε χρόνο τις αντοχές σου για το πόσο περισσότερο μπορείς να φας. Είναι ξεκάθαρα αυτό μαζί με το να γεμίσεις τα τάπερ για την υπόλοιπη εβδομάδα.
Υπομονή μέχρι το επόμενο οικογενειακό γεύμα και για την αλήθεια που είπε κάποτε ο ανιψιός μου ο Αντώνης σε ηλικία μόλις 10 ετών.
«Όλα αυτά τα πιάτα ποιος θα τα πλύνει;».