Του αναγνώστη μας, Γιάννη Ζενεμπίση
Την πρώτη φορά που μου μίλησε ο πατέρας μου για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, ήμουν 9 ή 10 ετών. Και το πρώτο πράγμα που μου είπε, είναι πως η σωστή λέξη δεν είναι μάρμαρα αλλά γλυπτά. Έμαθα όλη την ιστορία γύρω από τους Ενετούς, τους Τούρκους, τον Έλγιν και την παράνομη δοσοληψία. Όσο μεγάλωνα μάθαινα περισσότερα πράγματα γιατί, θέλοντας και μη, το κομμάτι της επιστροφής των γλυπτών ήταν κάτι που όχι μόνο δεν πέρασε στη λήθη αλλά συνεχίστηκε με ένα σωρό διπλωματικά επεισόδια.
Χθες ήταν η πρώτη φορά που είπα τις λεπτομέρειες στον 12χρονο γιο μου. Για την ιστορία των γλυπτών, το πόσο ταυτόσημα είναι με την Αθήνα και πως αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του Παρθενώνα. Χάρηκα τόσο όταν τον άκουσα να λέει «άρα κάποιος ξερίζωσε ένα κομμάτι από την ιστορία μας». Γιατί είναι ακριβώς αυτό. Όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να βρουν ένα εθνικιστικό κύμα σε όλο αυτό, όσο και αν προσπαθούν να το ξεφτιλίσουν, αυτό το κομμάτι της ιστορίας δεν αλλάζει. Παραμένει μία παράνομη συμφωνία ενός πρέσβη ξένης χώρας με τον τότε ηγεμόνα που είχε κατακτήσει την δική μας. Ακόμη και αν κάποιοι δεν ενδιαφέρονται για την αρχαία ιστορία της Ελλάδας, ας δουν τουλάχιστον τη νομική και διπλωματική υπόσταση του όλου πράγματος.
Θυμάμαι ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια, το κομμάτι των Γλυπτών ήταν κάτι που με στεναχωρούσε τόσο σαν καθηγητή ιστορίας όσο και σαν άνθρωπο. Ουσιαστικά είναι λες και κάποιος σε κοροϊδεύει μέσα στα μούτρα σου προσπαθώντας να βρει χίλιες δυο δικαιολογίες για να μην σου επιστρέψει κάτι που σου ανήκει. Τελικά όμως -και ίσως αυτό φανεί περίεργο σε κάποιους- όλη αυτή η ιστορία με τα Γλυπτά, το Βρετανικό Μουσείο και τις προσπάθειες από την εκάστοτε κυβέρνηση με πρόσωπα όπως η Μελίνα Μερκούρη, μας βγήκε μόνο σε καλό. Γιατί;
Γιατί ένα μεγάλο μέρος των μαθητών μου, ασχέτως της πολιτικής ιδεολογίας που έχουν ξεκινήσει να διαμορφώνουν, είναι και αυτοί θιγμένοι. Πρόκειται δηλαδή για μία γενιά που δεν γυρίζει να πει «αυτές μωρέ είναι παλιές ιστορίες, τι μας ενδιαφέρουν;». Όχι. Αντιλαμβάνονται το μέγεθος της προσβολής, την ιστορική σημασία των Γλυπτών και μάλιστα διαμορφώνουν σοβαρό αντίλογο στους ομότιμους συμμαθητές τους στα Erasmus. Αυτή όμως είναι η ικανοποίηση ενός καθηγητή που βλέπει τη νέα γενιά σπουδαστών. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι αυτή του πατέρα. Γιατί μπορεί να λέμε ότι τα πιτσιρίκια έχουν μπλέξει με την τραπ, διαβάζουν λιγότερο και παίζουν περισσότερα video games, αλλά δεν παύουν να έχουν ερεθίσματα. Πολύ περισσότερο, δεν διστάζουν να μιλήσουν και να σταθούν στο ύψος τους όταν πρόκειται να στηρίξουν το δίκαιο έναντι του άδικου. Και αυτό δεν είναι που θέλουμε από τη νέα γενιά; Όχι απλά να μάθει κάτι παπαγαλία για να έχει να τα λέει, αλλά να είναι σε θέση να κατανοήσει τι σημαίνει και για τον ίδιο.
O πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν.
Η είδηση ότι για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζόρτζ Όσμπορν θεωρεί πως η επιστροφή των Γλυπτών είναι η μόνη λύση, δείχνει πως όλη η πίεση, ο αγώνας, το πείσμα, οι ομιλίες που έγιναν ανά τον κόσμο από πρόσωπα του πολιτικού χώρου και του ακαδημαϊκού, αλλά και από celebrities, έπιασαν τόπο. Συγκεκριμένα κρατάω την ατάκα του γιου μου όταν άκουσε πέρυσι για δανεισμό τους και σχολίασε πως «δεν μπορείς να δανείσεις κάτι που δεν είναι δικό σου». Πόσα παιδιά άραγε έχουν πει την ίδια ατάκα στον δικό τους μπαμπά ή την δική τους μαμά; Πόσα παιδιά άραγε, όχι μόνο γνωρίζουν την όλη ιστορία, αλλά έχουν ένα δείκτη νοημοσύνης ανώτερο από το δικό μας για να γνωρίζουν πως η επιστροφή είναι μονόδρομος και δεν υπάρχει συμβιβασμός. Ακόμη και αν αύριο όλα γύριζαν τούμπα με το θέμα των Γλυπτών, αυτά τα παιδιά δεν θα έχουν ξεχάσει ποιο είναι το δίκιο και από που προέρχονται οι ίδιοι.
Και αυτό, με γεμίζει ελπίδα. Και σαν πατέρα και σαν άνθρωπο.