Για κάποιο λόγο, από τότε που ήμασταν πιτσιρικάδες στο Λύκειο και δίναμε «ραντεβού» στην εκκλησία την Μεγάλη Εβδομάδα, υπήρχε μία συζήτηση για το ποια ώρα έπρεπε να σκάσουμε την Ανάσταση. Οι πιο σκληροπυρηνικοί που ήθελαν να ακολουθήσουν τους γονείς τους, έφταναν από τις 23.00. Οι περισσότεροι ωστόσο, για να έχουμε χρόνο να τα πούμε, δίναμε ραντεβού έξω από την εκκλησία στις 23.30 και ποτέ δεν μπαίναμε μέσα για να υποδεχτούμε την «πασαρέλα». Γιατί ακόμα και στην Ανάσταση, υπάρχει διαφορά σε αυτούς που έρχονται στις 23.00 και σε αυτούς που φτάνουν 23.55 για να κάτσουν πέντε λεπτά. Που; Κυρίως στο ντύσιμο.
Όσο περνούν τα χρόνια, το ντύσιμο στην εκκλησία για την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας, γίνεται ολοένα και πιο χαλαρό. Υπήρχαν πάντα οι άνθρωποι που φορούσαν σακάκι και γραβάτα στις εκκλησίες, ακολουθώντας ωστόσο ένα πιο «παλιακό» στυλ που στηριζόταν σε κάτι πιο προσεγμένο ένεκα της ημέρας, αλλά σε καμία περίπτωση χύμα. Υπήρχε όμως και το τελευταίο. Άνθρωποι που κυριολεκτικά πέταξαν ό,τι βρήκαν επάνω τους και σκέφτονται περισσότερο την Ανάσταση ως ρουτίνα. Έκαναν καλά; Για τον καθένα αυτό διαφέρει. Υπάρχουν άνθρωποι που θα σου πουν ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο dress code για να επισκεφθείς ένα ναό. Υπάρχουν και εκείνοι που θα σου πουν ότι σημασία έχει το πώς αισθάνεσαι και τι συναισθήματα σε κατακλύζουν όταν το κάνεις. Και καλά όλα αυτά. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που κάνουν πασαρέλα στην Ανάσταση; Φυσικά.
Γιατί από εκείνη την περίοδο που ήμασταν πιτσιρικάδες στο Λύκειο μέχρι και αυτή την στιγμή που μιλάμε, οι άνθρωποι που είναι βγαλμένοι από το κόκκινο χαλί των Όσκαρ, έρχονται πάντα 23.45, με τα μεγάλα ονόματα της βραδιάς, να καταφθάνουν στις 23.55. Μιλάμε φυσικά για πλήρη διαφοροποίηση στο ντύσιμο, με κοστούμια και γραβάτες, φορέματα και τακούνια, ακριβές τσάντες και tie bars. Με το Άγιο Φως στις λαμπάδες και τα κινητά στα χέρια, ξεκινούν τα φλας υπό τον ήχο της καμπάνας, σε σημείο που κάνει τα Όσκαρ της Ακαδημίας να μοιάζουν με πανηγυράκι σε χωριό. Προσοχή: δεν μιλάμε απλά για προσεγμένο ντύσιμο. Μιλάμε για το ότι έρχονται άνθρωποι ντυμένοι για event που ξεκινάει από γάμο βασίλισσας και τελειώνει σε βράβευση με το Νόμπελ Ειρήνης. Κοντοστέκονται, χαμογελούν, φωτογραφίζονται. Δεν είναι celebrities, δεν έχουν εκπομπή -μπορεί να ήθελαν να έχουν-, δεν είναι πολιτικοί ή ηθοποιοί. Για κάποιον όμως ακαταλόγιστο λόγο, φωτογραφίζονται στην Ανάσταση περισσότερο από ποτέ. Προφανώς και υπάρχει και ένα ‘‘who wore it better’’ ανάμεσα στους πιο επίσημους της βραδιάς, αλλά αυτό είναι και το μαγικό. Κοιτάζεις τον γείτονα που βγαίνει με την διχάλα και την βαμβακερή φανέλα να πετάξει τα σκουπίδια και συνειδητοποιείς πως, αν δεν γνώριζες ποιος είναι, θα μπορούσες να τον περάσεις και για τον δήμαρχο της πόλης. Υπάρχει αληθινός διάλογος στην εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου στη Γλυφάδα, που μπέρδεψαν έναν εφημεριδοπώλη με τον αποθανόντα δήμαρχο, Στέλιο Σφακιανάκη. Όλοι, μα όλοι, ντύνονται σαν να βγαίνουν σε σώου. Εκτός από κάποιους που έχουν «συγκεκριμένο αντικείμενο» για την Ανάσταση.
Φυσικά δεν είναι διόλου τυχαίο ότι, παραδοσιακά πριν τον κορωνοϊό, τα περισσότερα clubs στην Παραλιακή άνοιγαν το βράδυ της Ανάστασης. Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, το μεγαλύτερο, δεν ντύνεται για ένα τέταρτο ώστε να βγάλει φωτογραφίες. Ντύνεται για την βραδινή εξόρμηση στα μπουζούκια και μπράβο του εδώ που τα λέμε γιατί όλο αυτό είναι γιορτή. Η Ανάσταση είναι η γιορτή της ζωής απέναντι στον θάνατο – αν και κανείς πλέον δεν πρόκειται να προβληματιστεί. Σε κάθε περίπτωση, η σκέψη μας και ο προβληματισμός μας, είναι για όλους τους άλλους. Τους τύπους που σκάνε με τα γιλέκα και τις γραβάτες και μετά μπουκώνουν την μαγειρίτσα σπίτι. Θέλει κότσια να ντυθείς υπερπαραγωγή μόλις για δέκα λεπτά για να βγάλεις φωτογραφίες.
Κατά τα άλλα, αν θέλετε να μάθετε πόσο βαθιά είναι η πίστη και τι αποδομεί ο καθένας από την ημέρα, καλύτερα να ρωτήσετε τους ίδιους. Όμως η παραπάνω αλήθεια παραμένει εδώ και χρόνια αυτούσια και θα συνεχίσει να παραμένει: Η βραδιά της Ανάστασης, είναι το red carpet του λαουτζίκου.