Ο πατέρας μου πάντα έκανε έλεγχο στις σακούλες που έφερνα από το σούπερ μάρκετ. Όχι για να δει αν έχω ξεφύγει από τον λογαριασμό, αλλά περισσότερο να τσεκάρει το πως τα έχω καταφέρει με το κομμάτι της διαλογής και της ποιότητας. Κρέατα παίρναμε πάντα από τον χασάπη μας. Οπότε κοιτούσε όλα τα υπόλοιπα. Από την μάρκα της μουστάρδας που είχε κατά νου, μέχρι τα τυριά, τα αλλαντικά και ό,τι τέλος πάντων έφερνα στο σπίτι. Υπήρχε ένας μόνιμος τσακωμός. Στα λαχανικά και τα φρούτα.
Ασχέτως που ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επιλέγει κανονικότατα τα φρούτα και τα λαχανικά από τα σούπερ μάρκετ, για τον πατέρα μου κάτι τέτοιο ήταν μία χαζή κίνηση ενός ανθρώπου που δεν είχε ανακαλύψει την λαϊκή αγορά. Δεν κατάλαβα ποτέ αυτό το κόλλημα. Γιατί δηλαδή ενώ τα φρούτα ήταν φρέσκα όπως και τα λαχανικά, έπρεπε να περιμένω τις επόμενες δύο, τρεις ή και τέσσερις μέρες, για να πάω να ψωνίσω από την λαϊκή. Σε κάποια φάση κατάφερε να με τουμπάρει. «Πήγαινε απλά για την βόλτα. Την λαϊκή πρέπει να την ζήσεις».
Η λαϊκή αγορά δεν είναι αγορα, είναι ιδέα
Τώρα, εδώ που τα λέμε, αν δεν είσαι τακτικός πελάτης της λαϊκής, την έχεις στο μυαλό σου όπως ήταν στη δεκαετία του ’80. Όπου δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος είναι ηλικιωμένοι, οι οποίοι περιφέρονται, γκρινιάζουν και τελικά φεύγουν με τις μισές σακούλες από εκείνες που ήθελαν. Και είναι λάθος αυτό. Γιατί είδα νέους σαν εμένα, είδα ζευγάρια, είδα άντρες και γυναίκες μόνες τους, μέχρι και πιτσιρικάδες που βοηθούσαν παππούδες και γιαγιάδες στο κουβάλημα, αλλά ταυτόχρονα μάθαιναν. Ωστόσο αν δεν την ξέρεις την λαϊκή, πρέπει να μυηθείς. Θέλει ψάξιμο και θέλει όρεξη. Η λαϊκή, πράγματι, δεν είναι για να ξεμπερδεύεις. Είναι για να περιφέρεσαι.
Οι φωνές από τους μανάβηδες είναι ξεκάθαρα το highlight. Δεν κοροϊδεύω, το εννοώ. Μ’ αρέσουν το πως διαφημίζουν τους πάγκους και μου αρέσει το όλο concept που πάνε να σε πλησιάσουν. Νομίζω πως ο καλύτερος ήταν ένας τύπος που πουλούσε κρεμμύδια και πατάτες. Δεν θα ήταν πάνω από 30 χρονών, αλλά την ώρα που ξεκίνησα να διαλέγω μου είπε «Την καλύτερη δουλειά έκανες. Όποιος τρώει κρεμμύδι από δω δεν μυρίζει, τον πιάνει το κορίτσι και τον φιλάει από μόνο του». Έβαλα τα γέλια και πήρα δύο κιλά. Και αν το έκανε για να πάρω δύο κιλά, τότε μπράβο του και τα αξίζει. Πολλοί οι πάγκοι, πολλές οι επιλογές. Πρέπει να κάνεις σίγουρα μία γύρα για να συγκρίνεις τιμές και σίγουρα να περάσεις από μπροστά για να δεις ποιότητα. Εκεί αρχίζεις να κάνεις την επιλογή. Να το ξαναπώ άλλη μία; Η λαϊκή δεν είναι για ξεμπέρδεμα, είναι για έρευνα και διαλογή α’ ποιότητας.
Βέβαια δεν λείπουν μερικά ευτράπελα, τα οποία φαντάζομαι συμβαίνουν μόνο στη λαϊκή. Να σε χτυπάει δηλαδή η γιαγιά με το καροτσάκι στο πόδι και να συνεχίζει αμέριμνη. Ή να σου αρπάζει ο άλλος την πατάτα μέσα από τα χέρια. Τον βλέπει βέβαια ο μανάβης και θα του πει και ένα «σιγά κύριε, έχει για όλους», αλλά εδώ που τα λέμε αυτή είναι η μαγεία της λαϊκής ή έστω ένα κομμάτι της μαγείας της.
Η διαφορά είναι ξεκάθαρα στην εμπειρία
Μαθαίνεις βέβαια και διάφορα χρήσιμα πράγματα. Πέρα την επιλογής -όπου μάλιστα αν πέσεις σε τίμιο οπωροπώλη θα σου πει ποια να αφήσεις στον πάγκο και ποια να πάρεις- υπάρχει ξεκάθαρη διαφορά στο πρόσωπο. Η λαϊκή δεν είναι ένα απρόσωπο σούπερ μάρκετ. Υπάρχουν πελάτες στη λαϊκή που επισκέπτονται κάθε βδομάδα τους ανθρώπους τους. Έχουν τον δικό τους αβγουλά, τον δικό τους «πατατά», έχουν συγκεκριμένο άνθρωπο για τα πορτοκάλια και τα μήλα κ.ο.κ. Αυτά υπάρχουν και φαντάζομαι πως αλλάζουν. Ή και δεν αλλάζουν αν κάποιος κάνει την δουλειά του καλά. Αν δεν θέλεις να πάρεις καρότσι έχει κουβάλημα. Έτσι έκαναν μπράτσα οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας. Με το σήκωσε-άφησε. Το ίδιο περιμένει και σένα με τις σακούλες και πόσο μάλλον όταν ανακαλύπτεις πράγματα που προηγουμένως δεν ήξερες ότι θες να αγοράσεις. Βλέπεις από αχλάδια και καπνιστές ρέγκες, μέχρι βάζα με μέλι και όσπρια. Όταν μάλιστα οι πωλητές αυτοί έχουν το κοινό τους, εξυπακούεται ότι θα μπεις στη διαδικασία να το δοκιμάσεις. Πριν καλά-καλά το καταλάβεις, έχεις γεμίσει πέντε τσάντες. Και έχεις μπει και στο μάτι της μάνας σου ή της κοπέλας σου που συνήθιζαν να σου λένε ότι είσαι ανεπρόκοπος ή ότι «ούτε για να πάρεις λαχανικά από την λαϊκή δεν είσαι».
Τέλος για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, μία τίμια βόλτα στη λαϊκή γεμάτη ιδρώτα, επιβάλλει να φας καλαμάκι χοιρινό ή λουκάνικο, από τον ψήστη που στέκεται -συνήθως- στην διασταύρωση των δρόμων και σου έχει σπάσει την μύτη. Το δικαιούσαι. Το αξίζεις. Όπως και σκηνικά σαν τα παρακάτω. Καλά ψώνια.