Υπάρχει ένας ιερός κανόνας που δεν πρέπει κανένας Έλληνας να παραβαίνει ποτέ: ου διανοηθείς να φας ημέρα γιορτινή σε ταβέρνα εάν δεν έχεις κλείσει τραπέζι πρώτα. Tόλμησες να μπεις σε μαγαζί Τσικνοπέμπτη με αγέρωχο υφάκι και να ζητήσεις ένα τραπεζάκι για έξι; Στον κόσμο σου είσαι κι ακόμα γελάνε τα γκαρσόνια υστερικά με το θράσος σου.
Τα ίδια προφανώς ισχύουν και για τη Μεγάλη Παρασκευή, τότε που αναστενάζουν τα καλαμάρια και οι γαρίδες πέφτουν νεκρές σε μαζικές δολοφονίες. Αυτά δεν τα λέω στα κουτουρού, τα λέω μετά λόγου γνώσης. Γιατί κάποτε, μια αποφράδα Μεγάλη Παρασκευή της ζωής μου, οι «ηγέτες» γονείς μου τόλμησαν να σύρουν όλη την παρέα τους –κι εμένα μαζί- σε μια επικίνδυνη περιπέτεια.
Ο φάδερ μου, με περισπούδαστο ύφος, μετά τον Επιτάφιο είχε πει το περιβόητο «έλα μωρέ θα βρούμε». Και από τότε οικογενειακά θυμόμαστε τη μαύρη επέτειο αυτή. Δε βρέθηκε τότε ούτε ένας Χριστιανός να του πει «που πας ρε φουκαρά ξεβράκωτος στ’ αγγούρια». Δεν είχε καταλάβει σε τι κινδύνους ψυχικούς εξέθετε την οικογένεια, την παρέα και τους κολλητούς του.
Βρεθήκαμε να πηγαίνουμε από ψαροταβέρνα σε ψαροταβέρνα λες και ήμασταν περιοδεύων θίασος. Τόσες πόρτες δεν έχει φάει ούτε αντροπαρέα από κάγκουρες σε κυριλέ club των 90s. Τα πάντα γεμάτα, τίγκα όλα τα τραπέζια, κι οι εστιάτορες με ύφος μετρ απ' τη Μεγάλη Βρετάνια να γνέφουν: «Να πάτε αλλού κύριοι, δε σας θέλουμε εδώ».