Είπα να πάω Κρήτη για να δω τους γονείς μου μετά από καιρό και να πω πως έκανα και λίγο διακοπές μιας κι η κατάσταση εδώ στην Αθήνα είχε αρχίσει να στενεύει πολύ, απ’ τη μία ο κορονοϊός απ’ την άλλη είχα να κάνω διακοπές καιρό και κάπου ένιωθα ότι το κεφάλι και το σώμα μου είναι έτοιμα να εκραγούν λόγω υπερφορτώσεως.
Είναι γνωστό πως η περίοδος μέχρι να πας διακοπές είναι η πιο σκληρή του χρόνου.
Πώς το κέντρο της Αθήνας με έκανε έναν γνήσιο νοσταλγό του θορύβου
Κατέβηκα λοιπόν μέχρι κάτω Πειραιά και πήδηξα μέσα στο πλοίο σαν χαρωπό αστικοποιημένο κουνέλι, οχτώ ώρες μέχρι Ηράκλειο, κομπλέ, η καραβίλα ξεκινούσε να με κατακλύζει σοβαρά κάπου στην έβδομη ώρα αλλά είπα από μέσα μου «το κάνεις για ιερό σκοπό», σεβάσου το σώμα και το πνεύμα σου, χρειάζεσαι ένα διάλειμμα.
Με το που σκάω λιμάνι χτυπάει το τηλέφωνο κι είναι ο ξάδερφος που μεγαλώσαμε μαζί και μου λέει πάμε να τα πιούμε στο στέκι μας το παλιό. Καφές από το απόγευμα, μπύρα και μετά ουίσκια μέχρι το τέλος του κόσμου να έρθει και να βγούνε τα ζόμπι μέσα από το διπλανό πάρκινγκ και να χορεύουμε όλοι μαζί την τσιγκολελέτα.
Οργανοποιός: Η απαιτητική τέχνη του παραδοσιακού ήχου
«Ναι ρε ακόμη εκεί πάω, δεν αλλάζω εγώ εύκολα μέρη, αφού με ξέρεις...» μου λέει ο ξάδερφος μου. Είχε και γενέθλια οπότε ήθελε να μας κεράσει και δύο μπουκαλάκια περδικάρι και να γίνει το καλωσόρισμα ως είθισται.
Κόλαση.
Σκάω σπίτι, βλέπω λίγο τη μάνα μου, κάνω ένα ντουζάκι και ντύνομαι ξανά σίφουνας και κατηφορίζω προς το κέντρο της πόλης, μαλλιοκούβαρα με το μητρικό κάρο στους οικείους επαρχιακούς δρόμους μου, έτοιμος για όλα και παρόλη την «καραβιακή» κούραση, ορεξάτος. Είχα να πατήσω στο στέκι πολλά, πάρα πολλά χρόνια, μ’ αυτά και μ’ αυτά, ίσως και πέντε χρονάκια μη σου πω.
Calamity Jane: Η γυναίκα που θρυμμάτισε το μύθο της Δύσης
Με το που σκάω μέσα με πιάνει απ’ το στομάχι η νοσταλγία και με χτυπάει σαν χταπόδι στο τοίχο. Όλα είναι κάπως γνώριμα, κάποια άλλα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά η αίσθηση του χώρου (και του χρόνου) έχουν μείνει στάσιμα εδώ μέσα.
Ένα μουσείο που τα εκθέματα του όμως είναι ζωντανά και πίνουνε μπύρες μέχρι να σκάσουνε.
Είναι λες και είμαι πάλι πίσω στο 2001 και φοράω μπλουζάκι In Flames, μπότες με σίδερο μπροστά, καρφιά στους καρπούς, σφυρί του Θορ στο στήθος κρεμαστό από Alchemy, τζιν σωλήνα μαύρο τόσο στενό που δεν σκέφτεσαι καν να σκύψεις ν’ αρπάξεις τον αναπτήρα που σου έπεσε στο πάτωμα γιατί θα γίνει μείζων ατύχημα και θα τρέχεις στις μοδίστρες, με μπούκλα το μαλλί σκέτη περμανάντ αλά Twisted Sister μέχρι τον ώμο και δεν συμμαζεύεται με τίποτα η κατάσταση μου σου λέω.
Καθόμαστε μπάρα εννοείται και ήδη έχει σκάσει όλος ο καλός ο κόσμος, όλα τα καλά παιδιά. Το μπαρ είναι γωνία και από εκεί που κάθομαι, δίπλα από τον dj, βλέπω μόνο μαλλί, καπνούς, ομίχλη, υγρασία, ουρλιαχτά και μπυροπότηρα να γεμίζουν τον τόπο.
Μια χαρά, σκέφτομαι, πραγματικά όπως ήταν παλιά και μάλλον όπως θα είναι για πάντα. Ο Θάνογορ τα ‘χει δώσει όλα στα decks και το πρώτο μπουκάλι έρχεται, γαριδάκια γίγας, τσιγάρο (απαγορεύεται ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΠΝΙΖΕΙΣ εδώ) και πάμε, δώστου, χώσε ρίφια.
Crimson Glory, Destruction, Slayer, Metallica (Μόνο τα τρία πρώτα άντε και λίγο And Justice), Manowar, In Flames, Judas Priest, Death, Sepultura, Candlemass, Blind Guardian, Gravedigger - τι 'ναι αυτό ρε, Deicide;;; (δώσε μούχλα) - και ο κατάλογος είναι μακρύς και ατελείωτος. Μέχρι και Stratovarius άκουσα και μ’ έστειλε αδιάβαστο κάπως.
Ηλεκτρικός: Ο καθημερινός βιοπαλαιστής στα Βαγόνια του Καρχαρία
Μπορεί πλέον να μην έχω μπούκλα τη χαίτη μέχρι τον ώμο αλλά του έδωσα και κατάλαβε, κι όχι μόνο γιατί πορώθηκα με τη μουσική και το πολύ καλό, παραδοσιακό κλίμα που επικρατούσε αλλά γιατί ήθελα κάπως να αποκρούσω την αυξανόμενη μελαγχολία μου η οποία είχε πάρει να φουσκώνει σαν κέικ του Λόκι μέσα στην ψυχή μου τόση ώρα που καθόμουν στο σκαμνί του μπαρ μαζί με τ’ άλλα τα ρεμάλια που ‘χα να τα δω καιρούς και ζαμάνια.
Κανείς δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο αν και πλέον όλοι πάνε να σαρανταρίσουν όπως κι εγώ. Τα στενά μαύρα τζιν είχαν την τιμητική τους – είδα κάπου κι ένα μπλουζάκι Pain Of Salvation και δάκρυσα – το απανταχού μακρύ μαλλί μπορεί να ‘χει αραιώσει αισθητά αλλά είναι περήφανο και ντόμπρο και κουβαλάει όλη την ιστορία του όπως οι πολεμιστές τις ουλές τους μετά τη μάχη, χωρίς ντροπή.
Και μετά είναι και τα νέα παιδιά που δίνουν ελπίδα στη φάση του μικρού επαρχιακού μεταλάδικου που ακόμη και σήμερα αντέχει και συνεχίζει ακάθεκτο να ρίχνει μεταλικά ριφάκια αβέρτα σε όποιον θέλει να τ’ αρπάξει και να χτυπηθεί μαζί τους για να ξεχάσει λίγο το που βρίσκεται.
Ήπιαμε δύο μπουκάλες μαζί μ’ όλους τους παλιούς μας συνένοχους στο έγκλημα και κάτσαμε εκεί μπάστακες μέχρι πρωίας, ίδια όρθια εκθέματα παλαιών καιρών περασμένων.
Μπορεί πλέον να μην βρίσκομαι εκεί κοντά για να τους απολαμβάνω συχνά ξέρω όμως σίγουρα πως το μέταλ στέκι μου θα βρίσκεται πάντα εκεί όταν το χρειάζομαι, σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στο απέραντο επαρχιακό σκότος.
Δες το παρακάτω άλμπουμ για να δεις μερικά από τα αγαπημένα metal albums όλων των εποχών.