Η ζέστη έξω είναι ανυπόφορη. Αυτός ο αναθεματισμένος λίβας, σε ξεγελάει πως θα σε δροσίσει. Στίβα από χαρτιά στο γραφείο, σκέψεις ανάκατες, Kasabian στα ηχεία. Τόσα πολλά πράγματα, τόσος λίγος χρόνος.
Αυτή είναι η ζωή ενός βλάκα. Η στιγμή της συνειδητοποίησης ήρθε πριν από 3 ημέρες. Νομίζω ήταν την περασμένη Τρίτη, όταν έπλυνα το πρόσωπό μου στις 7:40 το πρωί και όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη δεν αναγνώρισα το είδωλο. Ακόμη και όταν με το χέρι καθάρισα τα νερά από τον καθρέφτη, το πρόσωπο που αντίκριζα δεν μου θύμιζε εμένα. Και τότε κατάλαβα. Είχα γίνει βλάκας.
Πώς όμως έφτασε σε αυτό το περίεργο πρωί; Να σου πω πως δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω βαριά. Γενικά σαν προσωπικότητα δεν με λες και τίποτα ιδιαίτερο, αλλά δεν με λες και βαρετό. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος της καθημερινότητας, με τους ίδιους φόβους που έχουν όλοι. Λίγο αντικοινωνικός αλλά όχι και σε βαθμό να μείνω σε ένα σπίτι στο βουνό, να μην βλέπω άνθρωπο.
Θα σε γυρίσω λίγο πίσω. Έξι χρόνια. Σωτήριο έτος 2014. Η συνηθισμένη ιστορία: Κορίτσι χωρίζει αγόρι, αγόρι κομμάτια, κορίτσι παντρεύεται, αγόρι πρέπει να προχωρήσει με κάθε τρόπο. Αυτό είναι το ρεζουμέ. Οι λεπτομέρειες είναι περιττές, θα στις πω σε άλλο κείμενο, που θα έχει άλλο νόημα. Εξάλλου εδώ διαβάζεις το ταξίδι ενός βλάκα στην αυτογνωσία.
Κάπου εκεί έκανα την πρώτη βουτιά στην βλακεία: Εκδίκηση. Πώς; Προφανώς δεν έκαψα κανένα αμάξι ή τέτοια κλισέ. Αποφάσισα να γίνω μια άλλη πτυχή του εαυτού μου. Κοπέλες δεν μου έφταιγαν σε τίποτα, πέρναγαν από το κρεβάτι μου και την επόμενη ημέρα χανόμουν, με αναπάντητες κλήσεις, δακρύβρεχτα μηνύματα και εγώ να ψάχνω τον επόμενο στόχο. Γιατί αυτός ο δρόμος μου φαινόταν σωστός.
Αλλά ξέρεις τι λέει ο Αϊνστάιν; Πως το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία είναι απεριόριστα. Οπότε, αφού ποτέ δεν με τράβηξε το μυστήριο του σύμπαντος, αποφάσισα να εξερευνήσω τα όρια της δικής μου βλακείας. Είναι απύθμενη; Το βαρέλι έχει πάτο;
Και κάπου εκεί έβαλα αυτοσκοπό το χρήμα. Το συνέδεσα με την ευτυχία μου. Βλέπεις, πάντα έλεγα «τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία» και κατέληξα στα πρόθυρα του αλκοολισμού, της κατάθλιψης και αρκετών αφροδίσιων νοσημάτων. Τι σημασία θα είχε λοιπόν αν στις ανόητες προτεραιότητές μου, την pole position θα έπαιρναν τα χρήματα;
Άρχισα να κάνω οικονομικά πλάνα, σχεδιασμούς, πώς με τον τότε μισθό μου θα καταφέρω να πάρω ένα αμάξι 1.800 κυβικά, λες και μπορούσα να το συντηρήσω. Πώς θα έπαιρνα ένα ωραίο ρολόι που θα το φορούσα μέχρι και στο γυμναστήριο. Για έναν περίεργο λόγο, δεν με τράβηξαν ποτέ τα μπουζούκια και τα κλαμπ, απλά ήθελα ωραία και ακριβά μπιχλιμπίδια.
Ξέρετε τι λένε; Όσο κυνηγάς κάτι, τόσο πιο γραφικός γίνεσαι. Ο τραπεζικός μου λογαριασμός άλλοτε ήταν σχετικά συμπαθητικός, άλλοτε όχι. Και όποτε έπεφτε κάτω από τετραψήφιο αριθμό ένιωθα πανικό. Ό,τι ξέρω γω, η καταστροφή μου χτυπάει την πόρτα. Θα πεινάσω, θα μου τύχει κάτι και θα πρέπει να πουλήσω νεφρό!
Η ζωή μου κυλούσε ανέμελα στον κόσμο της βλακείας και εγώ ματαιοπονούσα για ένα αύριο που πίστευα καλύτερο. Η σύνδεση των χρημάτων με την ευτυχία και το σχέδιο να μπω στον μάτι μερικών για εμένα δούλευε ρολόι. Στην συνέχεια μπήκε και ακόμη ένα πόλος: Η καριέρα!
Σαν άλλος Ιζνογκούντ στράφηκα πάλι στο μικρό και πάντα καθαρό (για άγνωστο λόγο) τραπέζι της κουζίνας μου και ξεκίνησα τα σχέδια επί χάρτου. Η καριέρα μου έπρεπε να προχωρήσει πάση θυσία. Ήμουν προς τα 30 νομίζω, σήμερα 33. Κουτάκια, βελάκια, αλγόριθμοι, χρονικά περιθώρια τόσο έντονα και πιεστικά, που όταν έφτανε ο καιρός για να δω το αποτέλεσμα και αυτό δεν είχε έρθει, τα έβαζα με τον εαυτό μου.
Μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας. Τίποτα δεν είχα καταφέρει.Ούτε σε κάποιο μεγάλο Μέσο δούλευα, ούτε ο μισθός μου ξεπέρναγε τα 700 ευρώ. Αλλά εγώ ήμουν απτόητος. Το μόνο που κατάφερνα ήταν να με φορτώνω με άγχος και πίεση και βλακεία.
Ενδιάμεσα ανακάλυψα το γυμναστήριο. Φανταστικό σκαλοπάτι στα ανυπέρβλητα βλακώδη σχέδιά μου. Όσο πρόσθετα όγκο, τόσο χαιρόμουν και τόσο πίεζα εμένα. Οι πόνοι σε όλο μου το σώμα δεν μου έλεγαν κάτι, καθώς είχα πείσει εμένα πως αν τα παρατούσα θα ήμουν το παιδί του 2014 που κρύφτηκε για να χωνέψει την απόρριψη. Και πίσω δεν θα γύρναγα. Ξεκάθαρα.
Κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να αυτοτιμωρηθεί κάπου ανάμεσα στα βάρη, τις μπάρες και τους πάγκους. Βλέπεις με είχα πείσει πως έπρεπε να υπάρχει μια ισορροπία. Ό,τι έχανα σε οικονομικό και επαγγελματικό, θα το κέρδιζα σε σωματικό. Κάπως έτσι η βλακεία της καθημερινότητας ήταν συμπληρωμένη. Είχα πάντα κάπου να πηγαίνω, για να ταΐζω το κτήνος της βλακείας μέσα μου. Σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή.
Το τρίπτυχο μου ήταν «Καριέρα-Χρήμα-Μυς». Όχι, δεν υπήρχε χώρος για έρωτες. Οτιδήποτε θα με έβγαζε από τον στόχο μου, το απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, όπως ο Κώστας Χρήστου τα βίγκαν πιάτα.
Και έπειτα ήρθε εκείνη. Όσο καλός και αν είσαι στην στρατηγική, θα παραβλέψεις πάντα το απροσδόκητο, τον παράγοντα «Χ». Δεν θα σου πω για εκείνη, δεν είναι το θέμα μας, αν και είναι τα πάντα. Και άλλα τόσα. Το χαμόγελό της ήταν ο πρώτος κλυδωνισμός. Αλλά το βασίλειο της βλακείας δεν θα έπεφτε. Όχι έτσι.
Εδώ θα σου πω ότι μέσα στην ημέρα άρχισα να υπεραναλύω τα πάντα, όπως το Κογιότ στην προσπάθειά του να πιάσει το Ρόουντ Ράνερ ή Μπιπ-Μπιπ για τους φίλους.
Και ύστερα ήρθε η καραντίνα
Σκέτη γλύκα η φάση. Το σχέδιο μου είχε έναν απίστευτο σύμμαχο: Την απομόνωση. Τι σήμαινε αυτό; Οικονομία, μεγαλύτερα έσοδα, λιγότερα έξοδα και φυσικά ευκαιρία για μεγαλύτερα σχέδια. Γιατί να μην πάρω ακριβότερο αμάξι; Γιατι να μην πάρω 4 ζευγάρια παπούτσια ενώ είχα άλλα 10; Γιατί να μην αγοράσω μια πρωτεΐνη που είχε 2 φορές πάνω αξία από εκείνη που ήδη είχα και δεν μου προσέφερε το παραμικρό επειδή έτρωγα κοτόπουλο και μοσχάρι σαν πεινασμένο λιοντάρι στην ζούγκλα της Μπουρκίνα Φάσο;
Ο κόσμος μου πια είχε γίνει άτρωτος. Όταν θα έβγαινα από την καραντίνα θα ήμουν άτρωτος. Το γεμάτο πορτοφόλι μου, το μπλαζέ ύφος μου και το γεμάτο μούσκουλα σώμα μου, θα υπερτερούσε μέσα στο πλήθος. Όλα κυλούσαν ρολόι. Και εκείνη μακριά. Καλύτερα ακόμα. Ο στόχος μου είχε μεγαλύτερη σημασία από όλα.
Οι ημέρες περνούσαν άνετα. Σχετικά άνετα. Όσο τα πράγματα έμεναν σταθερά, εγώ ήμουν ευχαριστημένος. Όχι τσιγκούνης. Απλά βλάκας.
Η άλλη παράμετρος
Μια ακόμη παράμετρο που δεν είχα υπολογίσει ήταν η υπερανάλυση όλων. Των πάντων. Σε σημείο που ανέλυα κάτι που είχα αναλύσει στο κεφάλι μου πριν 10 λεπτά. Γιατί να μην έχω την ευλογία να μην με νοιάζει κάτι; Γιατί έπρεπε να αναλύω τα πάντα; Άραγε με συντρόφευε από πάντα αυτή η ιδιότητα; Δεν θυμάμαι η αλήθεια είναι αυτή. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι πως αρκετές φορές ευχόμουν να μην με νοιάζουν αυτά τα επιφανειακά προβλήματα της καθημερινότητας. Πάει αυτό αν το φορέσω με αυτό; Γιατί πάει; Και αν δεν πάει; Θα γίνω ρεζίλι; Αλήθεια γιατί θα γίνω ρεζίλι; Με κοροϊδεύουν επειδή ντύνονται καλύτερα; Και πώς καταφέρνουν να ντυθούν καλύτερα; Διαβάζουν περιοδικά; Άραγε εγώ μήπως δεν διαβάζω τα σωστά περιοδικά; Και γιατί περιοδικά; Μήπως σάιτ;
Αυτό ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ. Για όλα.
Το μπαμ
Κάπου η ιστορία άρχισε να με χαλάει. 2020. Έξι χρόνια. Κάπου το παραμύθι είχε έναν δράκο που είχε φτάσει η ώρα να τον παλέψω. Με γυμνά χέρια, καθώς το δικέφαλό μου είχε φτάσει σε σημείο να έχει περίμετρο 23 εκατοστά. Μπορεί και παραπάνω, δεν με απασχόλησε και ποτέ. Αλλά έχει σημασία;
Εκείνη; Είχε φύγει. Είχε σημασία και αυτό; Άρχισε να έχει. Ο αδερφός μου, που ήταν; Γιατί δεν με πήρε; Η μάνα μου είναι καλά; Ο πατέρας μου τα πήρε τα χάπια του; Ο κολλητός μου είναι καλά; Ο κουμπάρος μου στην Αγγλία; Οι συνάδελφοί μου γιατί είναι όλοι στην ένταση; Είναι καλά; Ο ζητιάνος που κάποτε περνούσε κάθε μέρα, ξέρει κανείς τι απέγινε; Εκείνη; Εκείνη είναι καλά;
Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Είναι ίσως το μοναδικό βράδυ της ζωής μου που δεν κοιμήθηκα. Σηκωνόμουν, έβγαινα στο μπαλκόνι, βημάτιζα νευρικά. Λες και ένας τόνος ήταν στις πλάτες μου. Κάθε βήμα γινόταν πιο βαρύ από το προηγούμενο. Ο κόμπος στον λαιμό με στραγγάλιζε.
Τι διάολο είχα γίνει αν όχι ένας βλάκας;
Και τότε κατάλαβα. Απάντησα σε μένα. Είχα προσπεράσει όλα τα όμορφα της ζωής. Λίγο πριν τα 34, είχα καταλάβει πως πέρασα χρόνο μακριά από όσους αγάπησα και με αγάπησαν. Πως είχα μετατραπεί σε αυτό που κορόιδευα στα 17. Είχα χάσει αυτό το παιδάκι που ήθελε να κάνει τους πάντες να γελάνε με τα αστεία του και να περνάει καλά. Είχα ξεχάσει πως ο άνθρωπος που αγαπούσα ΔΕΝ κοιμόταν στο κρεβάτι μου. Είχα παραμελήσει να δω πως υπάρχει μια ζωή που αξίζει πολύ περισσότερο από μια καριέρα και έναν μεγάλο τραπεζικό λογαριασμό.
Ξέχασα πως ήταν το συναίσθημα να τρώω ένα παγωτό σε ένα παγκάκι. Να πιω μια μπύρα στα όρθια, σπάζοντας το χρονοδιάγραμμά μου. Είχα χάσει την όρεξη να φάω με τους γονείς μου την Κυριακή. Είχα ξεχάσει πως είναι να πω σε κάποιον «σ'αγαπώ», χωρίς να υπάρχει κάποια αιτία.
Είχα ξεχάσει εμένα. Και εγώ είχα συνηθίσει να είμαι βλάκας.
Εκείνο το πρωί της Τρίτης ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Οδήγησα βουβός μέχρι την δουλειά, χωρίς να ανοίξω ραδιόφωνο. Οι συζητήσεις στο κεφάλι μου είχαν αρχίσει να σταματούν.
Ποια καριέρα είχα κάνει; Τα λεφτά μου τι άξιζαν τελικά; Όλο το 24ώρο το πέρασα μέσα σε μια περισυλλογή, που όμοιά της δεν είχα κάνει για πολλά χρόνια.
Δεν ξύπνησα φυσικά εξυπνότερος. Ξύπνησα σοφότερος. Σίγουρα λιγότερο βλάκας, όχι τελείως έξυπνος. Αλλά πολύ πιο χαμογελαστός και κεφάτος. Σπάζοντας την καθημερινότητα, χωρίς να την απορρίπτω. Λέγοντας ξανά στους δικούς μου να φάμε την Κυριακή. Να έρθουν να τους ψήσω. Να πιω ένα κοκτέιλ με τον κολλητό μου.
Να πω σε εκείνη πως την «αγαπώ».
Η ζέστη είχε αρχίσει να φουντώνει και άλλο. Τα τζιτζίκια δεν έδειξαν διάθεση να σταματήσουν. Και εγώ χτυπάω αυτές τις τελευταίες λέξεις στο πληκτρολόγιο, που κάποτε ήταν σύμμαχος στην αναζήτηση της τέλειας λύσης στα μεγαλεπήβολα σχέδιά μου.
Αλλά πριν σου πω αντίο, να σε ρωτήσω κάτι;
Αλήθεια, εσύ πόσο έξυπνος πιστεύεις πως είσαι;
ΥΓ: Να διαβάσετε το ομώνυμο βιβλίο του Page Martin.