Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Βγήκες από το τηγάνι χρυσαφένια, με το λάδι σου, καυτή και με λίγο αλάτι ήσουν έτοιμη. Ούτε μπλανσάρισμα, ούτε μαρινάρισμα, ούτε φουρνίζουμε από δω και ατμίζουμε από κει και δεν ξέρω εγώ τι άλλο έχουν εφεύρει σήμερα για να κάνουν τη ζωή μας δύσκολη. Η τηγανητή πατάτα είναι νόστιμή και εύκολη: την καθαρίζεις από τη φλούδα, την πλένεις να φύγουν τα χώματα, την κόβεις, την τηγανίζεις. Τέλος. Και είναι όλη δική σου.
Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή, διότι ενώ υποτίθεται πως είσαι συνοδευτικό για μπιφτέκι ή μπριζόλα ή κοτόπουλο, στην πραγματικότητα είσαι αυτόνομη προσωπικότητα. Μπορείς να φαγωθείς και μόνη σου, σε άπειρες ποσότητες μάλιστα, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζεσαι παρέα στο τραπέζι. Φυσικά ένα κομμάτι φέτα και λίγο ψωμί δεν χάλασε κανέναν, ίσα - ίσα που αναδεικνύουν τη γεύση και την προσωπικότητά σου, αλλά και μόνη σου να είσαι στο τραπέζι, το «γεμίζεις» εύκολα. Απόδειξη; Ότι στην ταβέρνα, όταν σκάνε οι πατάτες, γίνονται ανάρπαστες. Περισσότερο από τη χωριάτικη ή το σαγανάκι ή τα τηγανητά κολοκυθάκια ή τα υπόλοιπα ορεκτικά. Σαν ακρίδες πέφτουμε στο πιάτο με τις πατάτες το «κοινόχρηστο» κι ας ξέρουμε ότι με τα κυρίως μας, θα έρθουν κι άλλες πατάτες. Ε, και;
Έτσι θα κάνεις τις πατάτες πεντανόστιμες και τραγανές.
Από μικρός ήμουν πατατάς. Η συγχωρεμένη η μαμά μου, έφτιαχνε καμιά φορά μεσημέρι και βράδυ. «Αν σου έφτιαχνα και για πρωινό, είμαι σίγουρη ότι θα τις έτρωγες». Δεν μου έφτιαξε ποτέ πρωί - πρωί, αλλά αν το έκανε, πιθανότατα θα τις έτρωγα και πριν πάω σχολείο. Μπορούσα να φάω ατέλειωτες ποσότητες, σκέτες ή παρέα με οτιδήποτε άλλο (αυγά, κρέας κλπ). Και τις προτιμούσα πάντα σκέτες, όπως πρέπει να τρώγονται οι νόστιμες, χειροποίητες, σπιτικές πατάτες, ούτε τυρί από πάνω, ούτε κέτσαπ, ούτε κάποια άλλη σως. Σκέτες. Μόνο με αλάτι. Κομμένες κανονικά ή «χοντρομπαλούδικες», όπως τις έφτιαχνε η νονά μου. Ακόμα και κομμένες σε ροδέλες είναι ωραίες, όπως τις βάζεις στο μουσακά. Αλλά οι πατάτες του μουσακά, που τηγανίζονται και μετά ψήνονται με τη μπεσαμέλ και τον κιμά, δεν έχουν καμία σχέση με την αυθεντική πατάτα, το λέω και ξεκαθαρίζω τη θέση μου.
Δεν υπάρχει κανένας πατατάς στον κόσμο τούτο, που να έχει τσακωθεί ή μανουριάσει με κάποιον ή κάποια που του τρώει τις πατάτες του. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, από ένα χέρι που απλώνεται ύπουλα και μουλωχτά στο πιάτο σου και σου κλέβει πατάτες. Δεν έχει σημασία αν παίρνει μια ή δέκα, σημασία έχει ότι εκείνη την ώρα παίρνει κάτι ιερό, κάτι που προορίζεται για το δικό σου στομάχι και τη δική σου απόλαυση, κάτι που το έχεις προϋπολογίσει, που θα σου λείψει και δεν θα σου φτάσει στο τέλος, διότι κάποιος ή κάποια στο στέρησε. Θέλεις πατάτες; Τότε γιατί παρήγγειλες σνίτσελ με βραστά λαχανικά; «Μα καναδυό ήθελα μόνο να τσιμπήσω, για τη λιγούρα». Ας έπαιρνες μερίδα και ας πέταγες όσες δεν ήθελες (στην κοιλιά μου). Γιατί όταν είπα ότι θα τηγανίσω πατάτες, δεν είπες ότι θέλεις κι εσύ και τώρα που τις είδες στο πιάτο μου, άρχισες τα μακροβούτια; Φιλίες έχουν χαλάσει ή έχουν κοντέψει να χαλάσουν για μια πηρουνιά τηγανητές πατάτες και δεν είναι καθόλου αστείο. Εγώ, μια φορά είχα τσακωθεί με τους παιδικούς φίλους σε όλη μας τη ζωή. Ούτε για μπάλα, ούτε για γκόμενες, ούτε για λεφτά, πολιτική ή οτιδήποτε άλλο, αλλά για πατάτες. Όταν πήγαμε μια μέρα να φάμε στη γιαγιά ενός φίλου μετά από μπάνιο και μέχρι να κάνω ντους, είχαν φάει ΟΛΕΣ τις πατάτες. Μέχρι τέλους. Δεν άφησαν ούτε μια. Και αντί να απολογηθούν, γελούσαν σαν χαζοί. Ε, κάναμε να μιλήσουμε αρκετό διάστημα μέχρι να το ξεπεράσω.
Ένα κακό έχεις μόνο μωρή πατατάρα μου: παχαίνεις. Κι άμα είσαι παιδί και τρέχεις, παίζεις, λυσσάς όλη μέρα και ψηλώνεις, δεν φαίνεται. Αλλά όσο μεγαλώνεις και η δουλειά σου γίνεται καθιστική και δεν προλαβαίνεις να αθληθείς και πολύ, φαίνεται και παραφαίνεται η πατατο-κοιλιά. Και πλησιάζει το καλοκαίρι και σε πιάνουν τύψεις και ενοχές: από τη μια κάθονται οι πατάτες στη σακούλα και σε περιμένουν, από την άλλη ξεπροβάλει η μπάκα σου και σε χαιρετάει στον καθρέφτη. Οπότε, πρέπει να διαλέξεις τι θα κάνεις ή τέλος πάντων να περιορίσεις λίγο την πατάτα την τηγανητή, αν θέλεις να προσέξεις λίγο την εμφάνισή σου. Εντάξει, να την κόψεις τελείως δεν γίνεται, είναι σαν να κόβεις το οξυγόνο ή το νερό ή τον ύπνο, είναι ανάγκη η πατάτα και απόλαυση και μεράκι, δεν είναι απλά ένα φαγητό, αλλά με κάποιον τρόπο προσπαθείς να τρως μικρότερες ποσότητες και πιο σπάνια. Και έχεις και στο πίσω μέρος του μυαλού σου εκείνη την αποφράδα μέρα, που θα πας για ένα τσεκ-απ και ένας αντίχριστος γιατρός θα σου πει κοφτά «κομμένα τα τηγανητά». Και θα ρωτήσεις «και οι πατάτες γιατρέ;» Και θα σου απαντήσει με βλέμμα παγερό «Tηγανητές δεν είναι; Κομμένες είπαμε…»
Εσύ τι βάζεις πάνω στις τηγανητές πατάτες;
Κλείνοντας, ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Ιωάννη Καποδίστρια. Που τις έφερε στην Ελλάδα κι όταν είδε ότι παρόλο που τις χάριζε δεν τις έπαιρνε κανείς, βρήκε το κουμπί του καχύποπτου και κατεργάρη Έλληνα: έβαλε περίφραξη και μια «χαλαρή φρουρά», ενώ όλως τυχαίως υπήρξαν και μερικές τρύπες στο φράκτη. Σε λίγες μέρες, δεν έμεινε ούτε φλούδα… Και μπορεί να ξεκίνησαν την καριέρα τους ως βραστές ή ψητές ή πουρές, αλλά κάποια στιγμή βρήκαν την Ιθάκη τους μέσα στο τηγάνι κι από τότε δεν έλειψαν ποτέ από το τραπέζι μας.
Και ούτε πρόκειται ποτέ να λείψουν.