Αν νομίζεις πως το να παίζεις μουσική επαγγελματικά είναι εύκολο, cool, ενδιαφέρον…απλά ξέχασε το, κάνε κάτι άλλο, γίνε σουβλατζής, πιτσαδόρος, παιδί του ασανσέρ, μπαλομαζώχτρα ή απλά πάρε χαμπάρι πως δεν ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω.
Χτες πάλι είχες πρόβα και live και όλα πήγανε ψιλοκομπλέ και πήρες και τα λεφτά σου από το μαγαζάτορα και όλα good αλλά ήπιες λίγο παραπάνω πάλι γιατί αν δεν πιείς και κάτι πριν βγεις στη σκηνή όλα μοιάζουν λίγο λάθος και κάπως άβολα και επίφοβα και ξέρεις πως δεν θα αποδόσεις και καλά αν δεν έχεις πιει μια δυο τρεις τέσσερις πέντε έξι μπύρες κι ένα καλό chaser.
Παίζεις μια χαρά, όλοι γουστάρουνε, έχεις πάθος, το εννοείς, και μετά πρέπει να πιείς λίγο ακόμη για να «κατέβεις», να χαλαρώσεις και τελικά βρίσκεσαι στο τέλος της βραδιάς πιο μεθυσμένος κι από αγγλικό αγριογούρουνο στο happy hour να προσπαθείς να δεις τι ώρα γράφει η οθόνη στο τηλέφωνο αλλά τζίφος. Θολούρα μεγαλοπρεπής. Και αύριο δουλεύεις φυσικά…
Το πρωί ξυπνάς στις εφτά και πρέπει να πας στο γραφείο με τον ηλεκτρικό, στάση Ομόνοια και κάνει ακόμα ζέστη Οκτώβρης Ελλάδα, Αθήνα, Άφρικα, εντελώς εξωγήινο κλίμα, ιδρώνουνε και τα ματοτσίνορα σου, κατεβαίνεις σα ζόμπι τις σκάλες και μια ζέστη σου πετάει τις τοξίνες από τα αυτιά σε μορφή ουράνιου τοξικού τόξου, εκατόν ογδόντα στάσεις και χτυπιέσαι σα φραπές στο βαγόνι με τις άλλες σαρδέλες μέχρι τη Κηφισιά και μετά πάλι λεωφορείο για να φτάσεις στην…Ιθάκη της δουλειάς, μόνο που εκεί καμία Πηνελόπη δεν σε περιμένει. Μόνο μεγάτονοι δουλειάς.
Το μάτι έχει μία μαύρη σακούλα πιο μεγάλη από εκείνη που σέρνουν στο τέλος τα εστιατόρια, και ναι τρέχει κάτι από το μάτι σου, είναι το δάκρυ που δεν προλαβαίνεις να ρίξεις και σου βγαίνει όλη η κατάθλα το πρωί μαζεμένη σαν κουβάρι στο στήθος πριν ακόμη ακουμπήσεις το σκασμένο χειλάκι σου στο ποτήρι με τον ζεστό καφέ που θα σε σώσει.
Δουλεύεις με ότι δυνάμεις έχεις. Μία ώρα, δύο, εφτά, λιώμα. Κοντεύεις να κοιμηθείς στο πληκτρολόγιο. Ζαλίζεσαι, πας να πέσεις, κατασκηνώνεις λίγο στη τουαλέτα, κάνεις ένα αυτοσχέδιο ντουζάκι και…προχωράμε. Άλλη μια ώρα πέρασε. Σχολάμε σε λίγο. Πάλι λεωφορείο, περίμενε. Πονοκέφαλος χτυπάς κι άλλα ντεπονάκια. Μέχρι έξι καλά είσαι.
Οχτώ ωρίτσες στη δουλειά, κοπανίδι, να πρέπει να είσαι εκεί 100%, αλλά και 80% καλά θα ήτανε, ταυτόχρονα δεκάδες πράγματα σου τρυπάνε το μυαλό, καυτές βελόνες, πέρα από τις αναθυμιάσεις από τις μπόμπες που χωνεύεις σαν υπομονετικός Φραγκισκανός.
Σχολάς με τα χίλια ζόρια, διαλυμένος από αϋπνία, αηδία στο στόμα-παντόφλα από τα τσιγάρα και τα χθεσινά, πας καρφί στο στούντιο, πάλι ηλεκτρικό 180 στάσεις νανουριστή σαρδέλα και τώρα πιο βρώμικος λίγο, όχι μόνο στο σώμα αλλά και στο μυαλό, καρφί Ομόνοια, βγαίνεις κουτσαίνοντας γιατί δεν θυμάσαι χτες που κατασκοτώθηκες πάνω στον ενισχυτή του μπάσου καθώς ανέβηκες στη σκηνή κι έκανες ακροβατικά για να μπεις μέσα στο drum set.
Φτάνεις στούντιο και περιμένεις τους σύ-μπαντους σου να σκάσουνε, κι αυτοί διαλυμένοι από κάποια Άλλη Μαγική Χώρα του Αττικού Οχτάωρου, αράζεις στον παλιό καναπέ και μόλις κάθεσαι συνειδητοποιείς πως ξέχασες να πάρεις καφέ από κάτω μπας και ανοίξει και πάλι το μάτι από το μακελειό νανουρίσματος του ηλεκτρικού. Ρίχνεις μερικές ωραίες βρισιές και παίρνεις πάλι το ασανσέρ σαλίγκαρο για το καφέ από κάτω.
Και όταν όλοι σκάνε από τις δουλειές τους στο στούντιο τότε αρχίζει το αληθινό πανηγύρι, γκρίνια, βαρεμάρα, κούραση, αϋπνία, βάσανα, τσακωμοί με το παραμικρό, δεν πήγε καλά το live λέει ο ένας, καλά πήγε λέει ο άλλος, δεν άκουγα τίποτα λέει ο τρίτος…όλα σκάνε μαζί σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που παίρνει φωτιά όταν κάποιος παίξει την πρώτη λάθος νότα σε κάποιο κομμάτι.
Μετά αρχίζουν οι φωνές, οι βρισιές, οι απειλές, δεν ξαναπαίζω, δεν ξαναέρχομαι στις πρόβες, παραιτούμαι, μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο κτλπ.
Δεν είναι εύκολη φάση όπως και να το κάνουμε να κάνεις δύο δουλειές και με τόση κούραση και άγχος που επικρατεί έτσι κι αλλιώς εκεί έξω το να είσαι ταυτόχρονα σκληρά εργαζόμενος αλλά και επαγγελματίας μουσικός είναι κάτι σχεδόν ακατόρθωτο. Θέλει νεύρα γερά και υπομονή δέκα Ιώβ.
Αισίως τελικά βγάζεις τη πρόβα, βγαίνεις πάλι ποδαράτος νύχτα πλέον, ξύπνιος από τις 7 το πρωί, η ώρα έχει πάει μεσάνυχτα-βγαίνουν τα φαντάσματα, Ομόνοια, όλη η μιζέρια της Ελλάδας καταλήγει εδώ σαν καζανάκι, σαν αποχέτευση, κι εσύ είσαι εδώ, περπατάς διαλυμένος, προς το σπίτι, ανοίγεις πόρτα και πέφτεις με τα ρούχα στο κρεβάτι σαν άγιο ξύλο. Δεν θυμάσαι καν αν έκλεισες την πόρτα πίσω σου…
Με τα χίλια ζόρια βάζεις δάχτυλο…στο διακόπτη του θερμοσίφωνου, φυσικά δεν έχεις καμία όρεξη να φας το οτιδήποτε και απλά περιμένεις το νερό να βράσει μπας και ξεπλύνεις τη πέτσα σου από την ολοήμερη σκόνη του δρόμου και θα είναι θαύμα αν δεν αποκοιμηθείς στη μπανιέρα σαν πάπια.
Έστω και μία ακόμη νότα μουσικής ν’ ακούσεις θα εκραγείς.
Τελικά αποκοιμιέσαι με αναμμένο το θερμοσίφωνο και αύριο πάλι φτου κι από την αρχή και ίσως και χειρότερα γιατί έχεις και πάλι live στο μαγαζί.
Τίποτα δεν είναι εύκολο αλλά και τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο αν το θες πραγματικά. Και μπορεί το να δουλεύεις πρωινή δουλειά να είναι θέμα επιβίωσης αλλά το να κάνεις και αυτό που γουστάρεις είναι κάτι που σε αποζημιώνει μέσα στο χρόνο, αργά μεν και με πολλά προβλήματα δε, αλλά το κάνει.
Πρόσεξε μόνο να μη σου αφήσει κανά κουσούρι…θέλει ρέγουλα το πράμα.
Δες το παρακάτω άλμπουμ για να δεις μερικούς πολύς διάσημους μουσικούς: