Αν και δεν γεννηθήκαμε όλοι στη Νέα Υόρκη, την πρωτεύουσα της αυθεντικής street pizza, πρέπει να ακολουθούμε κάποιους βασικούς κανόνες. Το να τρως πίτσα, είναι μια ιδιαίτερη, σχεδόν ιερή στιγμή. Αν ρωτήσεις τους γύρω σου, σίγουρα θα πάρεις θετικές απαντήσεις στην ερώτηση: «Ποιος από εσάς την λατρεύει;». Είναι λογικό, αφού ο συνδυασμός των γεύσεων που προσφέρει, είναι εκπληκτικός. Κακά τα ψέματα, αν σε κάποιον δεν αρέσει η πίτσα ή οι τηγανητές πατάτες, υπάρχει κάποια εσωτερική σύγχυση, δεν εξηγείται διαφορετικά.
Στο εξωτερικό, μιας και πιάσαμε στο στόμα μας τη Νέα Υόρκη, τρώνε συχνά αυτό το φαγητό μετά τη δουλειά ή στο διάλλειμα από αυτή. Συνήθως, αυτό συμβαίνει στο όρθιο, καθώς το λάδι της πέφτει στο χάρτινο πιάτο σου. Όσοι έχουν βρεθεί στην «Πόλη που δεν κοιμάται ποτέ», καταλαβαίνουν απόλυτα τι εννοώ. Σπάνια θα αγοράσει κάποιος Νεοϋρκέζος μία ολόκληρη πίτσα καθώς το μέγεθός της, δεν είναι το ίδιο με την πιτσαρία της γειτονιάς μας. Εκεί τιμούν το κάθε δολάριο που δίνει ο εργαζόμενος και αυτό φαίνεται στο αποτέλεσμα. Ολόκληρη πίτσα, λοιπόν, προτιμούν μόνο όταν μαζεύεται μια παρέα στο σπίτι, διαφορετικά, ζητούν ένα slice ή και δύο.
Αυτό, με τα χρόνια, έφτιαξε το δικό του μύθο και από τη συνήθεια των λίγων, έγινε η συνήθεια των πολλών, βάζοντας το χεράκι της στη κουλτούρα μιας πόλης γρήγορης, βρόμικης, αγχωτικής, χαοτικής, αλλά και πανέμορφης. Και για το λόγο αυτό, της γρήγορης καθημερινότητας δηλαδή, τρως ένα κομμάτι πίτσα και μετά πετάς το πιατάκι σου στον κάδο. Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Όχι, δεν περιμένουν να κόψουν με ηρεμία ένα κομμάτι από την πίτσα που έχουν μπροστά τους. Ας είμαστε λιγάκι σοβαροί. Το μαχαιροπίρουνο το χρησιμοποιούμε σε συγκεκριμένα φαγητά, μάλλον στα περισσότερα, όμως η πίτσα, δεν είναι ένα από αυτά. Πλένεις τα χέρια σου καλά και τρως. Ίσως από τα λίγα καλά της «δυτικοποίησης» όλα αυτά τα χρόνια, είναι αυτό. Ας το σεβαστούμε.