Η λαϊκή παράδοση του τόπου στον οποίο μεγαλώνουμε, έχει χιλιάδες ιστορίες, πραγματικές και μη, με τις οποίες αξίζει κανείς να καταπιαστεί, να μελετήσει ή ακόμα και να διηγηθεί σε άλλους. Μερικές μάλιστα χρησιμοποιούνταν από τους όχι και τόσο μακρινους προγόνους μας σαν μέσο φόβου και τρόμου. Το εύκολο παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το: «Φάε το φαΐ σου αλλιώς θα σε δώσω στον... Νταβέλη».
Ποιος όμως είναι αυτός ο Νταβέλης βρε παιδιά; Βάζω στοίχημα πως αρκετοί γεννημένοι, ακόμα και στη δεκαετία του '90 απλά θα έχετε ακουστά γι' αυτό το όνομα. Και όμως, ο λήσταρχος Χρήστος Νταβέλης αποτελεί μέρος της ιστορίας της Ελλάδος. Όχι με την καλή έννοια. Όμως ποιος είπε πως η ιστορία έχει μόνο την όμορφη πλευρά;
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Ο Χρήστος Νάτσιος (πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στο χωριό Στείρι της Βοιωτίας κάπου μέσα στο 1832 από οικογένεια βοσκών καταγόμενη από την Ήπειρο. Όσο ήταν μικρός ασχολήθηκε με τα βοσκοτόπια της Μονής Νταού στην Πεντέλη, ώσπου μια μέρα ήταν αρκετή για να του αλλάξει τη ζωή.
Ένας ηγούμενος του έδωσε ερωτικό γράμμα για να το παραδώσει σε μια μοναχή, εκείνος από περιέργεια το πήγε σε κάποιον να του το διαβάσει -καθώς ο ίδιος δεν γνώριζε γράμματα- και όταν έμαθε τι έγραφε, αποφάσισε να γνωρίσει ο ίδιος τη μοναχή. Αυτό δεν έμεινε κρυφό από τον ηγούμενο, που εξοργίστηκε και συκοφάντησε τον Νάτσιο για κλοπή. Ο ίδιος τιμωρήθηκε με ραβδισμό και στη συνέχεια έφυγε για την γενέτειρά του. Όταν επέστρεψε όμως δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Και σίγουρα καθόλου φρόνιμος.
Εκεί, ερωτεύτηκε την κόρη ενός παπά, ο οποίος όμως την είχε τάξει σε ένα πλούσιο τσέλιγκα όπως έλεγε η παράδοση τότε. Ο τσέλιγκας για να εκδικηθεί τον ήρωά μας, για την κόρη του παπά, υπέδειξε τον Νταβέλη σε ένα απόσπασμα του ελληνικού στρατού που έψαχνε κάποιον λιποτάκτη... Νάστο. Όταν τον βρήκαν, ο Νάτσιος προσπάθησε να τους πείσει για το πραγματικό του όνομα, χωρίς αποτέλεσμα και για να γλιτώσει έφυγε στα βουνά. Εκεί όπου συνάντησε το πεπρωμένο του.
Μπήκε στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του φημισμένου ληστή Κακαράπη και λίγο αργότερα δημιούργησε τη δική του συμμορία, με την οποία λήστευε ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς που κατοικούσαν στην Αττική, την Εύβοια, τη Βοιωτία και τη Φθιώτιδα.
Η στιγμή που έμελλε να κρίνει πολλά στη ζωή του, έφτασε όταν η κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, η οποία είχε ζητήσει την προστασία της συμμορίας προκειμένου να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφούς, ερωτεύτηκε τον Νταβέλη, ενώ την είχε ερωτευτεί ο υπαρχηγός του, Γιάννης Μέγας. Τότε από αδελφός, ο Μέγας μετατράπηκε σε εχθρό του Νταβέλη και κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή, για να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους.
Από τις πιο μεγάλες επιχειρήσεις του λήσταρχου Νταβέλη και της συμμορίας του, θεωρείται η σύλληψη Γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής που είχε φτάσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Για την απελευθέρωσή του αξιωματικού, ο οποίος ονομαζόταν Μπερτώ, ο Νταβέλης εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση.
Ο θρύλος του Νταβέλη μεγάλωσε όταν το 1855 η συμμορία του δρούσε κοντά στον Μαραθώνα και είχε ως κρησφύγετο το Σπήλαιο Πεντέλης ή Αμώμων. Χώρος που μέχρι και σήμερα έχει μια παράξενη αίσθηση για όποιον τον επισκέπτεται.
Την άνοιξη του 1856, κορυφώθηκε η δράση του γύρω από την Αθήνα ενώ τον Μάιο αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στο Μενίδι, αναγκάζοντάς τους να του παραδώσουν τα όπλα τους. Αυτή η ταπείνωση της Χωροφυλακής, έφερε την ανελέητη καταδίωξη του Νταβέλη και της συμμορίας του. Το τέλος αυτής της «μάχης» ήρθε μια μέρα σαν σήμερα, στις 12 Ιουλίου του 1856.
Το απόσπασμα της χωροφυλακής με επικεφαλής τον άλλοτε σύντροφο του Νταβέλη Γιάννη Μέγα, εντόπισε την συμμορία και ακολούθησε μια μεγάλη σύγκρουση. Ο Νταβέλης βλέποντας τους συντρόφους του να πέφτουν, προσφέρθηκε να μονομαχήσει μέχρι θανάτου με τον πρώην υπαρχηγό του.
Ο Μέγας, θέλοντας να πάρει εκδίκηση εναντίον του πρώην αρχηγού του, όρμησε για να του κόψει το κεφάλι με τη λόγχη του. Όμως ο Νταβέλης πρόλαβε να σκοτώσει τον Μέγα, πριν ο ίδιος τρυπηθεί από άλλον χωροφύλακα, πυροβολώντας τον και φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια». Το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.
Ανάμεσα στους θρύλους που αφορούν τον Νταβέλη, ένας τον θέλει να κατεβαίνει συχνά μεταμφιεσμένος στην Αθήνα όπου έπινε καφέ και συζητούσε ανενόχλητος στα καφενεία της πόλης. Τοπική παράδοση αναφέρει πως από το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε, μέσω υπόγειας σήραγγας, στη βίλα της Δούκισσας της Πλακεντίας όπου περνούσε ρομαντικές στιγμές μαζί της.
Αυτή ήταν η ιστορία ενός λήσταρχου που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ελληνική ιστορία. Ενός ανθρώπου που με τη δράση του, κατάφερε να μείνει χαραγμένος στο μυαλό πολλών, ως ένας από τους μεγαλύτερους κακοποιούς που γέννησε ο τόπος μας.
Και δεν έχουν άδικο, όσοι τον χαρακτηρίζουν ως τον Έλληνα Jesse James.