Έφυγε και ο Χρηστάρας ο Μπάρκας, ο αγαπημένος «Κρατς» από το Master Chef και δεν θα είναι στον τελικό. Δίκαια, άδικα, καλώς, κακώς, ας αφήσουμε αυτούς που ξέρουν και αυτούς που δοκιμάζουν τα πιάτα να κρίνουν κι ας τους εμπιστευτούμε εμείς που βλέπουμε από την τηλεόραση, διότι ως γνωστόν όσο και να γλύψεις την οθόνη της τηλεόρασης, δεν πρόκειται να ακούσεις τις οξύτητες ή να νιώσεις την αλατότητα. Οπότε ας βάλουμε στην άκρη συμπάθειες και αντιπάθειες κι ας δούμε ποιος θα νικήσει στο τέλος.
Ο Χρηστάρας ο Μπάρκας όμως, ήταν μια ειδική περίπτωση. Υπερκομματική. Ήταν ο άνθρωπος που ξεκίνησε ως «ο Κρατς», που σκόρπισε το γέλιο, που έγινε αφορμή να φτιαχτούν memes και να γίνει ένα ατέλειωτο γλέντι στα social media και στη συνέχεια ήταν ο άνθρωπος που κέρδισε τους πάντες με δυο βασικά στοιχεία: με την μαγειρική του κέρδισε τους κριτές, με το χαρακτήρα του κέρδισε κριτές, συμπαίκτες και τηλεοπτικό κοινό. Τα λέγαμε άλλωστε για τον «Κρατς» πριν μερικούς μήνες:
Είχαμε ξαναγράψει πως ο Κρατς κατάφερε να ξεχωρίσει.
Και είναι ομολογουμένως πράγμα σπάνιο, σε έναν μαγειρικό διαγωνισμό/ παιχνίδι/reality, να βρίσκεις ανθρώπους που είναι σοβαροί, που είναι συγκεντρωμένοι σε αυτό που κάνουν, που τους παραδέχονται και αποδέχονται όλοι - ακόμα κι αυτοί που μάχονται μαζί τους για ένα σημαντικό έπαθλο, που δεν προκαλούν, που δεν σαχλαμαρίζουν και απλά βάζουν το κεφάλι κάτω και δουλεύουν. Είναι από σπάνιο μέχρι ανύπαρκτο, να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, τέτοιοι παίκτες σε ελληνικό reality, διότι συνήθως συναντάμε όλων των ειδών τα νούμερα της κοινωνίας, τατουαζάκηδες και κονιόρδους, ψωνάρες που απλά θέλουν να βγουν στο γυαλί, ρουφιάνους και διαδρομιστές, διπρόσωπους και γλύφτες. Σε αναλογία, περίπου όπως συμβαίνει δηλαδή στην κοινωνία όπου ζούμε.
Αντίστοιχα, στην κοινωνία όπου ζούμε, είναι ελάχιστοι οι «Κρατς» που συναντάμε, οι αληθινοί άνθρωποι με την καθαρή ματιά, που σου λένε ακριβώς αυτό που εννοούν και πίσω από την πλάτη σου δεν θα πουν τίποτα διαφορετικό. Αυτοί που έχουν ήθος όχι μόνο όταν τους βλέπουν ή τους σημαδεύουν οι κάμερες, αλλά πάντα και παντού. Αυτό το παλικάρι από τα Γιάννενα, ο «ψυχαναγκαστικός Χρηστάρας», που δεν μπορούσε και να μαγειρεύει και να μιλάει στους κριτές, ο άνθρωπος με την ταλαιπώρια στο βλέμμα, τα είχε όλα αυτά. Όπως είχε και απέραντο σεβασμό απέναντι στους κριτές - το καταλαβαίνεις από τη γλώσσα του σώματος και μικρές λεπτομέρειες: για παράδειγμα όποτε άφηνε το πιάτο του μπροστά τους, ποτέ δεν τους γύρισε την πλάτη για να φύγει, αλλά πάντοτε έφευγε «βάζοντας όπισθεν». Κι αυτό, είναι δείγμα σεβασμού. Και δείχνει -μεταξύ πολλών άλλων- το ποιόν του ανθρώπου.
Σε έναν τελικό όπου βρίσκονται ένας πολύ αξιόλογος μάγειρας όπως είναι ο Μανώλης και η «πιο εκνευριστική Σπυριδούλα του κόσμου» που μας έχει κάνει τα συκώτια μας, φουά γκρα, με την πολυλογία της, την έπαρσή της και τη διπρόσωπη συμπεριφορά της, θα λείπει ο Χρήστος ο Μπάρκας. Τουλάχιστον έφυγε από τον διαγωνισμό όχι απλά με το κεφάλι ψηλά, όχι μόνο παλεύοντας για την παραμονή του, αλλά με το δικό του μοναδικό στυλ - το οποίο έκρυβε επιμελώς εδώ και τόσο καιρό: σε αντίθεση με άλλους παίκτες που έφυγαν και έκλαιγαν κι αυτοί και έκλαιγαν και οι συμπαίκτες τους και δάκρυζαν οι κριτές κι ήταν το πλατό σαν μνημόσυνο, ο «Κρατς», σαν να απελευθερώθηκε, σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω του που τον πλάκωνε, σαν να λυτρώθηκε, άρχισε να κελαηδάει. Να κάνει πλάκα. Να έχει μια ατάκα για όλους. Να χαμογελάει πλατιά. Έφυγε, το έβλεπες από την τηλεόραση και χαμογελούσες ή γελούσες. Ένας άνθρωπος που σου άφησε όμορφα και θετικά συναισθήματα από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδρομής του.
Ένας άνθρωπος τελικά που θα λείψει όχι απλά από το Master Chef, αλλά από την ελληνική τηλεόραση γενικώς. Διότι αφενός αυτοί οι άνθρωποι, σπανίζουν και αφετέρου η παραγωγή των σόου και των διαγωνισμών και των reality, σπάνια επιλέγει τέτοιους ανθρώπους, αυτούς που λέμε «να είχα κόρη να στην έδινα». Θέλουν πιο ιντργκαδόρικους, μουλωχτούς και ανακατωσούρες για να κάνουν νούμερα. Μόνο που ο «Κρατς» έδειξε και απέδειξε, ότι μπορούν και οι σοβαροί άνθρωποι, τα καλά παιδιά, οι χαμηλών τόνων παίκτες, αυτοί που δεν «χαμουρεύονται» με τις κάμερες και δεν νοιάζονται για την εικόνα τους αλλά για τη δουλειά τους, και μπροστά να πάνε και πολύ αγαπητοί στον κόσμο να γίνουν.