Ο Ντάρεν Κάρβιλ ήταν ένας εξαιρετικός λογιστής. Και ξέρετε όλοι πόσο δυσεύρετοι είναι οι εξαιρετικοί λογιστές. Ξέρετε επίσης ότι ένας λογιστής ξέρει όλα τα μυστικά του εργοδότη του: εταιρείες εδώ κι εκεί, κρυφοί λογαριασμοί, μυστικά ταξιδάκια, παράνομες σχέσεις, ακριβά δώρα - ο καλός ο λογιστής θα βρει τρόπο είτε να τα καλύψει όλα, είτε να κόψει τιμολόγια και να τα περάσει στα έξοδα της εταιρείας ώστε να προκύψει φοροαπαλλαγή. Είτε και τα δυο. Αλλά το θέμα δεν είναι πόσα πολλά ξέρει ο λογιστής για τον εργοδότη του, αλλά πόσα λίγα ξέρει ο εργοδότης για το λογιστή του. Ας πούμε ότι αποκλείεται να ήξερε ότι ο Ντάρεν έτρωγε τρελό μπούλινγκ όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στη δουλειά του. Ότι κουβάλαγε διάφορά ψυχολογικά, ότι είχε χαμηλή αυτοεκτίμηση κι ότι έμοιαζε με μια χύτρα όπου το νερό μέσα της έβραζε σε πολύ υψηλή θερμοκρασία. Κι όλοι καταλαβαίνουμε τι μπορεί να συμβεί αν ο ατμός δεν βρει τρόπο να βγει και η θερμοκρασία συνεχίσει να ανεβαίνει.
Ο Ντάρεν Κάρβιλ δούλευε για μια αλυσίδα συνεργείων ονόματι «Mr Clutch», ή αλλιώς «Κυρ-Συμπλέκτης». Κράταγε τα βιβλία, πέρναγε τα έσοδα και τα έξοδα, τις δαπάνες, τα δελτία αποστολής, τα τιμολόγια. Κι επειδή είναι γλυκό το ποτό της αμαρτίας, άρχισε να ξαφρίζει κάποια ποσά. Μικρά στην αρχή, λίγο μεγαλύτερα στη συνέχεια κι όσο έβλεπε ότι κανείς δεν τον έπαιρνε χαμπάρι, ο άνθρωπός μας ξεσάλωσε: έβαλε χέρι σε συνολικά 300.000 ευρώ - τα 200 χιλιάρικα τα σούφρωσε μαζεμένα την τελευταία φορά. Τελευταία όμως και όχι τυχερή, διότι τα μικροποσά και τα «ψιλίκια» κάπως τα κρύβεις: ένα αμορτισέρ από δω, μια εξάτμιση από εκεί, τέσσερις ζάντες παραπέρα, «μαγειρεύεις» 2-3 τιμολόγια, τα ανταλλακτικά χάνονται καμιά φορά, μπορείς να κουκουλώσεις την κατάσταση. Αλλά 100.000; 200.000; 300.000 ευρώ; Πώς να τα κρύψεις;
Ο Ντάρεν κατάλαβε ότι τον είχαν καταλάβει και ήταν θέμα ημερών ή και ωρών να τον μπουζουριάσουν. Και τι έκανε ο μικρός θεούλης; Έβαλε στην τσέπη τα 200 χιλιάρικα και είπε να περάσει ένα «ωραίο Σαββατοκύριακο». Όπως κάνουν οι πολύ πλούσιοι. Όπως στις ταινίες. Όπως στα πιο τρελά του όνειρα. Ξεκίνησε λοιπόν από ένα «ερωτικό κλαμπ» του Λονδίνου. Και μπορεί η εμφάνισή του να μην τον βοηθούσε ιδιαίτερα, τα 200 χιλιάρικα πάντως του άνοιξαν όλες τις πύλες του Παραδείσου: ξεκίνησε για ζέσταμα με τρία κορίτσια, όπου «έβρεξαν τα χείλη τους» με μερικά μπουκάλια ή μερικά κασόνια σαμπάνιας σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, έκαναν χρήση κοκαϊνης (υποψιάζομαι όπως ο Τόνι Μοντάνα στον «Σημαδεμένο») και τέλος πάντων η πορεία της βραδιάς τον βρήκε με 10 κορίτσια γύρω του, πλάι του, πάνω του και κάτω του.
Το επόμενο πρωινό τον βρήκε με μείον 200 χιλιάρικα στην τσέπη, καθόλου κορίτσια γύρω του, ένα φρικτό hangover, ένα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του και ολίγη από «μπουζού»: ο Ντάρεν έφαγε 2,5 χρόνια φυλακή, καθώς καταδικάστηκε για τον μισό ποινικό κώδικα - συγκεκριμένα του απαγγέλθηκαν 18 κατηγορίες. Του βγήκε ξινό; Μόνο εκείνος ξέρει. Το μετάνιωσε; Δεν γνωρίζω, αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Αν γύριζε το χρόνο πίσω θα άλλαζε κάτι; Ίσως να έπαιρνε 15-20 κορίτσια και περισσότερα Βιάγκρα…
Συμπέρασμα; Δεν υπάρχει. Τι να λέμε τώρα, να μην κάνετε μπούλινγκ στο λογιστή σας ή να τον αγαπάτε ή να φροντίσετε να τον γνωρίσετε λίγο καλύτερα, μην τυχόν και σας σουφρώσει τα λεφτά και τα φάει σε γυναίκες, σαμπάνιες και ναρκωτικά; Όλα αυτά θα έλεγε κάποιος ότι «δεν γίνονται ούτε στις ταινίες», αλλά να που έγιναν στην πραγματικότητα. Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά υπάρχει κι εκείνη η ταινιάρα με το Μπεν Άφλεκ, που λέγεται «Ο Λογιστής» και κάπως έχουμε αρχίσει να βλέπουμε το συμπαθές αυτό επάγγελμα με άλλο μάτι τελευταία.