Κανείς δεν γνωρίζει όλα τα μυστικά που κρύβει στις ρίζες του το οικογενειακό δέντρο του καθενός. Μαύρα μυστήρια τα ενδοοικογενειακά μικροδράματα μας. Ένα είναι όμως βέβαιο αδερφοί στην ταλαιπωρία:
Όταν επιστρέφεις στον πατρογονικό τόπο πρέπει να σε καταπιεί η σαν γλώσσα γάτας τσουλήθρα του χρόνου και να επισκεφτείς τουλάχιστον μία ορδή από άγριους κι οργισμένους συγγενείς σου, φορώντας μόνο ένα σκισμένο μαγιό και το αντηλιακό σου.
Έχει περάσει καιρός από τότε που κατέβηκες στο νησί. Το αυτονόητο ποιο είναι λοιπόν; Να πρέπει να χαιρετήσεις όλους σου τους φίλους και συγγενείς κι αυτό σε μία περίοδο που κανονικά θα έπρεπε να την αράζεις σε κάποια παραλία με τον ελάχιστο καρδιακό παλμό στο στήθος κι ένα τεράστιο κοκτέηλ στο χέρι με 70 τοις εκατό αλκοόλ. Έλα όμως που δεν παίξανε φράγκα φέτος (πήγανε όλα στη ΔΕΗ και τώρα κάνουν άλλοι διακοπές με τα δικά σου λεφτά, χαλάλι) κι έπρεπε να την βγάλεις λίγο στη ζούλα με δυνατό μαμίσιο φαγητό και τσάμπα διαμονή στο παιδικό σου δωμάτιο αγκαλιά με τα γκαγκανιασμένα από την υγρασία ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ και ΜΕΤΑΛ ΧΑΜΕΡ σου.
Οπότε τώρα πρέπει να τα λουστείς τα βάσανα του τζαμπατζή διακοπάκια.
Με το που σκας στο νησί αρχίζει το “γλέντι”. Πρέπει να κάτσεις να κάνεις κανονικό προγραμματισμό αν θέλεις να βγεις ζωντανός από το οικογενειακό Βιετνάμ. Τι ώρα θα δεις ποιον ακριβώς. Έτσι ώστε να μείνει και λίγος χρόνος για πιώμα και ξάπλα στον ήλιο της αυλής (δεν υπάρχει η πολυτέλεια για παραλία).
Ξεκινάς με ανάπηρο παππού στο χωριό. Αρχίζει η διαγαλαξιακή γκρίνια, πονάνε τα κόκαλα του, βαριέται μόνος του γιατί έκλεισε το καφενείο επειδή πέθανε ο καφετζής και δεν έχει πλέον πρέφα με τα κολλητάρια και στοιχήματα για κοκα κόλες, δεν μπορεί να κουνήσει από τα αρθριτικά, το σπίτι είναι χάλια και η μάνα σου γκρινιάζει επίσης που δεν έχετε χρήματα να βάλετε γυναίκα (ο παππούς την πέφτει σε ότι κινείται) ή έστω να παρκάρετε τον παππού σε κάποιο αξιοπρεπές γηροκομείο (μάλλον αυτό είναι ένα όνειρο θερινής νυκτός μιας και δεν υπάρχουν τέτοια). Ο παππούς είχε ήδη κουμπώσει μερικά ζαναξάκια πριν κάτι μήνες κι έχει στουκάρει το παλιό του Daewoo σε ένα άλλο γειτονικό παρκαρισμένο αμάξι επειδή τον πήρε ο ύπνος στο τιμόνι, στην προσπάθεια του να πάει σε ένα μνημόσυνο ενός φίλου του. Τζίφος. Τώρα βρέθηκε ο άμοιρος ο γέρος να χρωστάει ένα χιλιάρικο στον λαμαρινατζή του γείτονα. Οπότε γκρίνια κι από εκεί, δεν έχω λεφτά και δεν έχω λεφτά (τι να τα κάνει τα λεφτά άραγε ο γέρος εκατό χρονών άνθρωπος σε ένα κωλοχώρι στη μέση του πουθενα; Μα τι άλλο, φαγητό και...χμ). Του δίνει η μάνα χαρτζιλίκι γιατί όλη η σύνταξη πήγε στη ζημιά.
Κόλαση.
Φεύγουμε από τα εξοχικά δράματα του παππού και πάμε στα πιο αστικά τα δικά μας. Οι οικογένειες μαλωμένες χρόνια λόγω μίας επικής κουτσουκέλας του πατέρα, έχουν τώρα κάνει δύο μέτωπα. Κι εσύ σαν καλό παιδί που τους αγαπάς όλους και τους σέβεσαι, πρέπει να επισκεφτείς σαν ιατρικός επισκέπτης και τις δύο πλευρές και να παίξεις το ρόλο του ειρηνοποιού, του πρωτευουσιάνου με τους καλούς τρόπους και το μεταξωτό σώβρακο.
Από τη μία έχουμε την οικογένεια του πατέρα με τα δικά τους μικροδράματα, η μεγάλη κόρη χώρισε τον μεγαλογιατρό από την Αγγλία γιατί δεν άντεχε τη μάνα του, ο μικρός δεν βρίσκει γκόμενα και υποστηρίζει τον Αρτέμη Σώρρα, ο σκύλος έχει εφτά είδη καρκίνου, η γιαγιά είναι τυφλή κι έσπασε το ισχίο της πέφτοντας στην ταραμοσαλάτα, κάποιος έβγαλε έναν όγκο στο πόδι αλλά όλα καλά είναι ένας όγκος καλο-ηθικός και με τρόπους. Πέφτει ένα πενηντάρικο για το χρόνο σου κι εσύ χαμογελάς με το δέρμα τραβηγμένο σαν μουσαμάς. Όχι πως δεν νιώθεις τίποτα, απλά όλα σου πέφτουν κάπως βαριά μιας και είναι οι διακοπές σου ρε γαμώτο, δείξτε λίγο έλεος ρε παιδιά. Από την άλλη κι αυτούς πότε θα τους δεις έτσι που είσαι καρφωμένος στην πρωτεύουσα και παλεύεις με τα δικά σου μυθικά τέρατα στο Αττικό Πουθενά;
Είναι και η μάνα σου που σαν κεφαλή του σπιτιού έχει κι αυτή το τεφτέρι της από τοξικά παράπονα και στο ψυγείο ένα τόνο φρέσκο ρυζόγαλο και νευριάζει που δεν το δοκιμάζεις μιας και είσαι κάθε πρωί με χανγκόβερ και μόνο στην όψη του ξερνάς ελέφαντες. Σκίζει ο σκύλος σου την τέντα της αδερφής σου και βρίσκεσαι χρεωμένος 170 ευρώ, χαλάλι, τέντα είναι και χρειάζεται και ο σκύλος απρόσεχτος, τον αγαπάς όμως όπως και την αδερφή σου και δεν τους κάνεις ευθανασία, μετά είναι η τρίχα που έχει κάνει κουβέρτα στο μάρμαρο και η μάνα κλασικά παθαίνει επιληψία, λίγο όμως όχι πολύ. Και τα σκυλιά της τσακώνονται με το δικό σου και γίνεται παγκόσμιος πόλεμος από το γάβγισμα. Μετά είναι η γειτόνισσα που το παίζει καλή στη μάνα σου για να της βάλει το παιδί στο δημοτικό αλλά τώρα της λέει πως θα της κάνει μήνυση αν δεν μαζέψει τα σκυλιά γιατί τρομάζει η καψερή και πέφτει λέει κάθε πρωί από το κρεβάτι από την τρομάρα της.
Κι εσένα το μυαλό σου είναι μόνο σε κάτι συννεφάκια με καλώδια και ξωτικά και σε κάτι μονόκερους που τρέχουνε μέσα στο κόκκινο δειλινό, κάτω από μαγικά βουνά φτιαγμένα από ζάχαρη κι αστερόσκονη και δεν έχεις χρόνο για τέτοια μίζερα. Πρέπει όμως να βρεις χρόνο για όλους γιατί αλλιώς...γιατί αλλιώς τι άραγε;
Είναι στη μέση η αγάπη.
Και τώρα σκάει πατέρας με μία μούρη μέχρι το πάτωμα σαν τον Hellraiser από τα χρέη στις κάβες και στην ψυχή του, έχει να σε δει εκατό μήνες και το μόνο που σου λέει είναι πως πάει η δουλειά και μετά εσύ λες πάλι πως πάει η δική σου δουλειά, όχι δεν πάει και πολύ καλά, δεν έχουνε λεφτά οι τουρίστες και τους ρουφάνε τα all inclusive, κλασική ιστορία την ξέρουμε, βαριέμαι. Και μετά ακούς κάτι άλλες ιστορίες με μακαρονάδες αυτοσχέδιες φτιαγμένες από πλέξιγκλας και σκουπίδια, Ιταλίδες από το Αγρίνιο που τραγουδάνε Άννα Βίσση με συνοδεία Kronos Quartet, πισίνες με κροκόδειλους, φρέντο εσπρέσο φτιαγμένο στη σόμπα, έφοροι αρχαιοτήτων που μοιάζουν με πράκτορες της Μοσάντ που περνάνε δεύτερη ανεμοβλογιά, Ρώσους ολιγάρχες με μαγουλάδες και New Balance και κάτι ξεχασμένους Γερμανούς παντοφλοκράτορες που κουβαλάνε μπουκάλες με φυσικό αέριο στις πλάτες για το χειμώνα. Κι όμως πέφτει κι από εκεί ένα πενηντάρικο που τελικά το δίνεις στη μάνα σου για να βάλει βενζίνη (μικροδράμα κι αυτό), που να φτάσουν τα 600 της σύνταξης με 400 ευρώ το ρεύμα;
Και δώστου να μουρμουρίζει η μάνα μέσα στο αυτοκίνητο τις τιμές από την αμόλυβδη που πέφτει, λες και είναι mantra. 1,97 - 1,92 - 1,90!
Έχουμε και το άλλο μικροδράμα του ξαδέρφου σου που άνοιξε το νέο μαγαζί με τα ιαπωνικά ψωμάκια στον ατμό και δεν πάει καλά ακόμη γιατί οι νησιώτες τρώνε μόνο βραστή γίδα και χρωστάει σε όσους έχουν δύο μάτια κι έχει τη μάνα του και δουλεύει σαν τη δούλα αλλά δεν έχει να της πληρώσει μήτε τα τσιγάρα κι ο θείος ο αδερφός της μάνας σου κάνει τα πάντα, εγχειρισμένος με bypass, σερβίρει, τρέχει, πληρώνει, ζυμώνει, ψήνει, μόνο μπαλέτο δεν χορεύει ο άνθρωπος. Και περιμένουν κι αυτοί να δούνε την άσπρη μέρα από τα ντελίβερι του Δράκουλα.
Δύσκολος θα είναι λέει ο χειμώνας κι εσύ αναρωτιέσαι πότε υπήρξε χειμώνας εύκολος.
Και πέφτει μια νύχτα στο Παλέρμο (Στο Παλέρμο του μετά-Χάνδακα συγκεκριμένα) υγρή και σάπια σαν Ιρλανδική πατάτα, παίρνεις τα πόδια σου και το σκύλο σου και προσγειώνεσαι σε ένα γνώριμο σκαμπό στο κέντρο, φίλοι έρχονται και φίλοι φεύγουν, αγκαλιές φιλιά, κεράσματα, τραγούδια, εμετοί και μαζεύεις τα κομματάκια σου από ένα πεζούλι στον Άγιο Μηνά με το σκύλο να σε γλύφει στη μούρη στις έξι το πρωί. Και μετά θυμάσαι που κρατήθηκες και το έπαιξες καλός άνθρωπος και δεν έκανες την βλακεία να “εμπλακείς” με εκείνο το κορίτσι που έκανε pole dancing στο Instagram της και που σε πέρασε λέει δήθεν για γνωστό γλύπτη και τα χαλάς όλα λέγοντας πως μένεις με την λεπρή μάνα σου σε ένα παιδικό δωμάτιο γεμάτο σπάνια Αλμανάκο. Εκείνη φεύγει βρίζοντας κι εσύ βάζεις τα κλάματα κάτω από μία μουρνιά. Και ναι τώρα είναι μια καλή στιγμή να περάσεις μία γερή κρίση ηλικίας και να αρχίσεις cross fit.
Κι όλα αυτά και πάλι για χάρη της Αγάπης.
Και βρίσκεις τον εαυτό σου να μετρά λευκές τρίχες στο κεφάλι το πρωί που παίρνεις το λουτρό σου, να κοιτάς τη σάρκα σου που χαλαρώνει λεπτό το λεπτό, χάπια για το στομάχι, χάπια για το έντερο, χάπια για τα δόντια, χάπια για τη πίεση, χάπια για το συκώτι, χάπια για τη διάθεση σου που ανεβοκατεβαίνει σαν χαλασμένο τρενάκι του Αλλού κι έχει κι αυτό τα θύματα του, συνήθως ανθρώπους που αγαπάς και θέλεις κοντά σου.
Ποιος νοιάζεται τώρα για νεκρές βασίλισσες και για επιδόματα, πολέμους, βενζίνες, λιμούς, καταποντισμούς, σεισμούς, πυρκαγιές, εκλογές, εντελώς άκυρα μετρό σε ιστορικές πλατείες, έβερεστ ενοίκια, τρομερά λάθη, gentrification και η λίστα απλά δεν τελειώνει ποτέ. Μπαίνεις κι εσύ σαν τον Λάνσελοτ χωρίς μπρατσάκια στο πλοίο κι έχει δέκα μποφόρ και αυτό σε κάνει χαρούμενο μιας και η φουρτούνα νανουρίζει τον καημό της επιστροφής πίσω στην Αθήνα, πάντα με τη συνοδεία λευκού ξηρού κι ένα κουτάκι δραμαμίνες αγκαλιά. Πατάς στο Τσέρνομπιλ του Πειραιά κι όλα έρχονται αργά και σταθερά μέσα στο αυλάκι τους το ήδη προδιαγεγραμμένο από τις Μοίρες.
Καλό χειμώνα να έχουμε και με ανούσια επιδόματα στα πανιά μας.
Την βγάζω δεν την βγάζω φέτος, όπως λέει κι ο παππούς.