Ποιος άραγε θυμάται την εποχή που το Metropolis ήταν ακόμη στις δόξες του; Μέχρι και η Virgin είχε τότε δισκοπωλείο, φαντάσου. Η χαρά μου ήταν να έρθει η ώρα να σχολάσω από το σχολείο και να τρέξω στο Metropolis για να δω τις νέες κυκλοφορίες. Ναι ήμουν εντελώς τρελαμένος με τα CD.
Μπορεί να ακούγεται πλέον εντελώς τρελό αλλά κάποτε υπήρχαν άνθρωποι που αγόραζαν τόνους από αυτό το πλαστικό δισκάκι που πλέον χρησιμοποιείται μόνο στο να το κρεμάμε στο μπαλκόνι για να διώχνει τα περιστέρια.
Στο σπίτι μου ακόμη ακούω CD και δεν έχω την ίδια αγάπη για τα βινύλια. Ουσιαστικά δεν μου αρέσουν πολύ τα βινύλια. Είναι τεράστια, χαλάνε εύκολα και χρειάζονται πολύ χώρο. Τα CD από την άλλη τα λατρεύω. Με αυτά μεγάλωσα. Το πρώτο μου CD player μου το έκανε δώρο ο θείος μου, ο αδερφός της μάνας μου κι ακόμη το έχω και δουλεύει μια χαρά.
Πλέον έχω την αίσθηση πως κανείς δεν ακούει μουσική με τον τρόπο που ακούγαμε κάποτε. Κανείς δεν είναι τόσο πορωμένος ώστε να δώσει τον οβολό του και να πάρει ένα δίσκο ή ένα CD. Σίγουρα υπάρχει όλη εκείνη η μόδα με τα βινύλια και αυτό φυσικά είναι κάτι καλό αλλά από την άλλη οι άνδρες δεν ακούνε ουσιαστικά μουσική πλέον.
Το ίντερνετ φυσικά δεν είναι δικαιολογία. Εγώ ας πούμε κάθε μέρα κάνω streaming άπειρη μουσική από το ίντερνετ και αυτό είναι κάτι υπέροχο. Είναι τρομερά ανακουφιστικό (πολιτικά αλλά και κοινωνιολογικά μιλώντας) πως κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να φτιάξει το δικό του άλμπουμ σε κάποια online πλατφόρμα όπως είναι το bandcamp και το soundcloud.
Σίγουρα όμως η μουσική παιδεία μας λείπει. Ο Έλληνας δεν είναι μουσικόφιλος, ποτέ δεν ήταν, πέρα δηλαδή από την κλασική συνταγή του σκυλάδικου. Ο Έλληνας βαριέται και δεν έχει καμία όρεξη να κάτσει να ψάξει να ακούσει ποιοτική μουσική κι αυτό νομίζω συμβαίνει λόγω έλλειψης κουλτούρας. Οι δικαιολογίες του τύπου πως πλέον το ίντερνετ έχει καταστρέψει την δισκογραφία είναι βλακείες.
Στην Αθήνα πλέον έχουν μείνει κάποια δισκάδικα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στο εξωτερικό όμως δεν είναι έτσι. Μπορεί να πας σε μία μικρή πόλη και να βρεις τρία ή και τέσσερα δισκάδικα που πραγματικά να έχουν ότι θέλεις. Την δεκαετία του ενενήντα όλοι ακούγανε μουσική λίγο πιο σωστά, πλέον όλα έχουν διαλυθεί αλλά ακόμη προσπαθώ να καταλάβω ακριβώς το γιατί. Υποψιάζομαι πως το ζήτημα εκτός από πολιτικό είναι και κοινωνιολογικό. Στην Ελλάδα είμασταν πάντα του «γκράντε» και του «τουπέ», αν κάτι δεν είναι του μεγέθους ενός Θεοδωράκη ή Χατζιδάκη, απλά δεν το ακούμε.
Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ τη δική μου ζωή χωρίς κάθε μέρα να ανακαλύπτω κι ένα διαφορετικό bandcamp από ανθρώπους που δεν τους ξέρει ουσιαστικά κανείς. Για μένα αυτό είναι υπέροχο, είναι ο σοσιαλισμός στην πιο αγνή του μορφή. Κοίτα να δεις που τελικά περιμέναμε από τη μουσική να μας μάθει να είμαστε σωστοί πολίτες. Άραγε ο Έλληνας υπήρξε ποτέ πολίτης ή απλά παρέμεινε για πάντα καταδικασμένος σε μία ζοφερή ιδιωτικότητα η οποία βουλοπλέει μέρα και νύχτα εντός μίας «γκράντε» μετριότητας;
Εκτός από το ποδόσφαιρο, τα αυτοκίνητα, τις γυναίκες και τα βιντεοπαιχνίδια, ο Έλληνας δεν έχει κάτι άλλο να επιδείξει και ιδιαίτερα όταν τα παραπάνω τέσσερα στοιχεία που τον συνθέτουν μεταφράζονται στον δικό μου κάπως διαφορετικό εγκέφαλο ως «οπαδική εκτόνωση», «κόμπλεξ κατωτερότητας», «ανασφάλεια» και «απύθμενη ανία».
Είναι τόσο κρίμα που πλέον κανείς δεν έχει κάτι να πει για τη μουσική. Έστω για τον ήχο. Ακόμη και ο θόρυβος της πόλης έχει το ενδιαφέρον του. Ακόμη και οι ήχοι του σώματος μας είναι μουσική ή οι ήχοι που κάνει η καρδιά μας όταν χτυπάει. Κανείς δεν ακούει τίποτα πλέον. Έχουμε αφεθεί σε ένα ποτάμι προς την εγκεφαλική, συναισθηματική και σωματική εγκατάλειψη.
Εγώ πάντως ακόμη νοσταλγώ τα χρόνια που αγόραζα Metal Hammer και ξημεροβραδιαζόμουν έξω από το Metropolis, κι αν αυτό φαίνεται αδιάφορο και ίσως γελοίο για μερικούς, εμένα ακόμη με κρατάει εν ζωή αυτό το όμορφο συναίσθημα της μουσικής και του ήχου.