Όταν εκείνος ανέβαινε στα σύρματα της Σκεπαστής ή τις φορές που στεκόταν με ανοιγμένα τα χέρια στη γραμμή του άουτ αναπαριστώντας τον Δικέφαλο, εγώ έσκυβα το κεφάλι για να μην τον βλέπω να πανηγυρίζει. Εκείνος, από την μεριά του, αναγκαζόταν να χαμηλώσει το βλέμμα του όταν εγώ χοροπηδούσα στην κερκίδα για το γκολ της ομάδας μου. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον Ντέμη Νικολαΐδη.
Παρ' όλα αυτά τον εκτιμώ όσο δεν πάει και δυσκολεύομαι να θυμηθώ κάποιον άλλο ποδοσφαιράνθρωπο που να έχει διατηρήσει τόσο άψογα τη συνέπεια λόγου κι έργων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Από τα χρόνια του ως ποδοσφαιριστής, μέχρι την μετέπειτα πορεία του ως παράγοντας και ως ραδιοφωνικός σχολιαστής, η χροιά της φωνής του ανέκαθεν μου έβγαζε μια ντομπρίλα που δύσκολα συναντάς στον μαγικό κόσμο όλων εκείνων που βγάζουν το ψωμί τους τρώνε το ψωμί των άλλων ασχολούμενοι με τα του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Χθες δεν ήταν η χροιά της φωνής του, αλλά ο τρόπος που συνδύαζε λέξεις, προτάσεις και ουσία:
Μέσα σε μερικές αράδες τα είπε όλα.
Δύσκολα θα ακούσεις ή θα διαβάσεις κάποιον να σηκώνει το δάχτυλο για να υποδείξει ως φταίχτη κάποιον που λογίζεται ως «δικός του». Ανάμεσα στα κακώς κείμενα του τελικού της ντροπής και στα όσα τον ακολούθησαν, ο Ντέμης δεν παραλείπει να στηλιτεύσει τον σύλλογο στον οποίο ανήκει (όχι θεσμικά αλλά ολοκληρωτικά, ως ύπαρξη δηλαδή) για την στάση του. Του αποδίδει ευθύνες και δεν χαϊδεύει αυτιά, λέει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. Δεν μεταθέτει το πρόβλημα στους άλλους, σου λέει νέτα σκέτα «κι εμείς μέρος του προβλήματος είμαστε». Ξέρει πως η τοποθέτησή του θα εγείρει αντιδράσεις, ωστόσο τοποθετείται ξεκάθαρα, χωρίς γυμνοσαλιαγκισμούς, χωρίς να προσπαθεί να χαϊδέψει αυτιά που είναι συνηθισμένα στις κολακείες των αυλικών.