Κάποτε είχα ακούσει την εξής παροιμιώδη ατάκα από τα χείλια ενός μαλλιά: «Ακούω ΜΕΤΑΛ, ξυπνάω ΜΕΤΑΛ, κοιμάμαι ΜΕΤΑΛ, ζω ΜΕΤΑΛ». Τότε, παρότι και εγώ είχα ακόμη μαλλιά ινδιάνας γιαγιάς από το Περού, μου είχε φανεί αρκούντως γραφική. Αρκετά χρόνια μετά αναρωτιέμαι μήπως, τελικά, είχα φανεί υπερβολικά επικριτικός.
Νομίζω ότι φέτος κλείνω 20 χρόνια που μπορώ να λέω ότι είμαι μεταλλάς –με ότι γελάκια από φίλους και γνωστούς συνεπάγεται αυτό. Η αλήθεια όμως είναι ότι δε με νοιάζει. Όχι επειδή είμαι πολύ «μάγκα» αλλά διότι η σχέση μου με τη συγκεκριμένη μουσική είναι σχέση ζωής. Με μεγάλωσε κανονικά και πολλές φορές ήταν εκεί για μένα όταν δεν βρισκόταν κανείς άλλος δίπλα μου. Όποιος από εσάς είναι του ίδιου ή παρόμοιου μουσικού «σιναφιού» νομίζω καταλαβαίνει καλά για τι πράγμα μιλάω.
Τώρα θα μου πεις για ποιο λόγο κάθομαι και στα γράφω αυτά; Καταρχάς επειδή το γράψιμο, κακά τα ψέματα, είναι μεγάλη ψυχοθεραπεία. Αλλά και γιατί πριν λίγο καιρό νομίζω ότι έπιασα ξανά ένα νήμα που είχα αφήσει εδώ και καιρό: ένα κουβάρι αναμνήσεων που είναι γεμάτο από heavy metal συναυλίες.
Δε θα πολυλογήσω επί αυτού. Πιθανόν να μην ξέρεις καν ποιοι είναι οι Manilla Road. Κι η αλήθεια είναι πως αν δεν ΖΕΙΣ ΜΕΤΑΛ πιθανόν να μη σε νοιάζει καθόλου. Αν όμως κάποτε αγάπησες τους Iron Maiden και τους Metallica, καλό θα ήταν να τους ρίξεις ένα αυτί. Μιας και πρόκειται για ένα από τα πλέον θρυλικά και αδικημένα συγκροτήματα της underground σκηνής των 80s.
Στο εμβληματικό live-άδικο ΚΥΤΤΑΡΟ ήταν όλοι τους εκεί για τη συναυλία της εν λόγω μπάντας. Μιλάω για φάτσες που θα μπορούσαν να παίζουν κομπάρσοι στο τηλεοπτικό "The Vikiings". Για πρόσωπα που εδώ και χρόνια βλέπω ξανά και ξανά σε υπόγες και φεστιβάλ. Πάντα εκεί, με μια μπύρα στο χέρι, με υψωμένες γροθιές, sing along βροντερό και ασταμάτητο headbanging μέχρι να πιαστεί ο σβέρκος και να ακούγεται σαν πόρτα που πιτσικάρει.
Σε τέτοιες «καμένες» -για τους έξω από τον χορό και το moshpit- συναυλίες το κοινό δεν ποζάρει. Δεν έχει έρθει για να κάνει μόστρα, το αντίθετο. Είδα ανθρώπους να τρώνε «γεμιστά της μαμάς τους» στα σκαλάκια, να είναι σαράντα χρονών στελέχη εταιρειών και να τραγουδάνε σα σχολιαρόπαιδα, να έχουν γυναίκα και παιδιά σπίτι αλλά να κάθονται όταν έχει τελειώσει η συναυλία και να φωνάζουν ρυθμικά το όνομα της μπάντας για ακόμη ένα encore. Για λίγα εξτρά λεπτά αγνής ανόθευτης μεταλλικής χαράς. Είδα έναν οπαδό, όταν τέλειωσε η φάση, να πιάνει και να φιλάει ευλαβικά το χέρι του ντράμερ. Ναι, το είδα. Και στιγμιαία δε μου φάνηκε καθόλου περίεργο.
Όπως δε μου φάνηκε περίεργο όταν την άλλη μέρα είχε βραχνιάσει ο λαιμός μου από τις φωνές. Πόναγε ο σβέρκος μου λες και είχα δουλέψει οικοδομή και τα πόδια μου ήταν πρησμένα από το χοροπηδητό. Δε μου φαινόταν περίεργο διότι μέσα σε 100 λεπτά βρήκα ξανά αυτό που είχα χάσει εδώ και καιρό. Τον έφηβο μέσα μου, αυτόν που δεν τον νοιάζει τι λένε οι άλλοι αλλά του αρκεί η μουσική του για να τα ξεχάσει όλα.
Διότι, τελικά, η εφηβεία ήταν εκείνη η ηλικία που μας καθόρισε. Τότε που τα όνειρα ήταν μεγάλα, οι εμπειρίες πρωτόγνωρες και πίστευες ακράδαντα πως θα ζήσεις όπως μονάχα εσύ ορίζεις. Και προσωπικά για μένα το heavy metal υπήρξε ένα τεράστιο κεφάλαιο εκείνης της εποχής. Σε σημείο που αντιλαμβάνομαι πια πως δεν ξεπέρασα ποτέ την εφηβεία μου πραγματικά –όπως και τη μουσική που αγαπάω περισσότερο από κάθε άλλη. Και είναι μάλλον κάτι που νομίζω (κι ελπίζω) ότι δε θα συμβεί ποτέ. Διότι, ξέρεις κάτι, τελικά; Έχω την αίσθηση πως δεν χρειάζεται καθόλου να αφήσουμε την εφηβεία μας πίσω. Αφού, μάλλον, δεν έχουμε απολύτως κανέναν λόγο για να το κάνουμε.