«Ο Carlo δεν ήταν πολεμιστής. Ήταν δειλός και δουλοπρεπής». Αυτή είναι η μία όψη του νομίμαστος δια στόματος του αρχιμαφιόζου και μεγάλου κεφαλιού της Οικογένειας Bonanno, Joseph Bonanno για το άτομο του Carlo Gambino. Λόγια προσβλητικά και άστοχα θα σκεφτεί κανείς αν αναλογιστεί το τρέμουλο και την ιστορία που κουβαλάει αυτό το όνομα στους κύκλους της Cosa Nostra και του Οργανωμένου Εγκλήματος των ΗΠΑ. Μια ματιά ωστόσο να ρίξει κανείς σε κάποια φωτογραφία του, θα αρχίσει να αναρωτιέται αν όντως πρόκειται για έναν διαβόητο μαφιόζο ή για έναν τίμιο υπηρέτη. Μια ευγενική φυσιογνωμία, δίχως ματαιοδοξία στο βλέμμα ή σκληράδα στις εκφράσεις. Ένα άτομο προσιτό και καλοκάγαθο, σαν μια «Μητέρα Τερέζα» με αντρικά χαρακτηριστικά.
Κάτι εντελώς μακρινό από τα «μάτσο» αρχέτυπα που οικειοποίησε η Μαφία στα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης, κάτι εντελώς αντίθετο από τους συναδέλφους του, Al Capone, Charlie «Lucky» Luciano, Meyer Lansky ή «Bugsy» Siegel.
Η αλήθεια είναι ότι ο Carlo Gambino, o «Πατέρας» της Οικογένειας Gambino ήταν διαφορετικής πάστας από τους υπόλοιπους μαφιόζους, ωστόσο πίσω από το χαμόγελο και το ευπρεπές παρουσιαστικό, τις λαμπρές ιδέες και την ταπεινή προσωπικότητα, έκρυβε μια πιο σκληρή εικόνα, ενός ανθρώπου που το όραμά του ξεπερνούσε τις αρχές της Σικιελιανής Μαφίας, που η μεγαλομανία και η διάθεσή του να αγγίξει τον ουρανό με τα άστρα, ξεπερνούσε σε μεγάλο βαθμό την ανθρωπιά που εξέπεμπε στον γύρω κόσμο. Η επίδρασή του υπήρξε τεράστια και ένας τύπος που αφήνει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στα βιβλία της Μαφίας, σίγουρα δεν είναι ποτέ Άγιος. Όσον και αν αυτό έδειχνε.
Αν μπορούμε να επιλέξουμε ένα στοιχείο που τον έκανε να διαφέρει από τους υπόλοιπους, αυτό ήταν σίγουρα η υπομονή και η πίστη στο δόγμα πως «το καλό πράγμα αργεί». Ο Joseph Bonanno εξέφρασε την άποψη στην αρχή του κειμένου όταν είδε το τότε αφεντικό του Carlo, Albert Anastasia να τον χαστουκίζει μπροστά σε όλο τον κόσμο επειδή είχε αποτύχει σε μια απλή αποστολή.
«Σύμφωνα με τον δικό μου κώδικα τιμής, αυτό δεν θα το είχα ανεχτεί ποτέ δημόσια. Ο Carlo όμως το δέχτηκε δουλοπρεπώς, με ένα όμως περιφρονητικό χαμόγελο», ήταν τα λόγια του Bonanno, ο οποίος δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τότε ότι αυτό το χαμόγελο, ήταν μια έκφραση που θα έπρεπε να φοβάται ακόμα και ο απίστευτα σκληρός Anastasia.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά
Ο Gambino όπως μαρτυράει το όνομά του, ήταν Ιταλός υπήκοος, γεννημένος (24/8/1902) και μεγαλωμένος στο Palermo όντας μέλος μιας μικροαστικής οικογένειας, σε μια περιοχή όμως που ανήκε στην «Κοινωνία Τιμής» (στα ιταλικά Onorata Societa), γνωστή εκείνη την εποχή ως η μαφία της Σικελίας. Η παιδική του ηλικία ήταν ήσυχη, η εφηβεία του παρόλα αυτά ήταν «ανήσυχη». Έχοντας ως ήρωα τον Don Vito Cascio Ferro, τον πιο γνωστό μαφιόζο στην Ιταλία άρχισε να αναπτύσσει δεσμούς με την τοπική μαφία. Το όραμα για μεγάλα πράγματα είχε μπει για τα καλά στο μυαλό του μικρού Gambino και το μονοπάτι ήταν ένα. Να μεταβεί στην Αμερική.
Μπαίνοντας λαθραία στο πλοίο SS Vincenzo Florio φτάνει στη Land of Opportunity και συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη στις 23 Δεκεμβρίου του 1921 και η σταδιοδρομία του ξεκινάει όντας μέλος της συμμορίας του πιο διαβόητου μαφιόζου εκείνο τον καιρό. Είναι η εποχή που κουμάντο στο Κέντρο του Κόσμου κάνει ο Joe Masseria και η φαμίλιά του, ωστόσο η νέα φουρνιά Αμερικανο-Ιταλομαφιόζων (μεταξύ των οποίων οι «Lucky» Luciano, Albert Anastasia, Frank Scalise, Vito Genovese και Meyer Lansky) έχουν το μυαλό τους στο λαμπρό «αύριο» αλλά μεγάλο εμπόδιο φαντάζει η «Mustache Pete» (δηλαδή η παλιά σχολή μαφιόζων) η οποία δεν είχε (κατά τους ίδιους) κατανείμει σωστά την εξουσία και τα εισοδήματα στις τότε «εγκληματικές» οικογένειες. Μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο ήταν ότι οι παλιές παραδόσεις της Σικελιανής μαφίας δεν επέτρεπαν τους δεσμούς με γκάνγκστερς που δεν είχαν σικελιανή καταγωγή (όπως π.χ. η εβραϊκή μαφία).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 ξεσπάει εμφύλιος μεταξύ των δύο μεγάλων κεφαλών της μαφίας (γνωστός και ως «Πόλεμος του Castalamarese»), Masseria και Salvatore Maranzano, ο οποίος κράτησε 4 χρόνια χρόνια προκαλώντας αβεβαιότητα ακόμα και στους κύκλους του οργανωμένου εγκλήματος. Προκειμένου να μη θρηνήσουν άλλα θύματα οι νέοι μαφιόζοι αποφασίζουν να τερματίσουν τον πόλεμο, ιδρύοντας μια συνδυκαλιστική οργάνωση, το «Εθνικό Συνδικάτο του Εγκλήματος» το οποίο θα συντόνιζε όλες τις φαμίλιες της Νέας Υόρκης. Έχει φτάσει η εποχή για το «νέο αίμα» να κυριαρχήσει και με πρωτοβουλία του Lucky Luciano, δολοφονούνται τόσο ο Massseria, όσο και ο Maranzano. Τώρα πια οι μεγάλες Οικογένειες της ιταλο-αμερικανικής μαφίας «που ήλεγχαν» τη Νέα Υόρκη εκπροσωπούνται στην Επιτροπή από τις κεφαλές τους, Lucky Luciano, Joseph Bonanno, Joe Profaci, Tommy Galiano και Vincent Mangano. Στην τελευταία φαμίλια ανήκε πλέον ο Gambino ο οποίος λίγα μετά το θάνατο του Masseria δούλεψε για λίγο και για τον Maranzano.
Οι παλιές «πληγές» κλείνουν με αίμα
Έχοντας πλέον δουλέψει πλάι στους παραπάνω κυρίους και τώρα με τον Vincent Mangano, o Carlo Gambino πλέον είχε τρομερές γνώσεις γύρω από τις κινήσεις της Μαφίας. Μοιραζόταν την επιτυχία και την επιρροή του αφεντικού του στη Νέα Υόρκη, ωστόσο επέλεξε να ζει σαν απλός αστός σε μια κακόφημη μάλιστα περιοχή του Brooklyn, το Ocean Parkway, όπου παντρεύτηκε την πρώτη ξαδέρφη του, Catherine Castellanο. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, έχοντας μάλιστα έναν ευτυχισμένο γάμο.
Μετά από χρόνια, ο διάσημος hitman της οικογένειας Gambino, Sammy «The Bull» Gravano αποκάλυψε το πόσο διαφορετικά έβλεπε ο Gambino τον γάμο και την εξαιρετική συμβουλή που του είχε δώσει. Ένα tip τόσο βαθύ και «τόσο Cosa nostra» όπως λέει ο Gravano, που θα έκανε και τους πιο σκληρόπετσους γκάνγκστερς πιστούς στις γυναίκες τους:
Ασχολούμενος με το λιμάνι του Brooklyn είχε αρχίσει να αποκτά μεγάλη περιουσία, ξεκινώντας παράλληλα την ανάμειξή του σε επιχειρηματικούς κόλπους μακριά από αυτούς που συνήθιζε η μαφία. Σύντομα όμως τα πράγματα θα άλλαζαν και ο απλός Carlo θα έβλεπε μυστηριωδώς τα αδέρφια Mangano να εξαφανίζονται και τον Albert Anastasia να γίνεται αρχηγός της φαμίλιας. Ο Albert ήταν σκληρός, αδίστακτος και ένας από τους μεγαλύτερους δολοφόνους που έχει γνωρίσει ποτέ η Μαφία (λέγεται ότι αυτός έφαγε τους Mangano) παρόλα αυτά όρισε ως υπαρχηγό του, τον Gambino.
Πλάι του ο Carlo έμαθε να είναι σκληρός και ανελέητος. Πλέον δεν ήταν αυτός το κουτάβι που πήγαινε δειλά στη μάχη, ήταν καιρός να ανέλθει στην κορυφή. Όντας αρκετά χρόνια στο πλευρό του Anastasia, το 1957 άδραξε την ευκαιρία και με βοήθεια από τον Vito Genovese και έναν ακόμα ισχυρό μαφιόζο, τον Frank Costello, ανταπέδωσε το χαστούκι που του είχε ρίξει κάποτε ο Anastasia με ένα ακόμα πιο ισχυρό. Με ένα θανατηφόρο χτύπημα την ώρα που βρισκόταν σε ένα κουρείο στο Manhattan.
Η θέση του αρχηγού ήταν πλέον δική του
Ο Gambino δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω. Η οικογένεια Mangano μετονόμαστηκε σε Οικογένεια Gambino, με τον Genovese να τρίβει τα χέρια του πιστεύοντας ότι είχε μια πολύ καλή «μαριονέτα» προκειμένου να του κάνει τα θελήματα και να τον ελέγχει μια και πλέον ήταν η κορυφή της μίας εκ των πέντε «οικογενειών» της Μαφίας. Μάταια όμως.
Ο Gambino δεν ήταν μια μαλθακή προσωπικότητα και αυτό το απέδειξε δολοφονώντας τους δυο πιο πιστούς άνδρες του Anastasia, τους Johnny Roberts Robilotto και Armand Rava. Πέραν αυτού όμως «βλέποντας» πιο σφαιρικά τα πράγματα και προκειμένου να κλείσει παλιές υποθέσεις, αποφάσισε να σταματήσει τις δολοφονίες, προσθέτοντας πιστούς του Anastasia στη φαμίλια του. Η κίνησή του να προσλάβει τον Aniello «Neil» Dellacroce, έναν σαδιστή δολοφόνο ως προστάτη και δεξί του χέρι ξένισε πολλούς όπως και τον αδερφό του Anastasia, Tough Tony.
Ο κόσμος πλέον ανήκε στον Gambino, ο οποίος πέραν των παράνομων δραστηριοτήτων (πειρατία, παράνομα παιχνίδια και προστασία) ανοίχτηκε στον επιχειρηματικό κόσμο, όπως στα οικοδομικά και τεχνικά έργα, τη Wall Street, τις συμβάσεις περισυλλογής απορριμάτων και μεταφορές με φορτηγά, μένοντας ταυτόχρονα μακριά από το εμπόριο ναρκωτικών προκειμένου να μην έχει μπλεξίματα με τη δικαιοσύνη.
Τα τελευταία χρόνια
Όλοι είχαν ανάγκη τη συνεργασία του, εκείνος πάλι δεν χρειαζόταν κανέναν χωρίς ωστόσο να ξεχνάει τους δεσμούς προς τις υπόλοιπες οικογένειες. Ήταν αποδεκτός από όλους για αυτό και τον έπαιρναν πάντα στα σοβαρά. Κάποια στιγμή λοιπόν οι Costello, Giancana και Lansky, απογοητεύκαν από τις μεγαλομανείς τάσεις του Genovese, στράφηκαν προς την πλευρά του Gambino προκειμένου να τον «σωπάσουν» για πάντα.
Τελικώς αντί να τον δολοφονήσουν, ο Gambino κατάφερε κάτι καλύτερα. Να τον κατηγορήσουν και τελικά να τον συλλάβουν για εμπορία ναρκωτικών. Ο Genovese καταδικάστηκε με ισόβια φυλάκιση και πέθανε τελικά στη στενή.
Ο Gambino υπήρξε σε όλη του ζωή ο καλός πατριάρχης. Όσες φωτογραφίες του από μεγάλη ηλικία και αν κοιτάξεις, θα νομίζεις ότι είναι ένας καλοκάγαθος και ευτυχισμένος παππούς που ζει ήσυχα με την οικογένειά του. Η αλήθεια είναι πως σε αντίθεση με τους σκληρόπετσους αρχηγούς του οργανωμένου εγκλήματος, ο γάμος του ήταν ευτυχισμένος και όταν η σύζυγός του, Catherine πέθανε άρχισαν και τα προβλήματα με την καρδιά του. Λίγα χρόνια αργότερα απήγαγαν τον ανιψιό του, Tommy και παρότι πλήρωσε τα λίτρα, το πτώμα του βρέθηκε μετά από καιρό κοντά στον αερολιμένα του Newark. Η ψυχή του δεν άντεχε πλέον πολλα.
Ακόμα και το κυνήγι το οποίο διέταξε έναν νεαρό και μπρουτάλ τύπο, το οποίο κατέληξε στη δολοφονία των υποψήφιων απαγωγέων, δεν τον έκανε να αισθανθεί καλύτερα. Το 1972 παραδίδει τη σκυτάλη της φαμίλιας στον γαμπρό του, Paul Castellano και τελικώς πεθαίνει στις 15 Οκτωβρίου του 1976 σε ηλικία 74 ετών από την τρίτη και φαρμακερή καρδιακή προσβολή στη ζωή του, στο σπίτι του στο Long Island.
Ακολούθησε διήμερη αγρυπνία στην καθολική εκκλησία Roman Grace του Brooklyn, με το άψυχο σώμα του να θαύεται πλάι σε εκείνα των Charlie Luciano, Joe Colombo, Vito Genovese, Joseph Profaci και Sal Maranzano στο νεκροταφείο St. John του Middle Village στο Queens.
Όσο για τον διάδοχο, Paul Castellano, συνέχισε το έργο του Carlo διατηρώντας τον όρο ότι κανείς από τη φαμίλια δεν θα ασχολείτο με το εμπόριο ναρκωτικών. Όλα αυτά μέχρι να αποκτήσει δύναμη και του τη «φέρει» το δεξί του χέρι, ο άνθρωπος που έφερε εις πέραν την αποστολή να κυνηγήσει τους δράστες της δολοφονίας του Tommy Gambino.
Το όνομά του, ήταν John Gotti.