Λευτέρης Παρτσάλης Κάποιες φορές πρέπει να κάνεις ένα διάλειμμα από την πατρότητα για να γίνεις καλύτερος πατέρας

Ο Αρμπέν Μπαϊρακτάρι είναι μετανάστης, είναι οικοδόμος, αλλά πάνω από όλα είναι πατέρας, ακόμα κι αν η μετανάστευση του στέρησε για λίγο αυτή την ιδιότητα.

Βάζοντας «πλώρη» για Σεπόλια, η σύνδεση με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο και την οικογένειά του γίνεται σχεδόν αυτόματα. Η φράση “Just a kid from Sepolia” έχει κάνει αυτή η γωνιά στη δυτική πλευρά της πόλης από ένα υποβαθμισμένο προάστιο, σε ένα σύμβολο αγώνα, θέλησης και επιτυχίας. Ακόμα και για τον κόσμο που έχει ζήσει και ξέρει τα Σεπόλια, το όνομα Αντετοκούνμπο τα επισκιάζει όλα. Όμως αυτή τη φορά βρισκόμαστε στα Σεπόλια για να ακούσουμε μια λίγο διαφορετική ιστορία. 

Το GPS μας φέρνει σε ένα κάποτε κλασικό για την Αθήνα καφενείο, από αυτά που κάποτε υπήρχαν παντού στην Αθήνα και πλέον είναι ελάχιστα, εκεί δίνουν το άτυπο ραντεβού τους Αλβανοί μετανάστες της περιοχής στα ρεπό τους και τις αργίες. Μην ξεχνάμε ότι τα Σεπόλια ήταν διαχρονικά τόπος υποδοχής μεταναστών, πολύ πριν τους Νιγηριανούς, τους Αλβανούς, τους Πολωνούς και άλλους μετανάστες, εσωτερικοί μετανάστες, κυρίως από τη Μύκονο, έστησαν τα θεμέλια ενός melting pot το πνεύμα του οποίου επιζεί ακόμα σε κάποια από αυτά τα καφενεία. Εκεί μας περίμενε ο Αρμπέν Μπαϊρακτάρι.

Κάτω από μια φωτογραφία του Μπεράτ και ανάμεσα σε συμπατριώτες του που ξόδευαν λίγο χρόνο πριν από το κυριακάτικο τραπέζι μας μίλησε για την αγαπημένη του ιδιότητα που δεν είναι ούτε αυτή του μετανάστη, ούτε αυτή του οικοδόμου, αλλά αυτή του πατέρα. Η ιστορία του Αρμπέν δεν είναι πρωτότυπη, αλλά είναι σχετικά άγνωστη και γι’αυτό αξίζει να ειπωθεί. Είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς που πέρασαν σε κάποια στιγμή της ζωής τους την ελληνοαλβανική μεθόριο για ένα καλύτερο αύριο, όχι απαραίτητα για τους ίδιους. 

 

LP5R7450

 

Σε ηλικία 25 ετών ο Αρμπέν μόλις έχει αποκτήσει τη δεύτερη κόρη του, έχει ήδη μια κόρη 3 ετών και νιώθει τον ασφυκτικό κλοιό της μετανάστευσης να σφίγγει γύρω του. Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό, δεν ήταν η πείνα αυτή που τον ανάγκασε να φύγει από την Αλβανία, αλλά κάτι που μάλλον τον «έτρωγε» περισσότερο. Βλέποντας τους συνομηλίκους να εγκαταλείπουν ένας-ένας το χωριό, σκέφτεται ότι πρέπει να το κάνει κι αυτός για να μπορέσουν οι κόρες του να ζήσουν ένα μέλλον που θα τους άξιζε πραγματικά. Ο κύβος ερρίφθη και το πρώτο παράνομο πέρασμα με τα πόδια από την Κορυτσά στην Ελλάδα έγινε πριν από 27 χρόνια. 

Εύκολο να το λέμε σήμερα, αλλά εκείνο το «ρίξιμο» κράτησε παραπάνω από μία στιγμή. Από τη μία έπρεπε να μπει στο ζύγι το ότι θα άφηνε για άγνωστο χρονικό διάστημα τις κόρες του, από την άλλη ότι αυτός ήταν μονόδρομος για να ζήσουν όπως τους άξιζε και παρά το ότι πήρε τη σωστή όπως νομίζει σήμερα απόφαση, το ότι άφησε πίσω τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του, ακόμα και σήμερα του έχει αφήσει ένα αίσθημα ενοχής. Το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα κράτησε 3 μέρες, μέχρι που έφτασε στη Λάρισα, τις επόμενες 6 μέρες κοιμόταν με άλλους συμπατριώτες του σε ένα γιαπί περιμένοντας να βρει μια δουλειά και πάνω που είχε απελπιστεί και ήταν έτοιμος να γυρίσει τρέχοντας στην Αλβανία, ήρθε το πρώτο μεροκάματο, συγκομιδή καπνών για 3.000 δρχ. 

Για τρεις ολόκληρους μήνες δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής στην οικογένειά του, δεν ήξεραν αν ζει ή αν πέθανε, δεν υπήρχε καν τηλεφωνική σύνδεση και το μόνο που έκανε ήταν να δουλεύει και να μαζέψει κάποια λεφτά για να γυρίσει πίσω στις κόρες του. Με τα πρώτα λεφτά αγόρασε ένα κασετόφωνο γι’αυτές και γύρισε πίσω να δει την οικογένειά του. Αυτό το παράνομο πήγαινε-έλα έγινε λίγες φορές ακόμα μέχρι να καταφέρει να βγάλει μια ετήσια βίζα στο ελληνικό προξενείο στο Αργυρόκαστρο, μια βίζα που τον πλήγωσε.

 

 LP5R7436

 

Στα σχεδόν 30 χρόνια που βρίσκεται στην Ελλάδα ο Αρμπέν δεν ένιωσε ποτέ ανεπιθύμητος, ούτε έχει να πει ιστορίες ρατσιστικής αντιμετώπισης, αλλά υπάρχει μια εξαίρεση που τον πονάει ακόμα και ήθελε να τη μοιραστεί γιατί δεν αφορούσε αυτόν. Στην εποχή της μεγάλης σκούπας το ‘96 σε αστυνομικό έλεγχο στο Ρίο και με τη βίζα στο χέρι η πρόθεση των αρχών ήταν να απελαθεί. Μην μπορώντας να τους πείσει για τη γνησιότητα των εγγράφων του, έβγαλε από το πορτοφόλι την πρώτη φωτογραφία των κορών του σε μια προσπάθεια να πείσει τους αστυνομικούς ότι είναι ένας οικογενειάρχης που έρχεται να δουλέψει για αυτές. «Σιγά, έχω κι εγώ δυο σκυλάκια σπίτι» ήταν η απάντηση μιας αστυνομικού, μια φράση που ακόμα και σήμερα τον κάνει να κλαίει. Δεν έχει καμία άλλη πικρία, ούτε τον ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος γι’αυτόν, αλλά αυτή η φράση ήταν μαχαίρι στην καρδιά όπως έδειξε και με τη χειρονομία με τη γροθιά στο στήθος του. 

Παρά το ότι ήταν μια εμπειρία που τον πλήγωσε, και τον πονάει ακόμα, σε καμία περίπτωση δεν ήταν κάτι που να τον αποθάρρυνε από τον στόχο του που δεν ήταν άλλος από το να ολοκληρώσει το σπίτι που έφτιαχνε στα Σεπόλια και να ενωθεί και πάλι με τη σύζυγο και τις κόρες του κάτω από την ίδια στέγη. 

Στα χρόνια που πηγαινοερχόταν, ένα καλοκαίρι κατάφερε να βγάλει μια τουριστική βίζα στη μεγάλη του κόρη για να περάσουν μαζί το καλοκαίρι. Αυτή ήταν μια πρόβα τζενεράλε για τη επανένωση, αλλά ίσως αυτό που έδρασε σαν καταλύτης ήταν όταν γύρισε μια φορά στην Αλβανία και η μικρή του κόρη δεν τον αναγνώρισε σαν πατέρα της. Ο Αρμπέν είχε ευκαιρίες σε αυτά τα χρόνια για να επιταχύνει τη διαδικασία της επανένωσης, αλλά ήθελε να την κάνει σωστά. Από τη μία έπρεπε το σπίτι που θα βρουν εδώ να είναι πλήρως εξοπλισμένο, μπορεί να ήταν γκαρσονιέρα, αλλά δεν θα έφερνε τη γυναίκα του σε ένα σπίτι χωρίς πλυντήριο, από την άλλη ήθελε η οικογένειά του να μην ζήσει την εμπειρία του παράνομου περάσματος, έπρεπε να περάσουν με βίζες και χαρτιά σύμφωνα με το γράμμα του νόμου.

 

LP5R7472

 

Έγραψε ο ίδιος τις κόρες του στο σχολείο και με τα ελληνικά που έχει προλάβει να μάθει μπόρεσε να ανατρέψει ακόμα και το στερεότυπο του μετανάστη που χρησιμοποιεί για μεταφραστή τα παιδιά του. Αντί να τον βοηθήσουν οι κόρες του στην ένταξη, τις βοήθησε αυτός, τις διάβαζε τα πρώτα χρόνια. Ακόμα κι όταν έφτασε η στιγμή που δεν μπορούσε πια να τις διαβάζει συνέχιζε να πηγαίνει συχνά στο σχολείο και να ρωτάει πώς τα πηγαίνουν, πήγαινε αμέσως μετά τη δουλειά με τα ρούχα της οικοδομής χωρίς ντρέπεται, ένιωθε περήφανος με αυτά τα ρούχα. Αυτό ήταν και το τελευταίο μεγάλο μάθημα προς τις κόρες του, να μην ντρέπονται, και να μάθουν να είναι περήφανες για αυτό που είναι, για τη δουλεία και για το από που προέρχονται. 

Με μια δόση χιούμορ αναφέρει πως το τελευταίο πράγμα που έχει να περιμένει είναι ένα εγγόνι για να κλείσει αυτός ο κύκλος, αλλά και χωρίς αυτό είναι περήφανος για τις κόρες του και βλέποντάς τις ξέρει ότι όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια σαν αγρότης, κηπουρός, οικοδόμος κλπ, άξιζαν μέχρι τέλους. 

 

LP5R7550

 

Η ιστορία του Αρμπέν μοιάζει λίγο πολύ με όλες τις ιστορίες μεταναστών πατεράδων, από τα Σεπόλια και την πλ. Αμερικής, μέχρι την Κυψέλη. Αλλά το ότι μας την είπε στα Σεπόλια έχει μια σημασία παραπάνω. Τα Σεπόλια θα μείνουν για πάντα στην ιστορία ως η γειτονιά του Γιάννη Αντετοκούνμπο και δικαιώς. Όμως τα Σεπόλια είναι η γειτονιά και του Αρμπέν Μπαϊρακτάρι όπως και κάθε άλλου μετανάστη που έφτιαξε τη ζωή του ξεκινώντας από το μηδέν δημιουργώντας μια οικογένεια που μπορεί να μην γίνει ποτέ τόσο διάσημη όσο αυτή των Αντετοκούνμπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει όλους τους σωστούς λόγους για να νιώθει περήφανη ως οικογένεια. Άνθρωποι σαν τον Αρμπέν γεμίζουν με νόημα την έννοια του πατέρα, ακόμα κι έπρεπε να απουσιάσουν για λίγο, γιατί τελικά ο πατέρας είναι πάντα παρών. 

 

Περισσότερα κείμενα σε περιμένουν στο αφιέρωμα του Ratpack.gr, το οποίο θα ανανεώνεται καθημερινά τις ημέρες (17-19/6). Με ένα κλικ στην παρακάτω φωτογραφία μπες σε όλο το αφιέρωμα «Πατέρας; Παρών!»:

1600x900



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved