Κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών βίας μεταξύ ανηλίκων. Μία απλή αναζήτηση στο Google αρκεί για να δημιουργηθεί ένα ψηφιδωτό από επιθέσεις, εκφοβισμούς, ξυλοδαρμούς και αίμα. Δίψα για δύναμη και επιβολή στον αδύναμο. Έφηβοι που λύνουν τις διαφορές τους με μαχαίρια, που οδηγούνται στο νοσοκομείο, που βιντεοσκοπούν τις αποτρόπαιες πράξεις τους, είτε για «φιγούρα» είτε για «επιβεβαίωση». Έφηβοι που αλλάζουν ρόλους με ευκολία σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της βίας: Άλλες φορές στον ρόλο του θύτη και άλλες στον ρόλο του θύματος. Από τα Σεπόλια στην Καισαριανή και από εκεί στη Θεσσαλονίκη μέχρι την Κρήτη. Γονείς που τρέμουν για τα παιδιά τους, γονείς που αδιαφορούν και μία Πολιτεία «μουδιασμένη» που δεν τολμάει να πάρει την ευθύνη. Διότι αυτή είναι μία κατάσταση που μας αφορά όλους.
Η ψυχολόγος Μαρίνα Μόσχα μίλησε στο Ratpack σχετικά με το ζήτημα που μαστίζει την κοινωνία και μεταξύ άλλων αναφερθήκαμε στο κατά πόσο τα social media γιγαντώνουν το πρόβλημα, στο πού βρίσκονται οι ρίζες του προβλήματος και στο τι πρέπει να κάνει η κοινωνία ώστε να βάλεις τέλος σε αυτήν την κατάσταση.
Κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες περισταστικών βίας μεταξύ ανηλίκων. Τι είναι αυτό που έχει οδηγήσει σε αυτήν την έξαρση;
Η βία υπήρχε, υπάρχει και δυστυχώς θα υπάρχει. Απλά σήμερα μαθαίνουμε πολύ πιο εύκολα για τα περιστατικά της μέσα από τα ΜΜΕ και τα social media που εν μέρει γίνεται «μόδα» από τη μία αλλά και ενισχύοντας βίαιες πράξεις κυνηγώντας τα …likes. Επιπλέον, η πανδημία έχει βοηθήσει στη πιο μικρή ανοχή σε καταστάσεις που σε άλλες περιπτώσεις ενδεχομένως θα περνούσαν απαρατήρητες.
Η πανδημία -και όσα έφερε ο εγκλεισμός στην ψυχική υγεία μας- αποτέλεσε μία ωραία «δικαιολογία» για όλες τις βίαιες συμπεριφορές. Πού βρίσκονται στην πραγματικότητα οι ρίζες του προβλήματος;
Είναι γεγονός πως η πανδημία έκλεισε τους ανθρώπους μέσα στο σπίτι, φέρνοντάς τους αντιμέτωπους ακόμα και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Πριν τις καραντίνες υπήρχε εκτόνωση σε μεγάλο βαθμό εκτός σπιτιού για μικρούς και μεγάλους. Με τους εγκλεισμούς όμως, η δυνατότητα αυτή περιορίστηκε σε σημαντικά, αυξάνοντας τη βία εντός σπιτιού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πριν δεν υπήρχε ενδοοικογενειακή βία. Εννοείται πως υπήρχε, τελευταία όμως η ψυχική κατάσταση του θύτη (όπως και του θύματος) επιφορτίστηκε πολύ περισσότερο, ερχόμενος σε καθημερινή 24ωρη επαφή με το ίδιο άτομο - αν προσθέσουμε και πιθανά οικογενειακά ή και οικονομικά προβλήματα, έλλειψη ηρεμίας, κλπ. Οπωσδήποτε η πανδημία επηρέασε αρνητικά αυξάνοντας την βία, η οποία όμως υπήρχε και πριν από την πανδημία. Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, βλέπουμε ότι η ανθρώπινη φύση είναι βίαιη, ασχέτως αν μέσω κανόνων προσπαθούμε να την περιχαρακώσουμε, να την ελέγξουμε και να την αποτρέψουμε. Μάλιστα, ένα από τα πιο μεγάλα debates είναι το αν ο άνθρωπος γεννιέται βίαιος ή αν γίνεται στην εξελικτική του πορεία, όπου συνήθως τα συμπεράσματα καταλήγουν πως είναι συνδυασμός και των δύο παραγόντων: μπορεί να γεννιόμαστε με βίαια ένστικτα, σημαντικό ρόλο όμως παίζει και η κοινωνία στο αν αυτά τα ένστικτα θα βρουν έναν πιο δημιουργικό τρόπο έκφρασης ή θα ακολουθήσουν το βίαιο μονοπάτι.
Χρειάζεται και η βοήθεια του κράτους όπως και των εκπαιδευτικών, μία συνολική προσπάθεια για να αποτραπεί η έξαρση βίας
Γιατί οι έφηβοι νιώθουν τόσο θυμό και ξεσπούν σε βίαιες συμπεριφορές;
Η εφηβεία είναι μία περίοδος που χαρακτηρίζεται από έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, παρορμητικότητα, εναλλαγές στη διάθεση, αντιδραστικότητα. Στοιχεία και συναισθηματικές καταστάσεις δηλαδή που επηρεάζουν τον έφηβο ο οποίος δεν μπορεί πάντα να τις διαχειριστεί. Όταν όμως φτάνει στο σημείο να γίνει βίαιος και να συντηρεί αυτή την βιαιότητα στη συμπεριφορά του, ασφαλώς συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πυροδοτούν αυτή την πιο βίαιη έκφραση. Πιθανά παραδείγματα είναι μία επίσης βίαιη συμπεριφορά μέσα στην οικογένεια, κακοποίηση, παραμέληση/αδιαφορία από τους γονείς, μίμηση προς άλλους συνομηλίκους, αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, όπου δεν υπάρχουν αναστολές, όπως και μία πιθανή ψυχιατρική διαταραχή, όπου ο έφηβος δεν έχει τόσο καλή επαφή με την πραγματικότητα. Η έντονη ανάγκη του εφήβου επίσης «να ανήκει» στην ομάδα των φίλων του, στην παρέα, μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες και παραβατικές συμπεριφορές, για να ταιριάξει και να είναι αποδεκτός, ασχέτως αν μέσα του συμφωνεί ή διαφωνεί με τις πρακτικές της παρέας, όπως και ο φόβος – «μπορεί να διαφωνώ αλλά νιώθω εγκλωβισμένος και δεν μπορώ να ξεφύγω».
Σε κάθε περιστατικό βίας ανηλίκων που έρχεται στην επιφάνεια, το πρώτο πράγμα που σχολιάζει η κοινή γνώμη είναι τους γονείς του θύτη. Πόση αλήθεια υπάρχει μέσα σε αυτόν τον σχολιασμό; Είναι όντως ευθύνη των γονιών; Ή μήπως έχουμε και εμείς ως κοινωνία και ως εκπαιδευτικό σύστημα την ευθύνη;
Ασφαλώς και είναι ευθύνη όλων μας η έξαρση της βίας που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό στα σχολεία. Ευθύνη φέρει και η κοινωνία που δυστυχώς φαίνεται να αδιαφορεί, αφήνοντας τα σχολεία για παράδειγμα ανεξέλεγκτα. Ευθύνη έχει και το εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς χρειάζεται να γίνουν μεταρρυθμίσεις όσον αφορά την ασφάλεια των μαθητών, το ποιος μπαίνει και βγαίνει τόσο εύκολα στα σχολικά κτήρια αλλά και τι «κουβαλάει» μαζί του. Την κύρια ευθύνη όμως την έχουν οι γονείς, καθώς το παιδί μεγαλώνει σε μία οικογένεια από ανθρώπους που με το παράδειγμά τους διαμορφώνουν την προσωπικότητά του. Ίσως βέβαια σκεφτείτε και την γνωστή παροιμία: «από αγκάθι βγαίνει ρόδο και από ρόδο βγαίνει αγκάθι» που φυσικά και ισχύει, σε πιο μικρό ποσοστό όμως.
Τα νέα παιδιά, από μικρή ηλικία, βομβαρδίζονται με πληροφορίες και εικόνες βίας: Ταινίες, video games, ακόμη και νεανικά είδη μουσικής (όπως η trap), κανονικοποιούν την βία, την κάνουν mainstream και προτρέπουν σε αυτήν. Είναι όντως μέρος του προβλήματος ή μήπως τελικά είναι ένας μύθος;
Δυστυχώς, η απάντηση είναι «Ναι, είναι μέρος του προβλήματος», δεν φτάνουν όμως μόνο αυτά, αν σκεφτούμε πως βία υπήρχε και πριν. Βέβαια, μετά τις καραντίνες όπου τα παιδιά και οι έφηβοι αναγκαστικά για αρκετό καιρό επικοινωνούσαν μέσα από μία οθόνη, είτε για το μάθημα, είτε για την διασκέδαση παίζοντας παιχνίδια ή παρακολουθώντας ταινίες και σειρές, είτε για την κοινωνικοποίησή τους. Γνώρισαν έναν διαφορετικό τρόπο επαφής του ενός με τον άλλον και σαν κάπου να χάθηκε το όριο. Άλλωστε τα παιχνίδια για παράδειγμα, δεν έχουν όριο, καθώς μπορεί ο ήρωας μπορεί να σκοτώσει χωρίς κόστος αλλά και να σκοτωθεί – έχει αρκετές «ζωές» να θυσιάσει για να ανέβει επίπεδο και το πολύ πολύ να συνεχίσει από την προηγούμενη «πίστα» ή να χάσει λίγους βαθμούς. Μόνο που στην πραγματική ζωή, δεν υπάρχουν πέρα από μία ζωές να θυσιάσει αλλά μία και πολύτιμη. Χάνεται το όριο ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, όπου η βία αποκτά μία κανονικότητα, σαν να μπλέκονται οι δύο αυτοί κόσμοι. Πόσο μάλλον όταν το παιδί έρχεται σε επαφή με αυτή την πλευρά της βίας, την ωμή βία, από την μικρή του ηλικία που ακόμα διαμορφώνεται η προσωπικότητά του. Επιπλέον, υπάρχει και η δομή προσωπικότητας, τα χαρακτηριολογικά μας χαρακτηριστικά που μπορούν να κάνουν έναν έφηβο πιο επιθετικό, όπως και το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει (οικογένεια, συγγενείς, φίλοι, συμμαθητές, κλπ). Η αποκλίνουσα συμπεριφορά σχετίζεται και με ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η επιρροή των συνομηλίκων, τα πρότυπα μίμησης, η ψυχο-συναισθηματική αστάθεια, κλπ.
Στην εποχή των social media έχουμε διακρίνει πως τα παιδιά, όχι απλώς γίνονται πρωταγωνιστές σε περιστατικά βίας, αλλά ανεβάζουν τα «κατορθώματά τους» στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Είναι έτοιμα να ασκήσουν βία για φιγούρα ή είναι η δύναμη που τους γοητεύει; Αυτή η επιβολή του δυνατού προς τον αδύναμο;
Σήμερα φαίνεται ότι είναι πιο σημαντικό να «ανεβάσουμε» το τι συμβαίνει γύρω μας από το να αποτρέψουμε ένα περιστατικό βίας. Πραγματικά πολύ λυπηρό, σαν να χάθηκε το συναίσθημα ή πιο σωστά η ενσυναίσθηση, το να μπορώ «να μπω στα παπούτσια του άλλου», να νιώσω όπως και εκείνος, να συναισθανθώ. Αντίθετα, να βιντεοσκοπήσω για να πάρω likes που θα μου δώσουν μία πρόσκαιρη επιβεβαίωση, έως ότου αναζητήσω το επόμενο «ενδιαφέρον θέμα» για να πάρω και πάλι την επιβεβαίωση που αναζητώ, να νιώσω ότι αξίζω… Μάλιστα, όταν βλέπω τον κόσμο μέσα από την οθόνη του κινητού μου, είναι σαν να εξομοιώνεται η εικόνα, σαν να παρακολουθώ μία ταινία ή ένα βιντεοπαιχνίδι, όπου δεν είναι αληθινό αυτό που συμβαίνει μπροστά μου, υποβιβάζεται ως γεγονός… Και κάπως έτσι, χάνεται και πάλι η επαφή με την πραγματικότητα και το όριο, χάνεται και η ανθρωπιά μας μαζί. Όσον αφορά στη ψυχολογία του θύτη, φυσικά η δύναμη που αυξάνεται μέσα από τον «θαυμασμό και την προσοχή» των άλλων, τον γοητεύει όλο και περισσότερο, κάνοντας την «φιγούρα» του. Αυτό ακριβώς αναζητά, την επιβεβαίωση, την προσοχή, που συνήθως δεν παίρνει από την ίδια του την οικογένεια και «βρίσκει αλλού» να την αναπληρώσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, συνήθως ο θύτης έχει υπάρξει θύμα μέσα στην ίδια του την οικογένεια, μαθαίνοντας αυτόν τον τρόπο, άρα αυτό έχει μάθει να κάνει και προφανώς δεν βρέθηκε ποτέ κανείς να ασχοληθεί μαζί του μαθαίνοντας ποιο είναι το «σωστό», να τον οριοθετήσει. Κάτι που τώρα μπορεί ο ίδιος να κάνει, μέσα από την επιβολή του δυνατού προς τον αδύναμο, κρύβοντας την δική του αδυναμία πίσω από αυτήν ακριβώς τη δύναμη: της πρόκλησης φόβου προς τους άλλους. Τέλος, δεν είναι μόνο οι θύτες αλλά και οι παρευρισκόμενοι ή οι θεατές, τα άτομα εκείνα δηλαδή που απλά ακολουθούν ή εκτελούν τις εντολές του θύτη που συνήθως είναι και ο αρχηγός της παρέας.
Η έντονη ανάγκη του εφήβου επίσης «να ανήκει» στην ομάδα των φίλων του, στην παρέα, μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες και παραβατικές συμπεριφορές, για να ταιριάξει και να είναι αποδεκτός
Η βία γεννάει βία. Πώς θα σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος; Πώς μπορούμε να προστατεύσουμε τα παιδιά μας πριν βρεθούν στη θέση του θύματος ή του θύτη; Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνει η κοινωνία; Φτάνει μόνο η απόδοση ευθυνών στον εκάστοτε ένοχο;
Η απόδοση ευθυνών από μόνη της δεν μπορεί να δώσει αποτέλεσμα, η διαχείριση μιας κατάστασης είναι αυτή που δίνει καρπούς. Άρα λοιπόν, για να σταματήσει ο φαύλος κύκλος πρώτα από όλα χρειάζεται να ξεκινήσουμε από εκεί που γεννιέται η βία, άρα από τους γονείς, όπου είτε είναι και εκείνοι βίαιοι ή δεν γνωρίζουν πως να μάθουν στο παιδί τους την έννοια του σεβασμού. Και όταν μιλάμε για σεβασμό, χρειάζεται πρώτα το παιδί να μάθει να σέβεται τον εαυτό του για να μπορεί στη συνέχεια να σεβαστεί και τους συνανθρώπους του. Άρα το πρώτο είναι οι γονείς να είναι δίπλα στα παιδιά τους όχι ελεγκτικά αλλά με ενδιαφέρον, ώστε να αναπτύξουν μία καλή σχέση μαζί τους. Το κράτος επίσης, χρειάζεται να αναλάβει το δικό του μερίδιο ευθύνης, οργανώνοντας δομές που λειτουργούν όμως και που θα ελέγχονται αυστηρά για το έργο τους, να υπάρξει έλεγχος στα σχολεία, στήριξη και εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, σχολικοί ψυχολόγοι, κλπ. Πιο απλά, χρειάζεται μία συνολική προσπάθεια για την καταπολέμηση της βίας και όχι μεμονωμένες σπασμωδικές αντιδράσεις που δεν φέρνουν αποτέλεσμα.
Πώς μπορούμε να καταλάβουμε -ποια είναι τα σημάδια- που δείχνουν ότι ένα παιδί έχει αντικοινωνική συμπεριφορά. Και πώς μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ένα παιδί είναι θύμα bullying;
Υπάρχουν σημάδια που δεν είναι όμως πάντα τόσο ορατά. Για αυτό χρειάζεται ο γονιός να είναι ευαισθητοποιημένος ως προς αυτά τα θέματα και να μην θεωρεί ότι αποκλείεται να συμβεί στο δικό του το παιδί ή πως το παιδί θα του μιλήσει αν αντιμετωπίσει πρόβλημα. Συνήθως το παιδί ντρέπεται ή και φοβάται να μιλήσει στην περίπτωση του θύματος ή και του παρευρισκόμενου (θεατή), ενώ στην περίπτωση του θύτη δεν βρίσκει λόγο να μιλήσει.
Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ένα παιδί είναι θύμα bullying;
Αποφυγή βλεμματικής επαφής γύρω από θέματα που αφορούν συγκεκριμένους φίλους, συμμαθητές ή το σχολείο, αποφεύγει να βρεθεί με άλλα παιδιά γενικά ή με συγκεκριμένα παιδιά ενώ πριν αναζητούσε την παρέα τους. Μελανιές ή μώλωπες στο σώμα, σκισμένα ρούχα, σωματικές ενοχλήσεις, διαταραχή στον ύπνο ή στην όρεξη για φαγητό (απώλεια ή αύξηση βάρους), αλλαγή στη διάθεση, άγχος, ένταση, ευερεθιστότητα, εκνευρισμός-ξεσπάσματα, ανεξήγητη εχθρικότητα ή επιθετικότητα που εκφράζεται πιο εύκολα προς τα ζώα ή προς πιο μικρά και αδύναμα παιδιά με τη μορφή εκφοβισμού. Ορατή στενοχώρια ή/και ανεξήγητη κούραση, εσωστρέφεια, μελαγχολία. Φαίνεται σκεπτικό, σαν κάτι να το απασχολεί, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί, μειωμένες σχολικές ή και αθλητικές επιδόσεις, δεν θέλει να πάει σχολείο-προτιμά να απομονώνεται, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζεται νυχτερινή ενούρηση (κυρίως σε πιο μικρές ηλικίες). Αν πρόκειται για ηλεκτρονικό εκφοβισμό, μπορεί να αποφεύγει ή να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την σχέση του με το κινητό ή τον υπολογιστή αλλά με έναν καταναγκαστικό τρόπο.
Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ένα παιδί παρουσιάζει αντικοινωνική συμπεριφορά;
Διάφορες έρευνες έχουν καταλήξει στο ότι ένα παιδί μπορεί να παρουσιάσει μία πιο επιθετική και βίαιη συμπεριφορά όταν προέρχεται από οικογένεια όπου επίσης υπάρχει βία ή και ψυχική αστάθεια. Άρα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι ο γονιός θα παρατηρήσει πιθανές αλλαγές στο παιδί του ή ότι θα «καταλάβει» ότι το παιδί του δεν πρέπει να φέρεται βίαια, όταν τα ίδια τα μέλη της οικογένειας φέρονται με παρόμοιο τρόπο. Η αντικοινωνική συμπεριφορά μπορεί να φανεί στο σχολείο κυρίως από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα άλλα παιδιά αλλά και τους καθηγητές, δεν υπάρχει οριοθέτηση, προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή πάνω του ακόμα και με αθέμιτους τρόπους, λέει ψέματα, χειραγωγεί άλλους, δημιουργεί εντάσεις, φασαρίες, τσακώνεται εύκολα, βίαιη συμπεριφορά προς τα ζώα, κλπ.
Πριν μία 20ετία οι γονείς ήταν αρκετά τιμωρητικοί. Σήμερα έχουμε περάσει σε πιο «παιδοκεντρικές» οικογένειες. Μάλιστα σε βαθμό που είναι επιτρεπτικές οι βίαιες συμπεριφορές. Πού βρίσκεται το όριο που πρέπει να θέσουν οι γονείς;
Μιλάμε για το φαινόμενο της εποχής μας, όπου το παιδί βρίσκεται στο κέντρο και ο γονιός χορεύει γύρω του καμαρώνοντας ακόμα και συμπεριφορές που θα έπρεπε να παρατηρήσει και να μειώσει. Η παιδοκεντρική αυτή κοινωνία μεγαλώνει όμως προβληματικά παιδιά, καθώς το παιδί μαθαίνει πως βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και όλα και όλοι πρέπει να κινούνται γύρω του. Αποτέλεσμα, να κάνει ότι θέλει, εφόσον πολλές φορές έχει και την ενίσχυση από το γονιό. Φέρνω στο μυαλό μου κάποιες περιπτώσεις ανάλογες, όπου με το που έμαθε ο γονιός πως το παιδί του έκανε φασαρία στο σχολείο, η πρώτη του κουβέντα ήταν «τι του κάνανε;», όχι να ρωτήσει να μάθει τι συνέβη. Όταν ο γονιός λοιπόν δεν μπορεί να βάλει όρια, καταλαβαίνουμε πόσο εύκολα μπορεί να παρεκτραπεί ο έφηβος, είναι σα να παίρνει φόρα και να μην ξέρει που να σταματήσει, γίνεται κινούμενη βόμβα χωρίς οριοθέτηση. Το όριο είναι αυτό που δίνει ασφάλεια στο παιδί από την μικρή του ηλικία, μάλιστα βλέπουμε παιδιά χωρίς όρια, να προσπαθούν με τον τρόπο τους να προκαλούν ασυναίσθητα το γονιό να βάλει όριο για να νιώσουν σιγουριά και ασφάλεια από τη μία αλλά και για να μπορούν να το διαπραγματευτούν, αναπτύσσοντας τις δεξιότητές τους από την άλλη. Επίσης, η καλή σχέση – που καλλιεργείται και πάλι από την μικρή ηλικία – θα κάνει το παιδί να νιώσει αποδεκτό, θα το μάθει να εκφράζεται ψυχοσυναισθηματικά, να έχει αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό του αλλά και σεβασμό προς τους άλλους. Φυσικά, το όριο μπαίνει σταδιακά από την μικρή ηλικία και όχι ξαφνικά στα 15-16 χρόνια του εφήβου, όπου κάποιοι γονείς αντιδρούν σπασμωδικά και κάνουν ακόμα χειρότερη την κατάσταση… Αν οι γονείς νιώθουν πως δεν μπορούν αν διαχειριστούν την κατάσταση με το παιδί τους, η βοήθεια ειδικού είναι απαραίτητη.
Κάθε φορά που γινόμαστε μάρτυρες ενός περιστατικού βίας, ανοίγει το θέμα για αυστηροποίηση των ποινών. Είναι λύση του προβλήματος για το bullying ή δεν πρόκειται ν’ αλλάξει απολύτως τίποτα;
Η κάθε κοινωνία έχει κανόνες για την ομαλή της λειτουργία και την ασφάλεια που έχουν ανάγκη να νιώθουν τα μέλη της. Όταν αυτοί οι κανόνες καταπατώνται, υπάρχει η ανάλογη τιμωρία η οποία θεωρητικά λειτουργεί αποτρεπτικά προς την καταπάτηση των κανόνων, διατηρώντας την αίσθηση ασφάλειας και τη συνοχή. Ασφαλώς λοιπόν και χρειάζεται η τιμωρία, ως αποτρεπτικός παράγοντας, κάτι που οι ειδικοί στα θέματα ποινών μπορούν να αναθεωρήσουν. Για εμένα όμως, αν θέλουμε πραγματικά να καταπολεμήσουμε την βία σε όλες τις μορφές της σε ένα αρκετά καλό ποσοστό, χρειάζεται να υπάρξει και η ανάλογη παιδεία και δεν εννοώ τα πτυχία. Πιο απλά, να δημιουργηθούν σχολές γονέων με υποχρεωτική παρουσία και των δύο γονιών ώστε η εκπαίδευση να ξεκινήσει από τους ίδιους, οι οποίοι θα ανοίξουν τους ορίζοντές τους γύρω από θέματα τα οποία ενδεχομένως έχουν διαστρεβλωμένα στο μυαλό τους με αποτέλεσμα να τα μεταδίδουν επίσης διαστρεβλωμένα και στα παιδιά τους. Να απαντηθούν οι απορίες τους γύρω από την διαπαιδαγώγηση αλλά και να μοιραστούν με ειδικούς τα πιθανά προβλήματα που αντιμετωπίζουν με τα παιδιά τους και τρόπους διαχείρισης. Επιπλέον, να αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι για το παιδί, ο γονιός να είναι εκεί όχι μόνο ως φυσική παρουσία αλλά ψυχή και σώμα, να ασχολείται με το παιδί του, να είναι κοντά, να το «παρακολουθεί» διακριτικά, να ενισχύει τις θετικές συμπεριφορές του, έτσι ώστε και το παιδί να αισθάνεται πως μπορεί να μοιραστεί μαζί του ότι το απασχολεί, εφόσον νιώθει πως ο γονιός του «είναι εκεί». Φυσικά, χρειάζεται και η βοήθεια του κράτους όπως και των εκπαιδευτικών, μία συνολική προσπάθεια για να αποτραπεί η έξαρση βίας. Όταν για παράδειγμα ο εκπαιδευτικός αντιλαμβάνεται πως υπάρχει πρόβλημα με έναν μαθητή να μπορεί να το αναφέρει κάπου που θα βρει όμως ανταπόκριση και να βρει και ο ίδιος την στήριξη που χρειάζεται όταν σε πολλές περιπτώσεις απειλείται και ο ίδιος. Τέλος, οι σχολικοί ψυχολόγοι είναι απαραίτητοι σε οποιαδήποτε δομή υπάρχουν άνθρωποι, πόσο μάλλον στα σχολεία με τις παιδικές ψυχές που βρίσκονται σε ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη.
Μαρίνα Μόσχα
MA Κλινικής Ψυχολογίας, MSc Θετικής Ψυχοθεραπείας