Δεν έχω ξαναταξιδέψει περισσότερο στη ζωή μου. Το Ουαϊόμινγκ, το μέρος που αποκαλώ σπίτι, είναι ό,τι γνώριζα μέχρι σήμερα. Όταν ήμουν 12 ετών είχα ταξιδέψει με τον πατέρα μου μέχρι το Όουλ Κρικ, μία κωμόπολη λίγο πιο έξω από το δάσος του Μπρίτζερ-Τέτον, στα όρια με την Μοντάνα. Κάναμε το ταξίδι σε 8 μέρες με τα άλογα και μου φαινόταν σαν να ταξίδευα μία ζωή.
Όταν αποφάσισα να καταταγώ, δεν είχα μόνο στο νου μου τον Χίτλερ. Αυτό ήταν κάτι που το παραδεχόμασταν όλοι μεταξύ μας, αλλά βαθιά μέσα μας γνωρίζαμε και την άλλη αλήθεια: Θέλαμε να φύγουμε από δω. Να γνωρίσουμε τον κόσμο. Και διαλέξαμε να το κάνουμε στη χειρότερη εποχή κοντά στα 18 μας χρόνια.
Τα περισσότερα παιδιά που γνώρισα στο Φορτ Τζόρτζια στη βασική εκπαίδευση, δεν είχαν ξαναπιάσει όπλο στη ζωή τους. Κάποιοι έδειχναν τόσο αδέξιοι φορώντας την εξάρτηση με το όπλο και το κράνος, που με μία πρώτη ματιά δεν σου γέμιζε κανείς το μάτι πως μπορεί να προκαλέσει τον στρατό του Χίτλερ. Ο εκπαιδευτής αρχιλογίας μας, Μάικλ Κόνγουεϊ, συνήθιζε άλλωστε να μας λέει πως «Δεν έχω ξαναδεί κουράδες να κρατάνε όπλα. Για όλα υπάρχει πρώτη φορά».
Και ίσως να μην είχε άδικο. Εδώ όμως είμαστε όλοι. Μέσα στα σκάφη και έτοιμοι να φτάσουμε σε αυτή την περίφημη Ομάχα που βλέπαμε εδώ και καιρό στους χάρτες. Για πολλά χρόνια δεν είχα δει ποτέ μου θάλασσα. Στα πρώτα πέντε λεπτά που επιβιβαστήκαμε στα σκάφη, είχα μία σκοτεινή σκέψη πως αυτό που πηγαίναμε να κάνουμε θα μας άλλαζε για πάντα την ζωή. Δεν είναι μόνο το τράβηγμα της σκανδάλης. Είναι τα όλα όσα θα βλέπαμε. Κάποιες φορές, ανησυχούσα ότι ίσως να ήταν και πολλά περισσότερα από εκείνα που θα μπορούσαμε να αντέξουμε.
Είχε μόλις ξεπροβάλλει ο ήλιος όταν είδαμε την ακτή. Έμοιαζε τόσο ειρηνική που τίποτα δεν θα μπορούσε να προβλέψει το μένος που θα ερχόταν. Ο λοχαγός μας άρχισε να φωνάζει. «Κανείς δεν σταματάει να τρέχει μέχρι να πέσει κάτω». Αυτή ήταν η διαταγή. Γνωρίζαμε πως η αποβίβαση δεν θα ήταν εύκολη αλλά με λίγη τύχη, το μηχανικό θα άνοιγε τα οδοφράγματα δίνοντας μας χώρο να αναπτυχθούμε και να βρεθούμε πίσω από τα πολυβολεία των Γερμανών.
Ήμουν στην πέμπτη σειρά με την ομάδα μου όταν άνοιξαν οι μπουκαπόρτες. Ο διμοιρίτης μας, ο Μάρτι, έπεσε νεκρός πριν καλά-καλά βγει από το σκάφος. Ακούμε τις σφαίρες να σφυρίζουν και το αίμα να αναβλύζει από παντού, σαν κάποιο κρυμμένο σιντριβάνι που μόλις έβαλαν σε λειτουργία. Οι πιο τυχεροί τρέχουν προς τα έξω αλώβητοι. Νιώθω την σφαίρα να με βρίσκει στον ώμο. Πέφτω, αλλά ξέρω πως δεν έχω ελπίδα αν μείνω εκεί μέσα. Ο Μαρκ, ένας πιτσιρικάς από την Άιοβα που κοιμόταν στην δίπλα κουκέτα, είναι στα γόνατα και έχει βάλει τα κλάματα. Ακούγεται ένα ακόμη σφύριγμα και ο Μαρκ σταματάει να κλαίει. Τα μυαλά του είναι πάνω μου. Βγάζω την εξάρτηση και προσεύχομαι. Ίσως τελικά να μην προλάβω να δω τον κόσμο.
Βουτάω από τα πλάγια του σκάφους και βλέπω τον Τζέιμι. Του βγάζω την εξάρτηση με το μοναδικό χέρι που μπορώ να χρησιμοποιήσω. Το νερό τριγύρω μου έχει γίνει κόκκινο. Όχι έτσι ρε γαμώτο. Όχι έτσι! Να προλάβω να κάνω κάτι πριν πεθάνω. Κάτι χρήσιμο.
Νιώθω τον Τζέιμι να με τραβάει προς τα έξω. Φτύνοντας νερό και με την αμμουδιά γεμάτη τρύπες από τις εκρήξεις και ανθρώπινα όργανα, αντιλαμβανόμαστε πως ότι μας έλεγαν τις Κυριακές στην Εκκλησία ήταν ψέματα. Εδώ είναι η Κόλαση. Και εμείς είμαστε πρωταγωνιστές της. Ο Τζέιμι που έχει καλυφθεί, μου φωνάζει κάτι αλλά εκείνη την στιγμή ακούγεται μία έκρηξη. Χειροβομβίδα; Κάποια οβίδα; Δεν ξέρω. Ανοίγω τα μάτια και όλα είναι θολά. Δεν ακούω. Ο Τζέιμι τρέχει προς το μέρος μου και με σηκώνει από το έδαφος. «Όλα καλά!» μου λέει και τον ακούω λες και μιλάει από κάποιο πηγάδι. «Όλα καλά!». Τον νιώθω να με κουβαλάει στην πλάτη. Αν δεν ήταν γεροδεμένος δεν είχαμε καμιά ελπίδα. Παντού πτώματα. Είναι τόσα πολλά που γεμίζουν την παραλία. Μοιάζει με ένα εφιάλτη από τον οποίο δεν μπορώ να ξυπνήσω.
Το χέρι μου έχει μουδιάσει. Ξαφνικά νιώθω να με καθίζουν και δύο πιτσιρικάδες νοσοκόμοι πέφτουν καταπάνω μου. Ο ένας με κρατάει και ο άλλος μου χώνει την λαβίδα μέσα στον ώμο. Ουρλιάζω όπως δεν έχω ξαναουρλιάξει ποτέ στη ζωή μου. «Προσπάθησε να χαλαρώσεις. Πήγαινε το μυαλό σου κάπου αλλού». Σκέφτομαι το ταξίδι στο Όουλ Κρικ με τον πατέρα μου. Ότι τελικά ο μικρόκοσμος μου ήταν όλα όσα θα μπορούσα να επιθυμήσω. Και μετά μου έρχεται στο μυαλό ο λοχαγός μου, εκείνο το βράδυ πριν την D-DAY όταν μας μιλούσε στους κοιτώνες.
«Δεν είναι απλά μία διαφορά ανάμεσα σε δύο κράτη. Είναι ένας πόλεμος ιδεολογιών. Είναι μάχη ενάντια σε ανθρώπους που νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να κρίνουν ποιοι είναι ικανοί και ποιοι όχι για να ζήσουν σε αυτόν τον κόσμο. Άνθρωποι που δεν γνωρίζουν άλλη γλώσσα πέρα από την βία, την τρομοκρατία και το μίσος. Που τρέφονται από τον φόβο των άλλων και που φοβούνται οποιαδήποτε εξέλιξη στην ανθρωπιά γιατί δεν έχουν την δυνατότητα να την καταλάβουν. Εκείνη την ημέρα που θα νιώθω την ζωή να φεύγει από πάνω μου, θα έχω να λέω πως ήμουν μαζί σας. Με όλους εσάς σε έναν πόλεμο απέναντι στην τυραννία. Και θα λέω πως ήμουν με τους γενναιότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ. Πως ήμουν με τους καλούς της υπόθεσης. Τους καλύτερους».
Νιώθω τον επίδεσμο στον ώμο και την μορφίνη στο πόδι. Παραμερίζω τους νοσοκόμους και παίρνω ένα Μ1 που βρίσκω παραδίπλα. Οι λόχοι ανασυντάσσονται. Ο Μέισον, ο λοχαγός του 4ου λόχου είναι ο μοναδικός αξιωματικός που βλέπω τριγύρω. Tο μηχανικό έχει στήσει τις τορπίλες εδάφους και ετοιμάζεται να ανατινάξει τα χαρακώματα. Τον ακούω να ουρλιάζει. «Ετοιμαστείτε! Τώρα ή ποτέ μην κάνετε πίσω». Ακούγεται η έκρηξη και προχωράμε με σφαίρες, με χειροβομβίδες και εκρήξεις. Φωνάζουμε και εισβάλλουμε, για εμάς, για όσους έμειναν πίσω, για όσους κοιμούνται ανυποψίαστοι.
Δεν ξέρω αν είμαστε γενναίοι. Αλλά δεν θα υποχωρήσουμε ποτέ.
* Την 6η Ιουνίου 1944 περισσότεροι από 150.000 Αμερικάνοι, Βρετανοί και Καναδοί αποβιβάστηκαν στις ακτές της Γαλλίας. Μόνο κατά την απόβαση τους, 10.000 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά. Ήταν η μέρα που άλλαξε τη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία περισσότερο ίσως από κάθε άλλη.