Χρειάστηκε να σφίξουμε τα δόντια και να μαζέψουμε τα κότσια μας για να γράψουμε αυτά τα κείμενα. Τα βάλαμε κάτω, μοιραστήκαμε την ντροπή και ευελπιστούμε να μην μας δείχνουν με το δάχτυλο λέγοντας «κοίτα κάτι φλώροι!». Όμως είμαστε ταινιάκηδες και δεν το κρύβουμε.
Γράψαμε, το λοιπόν, για τις ταινίες εκείνες που έβγαλαν αυτό το μικρό παιδί από μέσα μας και μας έκαναν να φυσήξουμε τις μύτες και να σκουπίσουμε τα μάτια.
Έκλαιγε κρυφά στο μπάνιο με το Million Dollar Baby ο Κώστας Βαϊμάκης
Κλιντ Ίστγουντ. Χίλαρι Σουόνκ. Μόργκαν Φρίμαν. Υποψήφιο για ένα κάρο Όσκαρ. Ο μικρός Κώστας Βαϊμάκης (μικρός, που λέει ο λόγος…) πάει σινεμά να το δει. Τα εισιτήρια που έχουν απομείνει στην αίθουσα είναι λίγα και με την παρέα μου καθόμαστε χωριστά - για την ακρίβεια «θυσιάζομαι» εγώ και κάθομαι μόνος, για να κάτσουν οι υπόλοιποι μαζί. Στην κορύφωση της ταινιάρας, αρχίζουν και με παίρνουν τα ζουμιά - εμένα και σχεδόν όλο τον κινηματογράφο. Στην πορεία πιάνω τον εαυτό μου να περνάει όλη τη γκάμα του κλάματος: λυγμοί, σαν κουτάβι που φεύγουν τα αφεντικά του για δουλειά. Μετά αναφιλητά. Στη συνέχεια γοερό κλάμα, συνοδευόμενο από μουγκρητά. Η ταινία τελειώνει, τα φώτα ανάβουν, ο κόσμος κάπως ντροπιασμένος προσπαθεί να σκουπίσει δάκρυα, ρουφάει μύτες, βγάζει χαρτομάντηλα - μια από τα ίδια κι εγώ. Έφυγα κουρέλι από το σινεμά. Και για πάρα πολλά χρόνια, αρνήθηκα να την ξαναδώ όποτε την έπαιζε η τηλεόραση, για τρεις λόγους: πρώτον, διότι μια τόσο δυνατή ταινία, θες να την κρατήσεις μέσα σου όπως την βίωσες την πρώτη φορά. Δεύτερον, διότι στην τηλεόραση, με τις διακοπές για διαφημίσεις και τρέιλερ, χάνεις το νόημα και τον ειρμό της ταινίας - άμα σου σκάει ο Σπύρος Παπαδόπουλος και δυο που χορεύουν τσιφτετέλι, είναι η αλήθεια πως βγαίνεις λίγο από το mood μιας τέτοιας ταινίας. Τρίτον, για να μην με πιάσουν τα ζουμιά και ξεφτιλιστώ. Πάλι. Την είδα τελικά ξανά πριν λίγους μήνες. Και φυσικά με πήραν πάλι τα ζουμιά. Χαλάλι.
A Million Dollar Baby. Death Scene. Original from ahad aman on Vimeo.
Ακόμα κλαίει με τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» ο Χρήστος Μπαρούνης
Μία σκηνή. Μία μόνο σκηνή. Η τελευταία. Αλλά και η πρώτη που κατάφερε να συστήσει σε ένα ανήλικο παιδί πώς είναι να κλαίει, όχι από φόβο, όχι από πόνο, αλλά από το άγνωστο μέχρι τότε συναίσθημα της ανατριχίλας. Και να ξανακλαίει το ίδιο γοερά, χωρίς ντροπές κι εκπτώσεις όταν την ξαναβλέπει ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά. Εσείς τώρα μπορεί να γελάτε, αλλά, όσο σκληρός χαρακτήρας κι αν είσαι, εκείνη η σκηνή μπορούσε να σε σπάσει. Έστω το μέσα σου. Κι ας μην το εξέφραζες. Η στιγμή που, ένας-ένας, αρχικά διστακτικά, έπειτα ορμητικά, υποστηρικτικά ή και παρορμητικά, οι μαθητές της συντηρητικής Ακαδημίας Γουέλτον, ανεβαίνουν στα θρανία, κόντρα στις απειλές του αυταρχικού καθηγητή τους, για να αποχαιρετίσουν τον μέντορά τους, ο οποίος είχε μόλις απολυθεί επειδή τους αποτράβηξε από το παλαιικό. Το αναχρονιστικό. Το αποξηραμένο. Και τους έδειξε την κατεύθυνση προς το δικό τους δρόμο, αυτόν που ονειρεύονταν.
«Oh Captain, My Captain». Ένας χαιρετισμός ευγνωμοσύνης προς τον -άγνωστο και απειλητικό για τα στεγανά της σχολής και της εποχής- κύριο Κίτινγκ (Ρόμπιν Ουίλιαμς), τον άνθρωπο που τους ενέπνευσε, τους δίδαξε την ποίηση, το νόημά της και τον αντίκτυπο στις ζωές και στις αποφάσεις τους. Μία συμβολική κατακλείδα, που θα μπορούσε να είναι πρόλογος, επίλογος και περίληψη μαζί. Για την αναγνώριση των αξιών, την επιρροή των ανθρώπων-σταθμών και την κεφαλαιοποίησή τους στις αρχές που σε ακολουθούν εφ' όρου ζωής.
Ο μόνος άντρας που έκλαψε με το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» είναι ο Χρήστος Κάβουρας
Είναι η ταινία που μου ‘βγαλε τα πιο ανάμεικτα συναισθήματα από ποτέ. Δάκρυ και… εξιλέωση. Από το ναδίρ στο ζενίθ. Το είδα βλέπεις μικρός σε ηλικία και όλα τα περί Ku Klux Klan και εμφυλίου πολέμου στις ΗΠΑ δεν μου έλεγαν κάτι. Μόνο βλέποντας τον θρασύτατο τυχοδιώκτη του Νότου, Rhett Butler ένιωθα ότι είχα βρει το alter ego μου. Το πώς χειριζόταν τις καταστάσεις, το πόσο γαμάτος ήταν, με έκανε ένα με αυτόν. Να παίρνω εξυπνακίστικο ύφος όταν έλεγε καλή ατάκα, και να φορτίζομαι συναισθηματικά σε κάθε του στραβοπάτημα. Σε σημείο που μου ‘ρθε να κλάψω όταν η ψωνάρα Scarlett O’ Hara του έριξε τη σφαλιάρα σε εκείνη τη σκηνή στο τέλος του πρώτου μέρους, όταν εκείνος προσπάθησε να τη φιλήσει.
Όσο έβλεπα τον υπέρτατο Rhett να τρώει χυλόπιτες, με έπιανε η καρδιά μου. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Ακόμα και όταν την παντρεύτηκε, που αυτή ήθελε ακόμα τον «μυρωδιά» Ashley Wilks με έκανε να ζήσω το δράμα του ερωτοχτυπημένου που δεν του κάθεται αυτή που γουστάρει. Και με έκανε να τη σιχαθώ. Αν και μπορώ να πω ότι ένα δάκρυ κύλησε όταν πέθανε η κόρη τους, Bonnie Blue Butler. Ήταν μικρό κοριτσάκι και εγώ μικρό παιδί. Δεν μ’ άρεσε αυτή η σκηνή. Αλλά αυτή η Scarlett στο λαιμό μου καθόταν. Και ακόμα και σήμερα δεν θα ξεχάσω την χαρά της… εκδίκησης στο τέλος του έργου.
Braveheart λέει και κλαίει ο Ντίνος Ρητινιώτης
Είναι σαν τη φάση με το πεταχτάρι του Πρίντεζη στον τελικό της Κωνσταντινούπολης: όσες φορές κι αν το δεις σε επανάληψη, το δάκρυ θα κυλήσει και δεν μπορείς να το ελέγξεις. Το «Braveheart» μπορεί να μην σήκωσε Ευρωλίγκα, έχει όμως να υπηρηφανεύεται για 5 ολάκερα οσκαρικά αγαλματίδια. Την πρώτη φορά που το είδα, που λέτε, πήγαινα γυμνάσιο και λογικά θα πρέπει να είχα λιποθυμήσει από τους λυγμούς. Και λέω λογικά, γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ την αντίδραση που είχα ως 13χρονος. Θυμάμαι όμως τις αντιδράσεις που είχα τις φορές εκείνες που είδα την ταινία ως ενήλικος. Ειδικά την τελευταία, τότε που την παρακολούθησα παρέα με τη Λώρα και έκανα πως βήχω όταν ένιωθα να δένεται το λαρύγγι μου. Σηκωνόμουν ο σάπιος κάθε λίγο και λιγάκι δήθεν για να πάρω κάτι από το ψυγείο, ενώ στην πραγματικότητα έχωνα το κεφάλι μου μέσα στην κατάψυξη για να στερεοποιηθούν τα δάκρυα μπας και ξεκολλήσουν επιτέλους από τα αναψοκοκκινισμένα μου μάγουλα πριν επιστρέψω στον καναπέ κορδωμένος, κονιόρδος και γνήσιος ρσενικός.
Βροχοπούλου mode on στη σκηνή όπου o William Wallace θάβει τον πατέρα του, στη σκηνή της δολοφονίας της Murron, στη σκηνή της κηδείας της Murron (γενικά αυτή η Murron μάς έχει καταστρέψει), στη σκηνή όπου εμψυχώνει τους Σκωτσέζους πριν από τη Μάχη... Μα κυρίως, στη σκηνή όπου o Σκωτσέζος πατριώτης αφήνει την τελευταία του πνοή φωνάζοντας το μακρόσυρτο και μυστηριακό «Freedom».
Μπασκετικό το κλείσιμο, όπως και το άνοιγμα: Τόσα δάκρυα ούτε στο τρίποντο του Τόμπσον στον χαμένο τελικό του Τελ Αβίβ.
Με το «Forrest Gump» χάλασε 10 πακέτα χαρτομάντηλα ο Κώστας Χρήστου
Ίσως να έφταιγε η αθωότητα του Φόρεστ. Ίσως το πείσμα του για τη ζωή. Ίσως το γεγονός ότι ήρθε αντιμέτωπος με τόσες αντιξοότητες και στο τέλος βγήκε νικητής, σε μία κοινωνία που θεωρούσε τους ΑμεΑ ως πολίτες Β’ κατηγορίας. Και δεν γίνεται να μην συγκινηθείς με μία ιστορία που σε μαθαίνει να αγαπάς άνευ όρων και να μην το βάζεις κάτω. Που δείχνει ότι, τις περισσότερες φορές, ακόμη και αν ο κόσμος δεν καταλαβαίνει γιατί κάνεις τα πράγματα που κάνεις, η δικαίωση έρχεται μόνο από το να αρκεί ότι το γνωρίζεις εσύ. Ο Φόρεστ Γκαμπ είναι αυτός ο τύπος έξω-καρδιά που είναι ανίκανος να σκεφθεί με δόλο ή κακία για κάποιον. Είναι αυτός που είναι. Και το μεγαλείο της ψυχής του δεν ξεχώρισε μόνο από τον ίδιο, αλλά και από το πως αντιμετώπισε τον γιο που ποτέ δεν γνώριζε ότι είχε. Η εικόνα που τον περιμένει να γυρίσει στο ίδιο σημείο απ’ όπου τον πήρε το σχολικό, δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου.
Μούσκεμα τα ματάκια του Μπάμπη Κόλλια με τον Τιτανικό
Ήταν πριν από τρεις περίπου εβδομάδες. Σε μία δύσκολη συναισθηματικά περίοδο μετά τον χωρισμό μου με την Κένταλ Τζένερ, η οποία με έκανε unfollow στο Instagram, έτσι ευάλωτος που ήμουν, ήθελα να δω κάτι δυνατό. Νοίκιασα τον Τιτανικό. Την πρώτη ταινία που πριν από 20 χρόνια είχε αναγκάσει τον Μπαμπίνο να χρησιμοποιήσει χαρτομάντιλο και όχι για τη μύτη. Κι όμως, η ίδια ταινία, δύο δεκαετίες μετά, με έβαλε πάλι να βγάζω σκουπιδάκια από το μάτι.
Την έβαλα στο βίντεο και πήγα να καθίσω αναπαυτικά στον καναπέ, δίπλα από το τραπεζ Ω ΝΑ ΣΟΥ ΓΑ@#%ΣΩ! Το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού τσαμπουκαλύετηκε άσχημα με το τραπεζάκι του σαλονιού. Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Δάκρυ κυλά από το αριστερό μάτι. Δεν μάσησα. Πάτησα το play. Η ταινία με τράβηξε αμέσως, μέχρι που με διέκοψε ο ήχος από το θυροτηλέφωνο. Άνοιξα στον ντελιβερά, πήρα την πίτσα και την άπλωσα στα πόδια μου ξαπλωμένος. Παίρνω το πρώτο κομμάτι και γουστάρω άπειρα με το σκηνικό. Ξαφνικά, τα μάτια μου γίνονται κόκκινα, αρχίζουν να υγραίνονται, να σπινθηρίζουν: Η πιτσαρία της γειτονιάς μου δεν έκανε καθόλου πλάκα στον κατάλογο με το όνομα «Hot like Hell». Πνιγόμουν. Έπινα νερά, έτρωγα παγάκια, ξαναέπινα νερά, τίποτα. Έβγαζα ήχους μέσα από το ποτήρι, το οποίο σήκωνα προς τα πάνω αδειάζοντάς το, για να ρίξω ένα τυχαίο βλέφαρο στην οθόνη και να δω την ΓΥΜΝΗ ρώγα της Ρόουζ, την οποία ζωγράφιζε ο Τζακ. Ποτάμι τα δάκρυα.
Η ώρα πέρασε. Είχαν παιχτεί 2 ώρες από τις 3μιση (μαζί με τους τίτλους τέλους). Νύσταξα άπειρα. Το χασμουρητό μου έγινε τόσο συχνό και μακρόσυρτο, που τα μάτια μου άρχιζαν να μοιάζουν με τις όχθες του Νείλου. Τα σκούπισα με το χέρι μου, συνειδητοποιώντας ότι όσο αυτά έπεφταν στο πρόσωπό μου, την ίδια στιγμή έπεφταν κι οι τίτλοι τέλους στην ταινία. Τι κατάλαβα εκείνη τη μέρα; Ακόμα κι ο Μπάμπης Κόλλιας, δεν τα μπορεί τα καυτερά.
ERROR404: VIDEO KAI SIGKINISI NOT FOUND