Σίγουρα δεν είμαι ο μόνος που ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Δεν γίνεται άλλωστε. Ο Μάικλ Τζόρνταν, ο «Air Jordan», ο «His Airness» ή ο «Μιχαλάκης» (μέχρι και Μιχαήλ Ιορδάνης) που έχω ακούσει τους Ελληνάρες να τον φωνάζουν, είναι ο λόγος που άπειρος κόσμος λάτρεψε τη σπυριάρα. Όσο και αν απόλαυσες την πανδαισία αστέρων στο All Star Game τα ξημερώματα, ένας τέτοιος παίκτης πάντα θα λείπει από τέτοιες σπουδαίες βραδιές.
Τι καρφώματα, τι σουτ, τι στιγμές μαγείας... Ο άνθρωπος που κατέρριψε τη βαρύτητα φορώντας τη φανέλα με το 23 ή το 45 (και μια νύχτα το 12), παρέλαβε το παιχνίδι από τους Μάτζικ και Μπερντ που μεγαλουργούσαν τη δεκαετία του ’80 και το πήγε σε ένα άλλο, πολύ υψηλότερο επίπεδο. Εγώ όμως θα τον προσκυνήσω για έναν άλλο, πιο βαθύ, πιο προσωπικό λόγο...
Διότι μπόρεσε να μαγέψει με ευκολία ακόμη κι ένα 5χρονο παιδί το οποίο μάλιστα δεν μπορούσε να καταλάβει τη σημασία -πόσο μάλλον τη δυσκολία- όλων αυτών που έκανε. Και το πιο αστείο; Σε ένα παιδί που δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με οτιδήποτε είχε να κάνει με ομαδικό άθλημα, σε ένα παιδί που δεν είχε και πολλά πολλά με την μπάλα, σπυριάρα ή μη.
Η πρώτη μου επαφή ήταν στα… καρτούν
Ο πατέρας μου σκέψου προσπαθούσε να με βιδώσει στον καναπέ για να δούμε τα αεροπλανικά του Ντομινίκ στο ΟΑΚΑ, αλλά όλες του οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό. Ο ύπνος βλέπεις την ώρα των αγώνων ήταν πολύ πιο θελκτικός για μένα. Όλα αυτά βέβαια έμελλε να αλλάξουν, όχι βλέποντάς τον σε κάποιον αγώνα τον Μπουλς, αλλά παρακολουθώντας τον στον κινηματογράφο.
Καλή ώρα, αυτό:
Ω, ναι! Ο Τζόρνταν στο «Space Jam» με μύησε στον αθλητισμό. Για την ακρίβεια, η ατάκα του πατέρα μου «κοίτα που ο μικρός Τζόρνταν πάει να καρφώσει» καρφώθηκε για τα καλά στο μυαλό μου. Ήθελα να κάνω ότι έκανε κι αυτός. Ήταν ίσως η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα Μπαγκς Μπάνι και τα μάτια μου ήταν καρφωμένα σε άλλο χαρακτήρα. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο είχα τσαντιστεί που σταμάτησε να παίζει μπάσκετ και το ‘ριξε… στο μπαστούνι -όπως το 'λεγα τότε.
Το νερό λοιπόν μπήκε στο αυλάκι κι από τότε το ‘ριξα στο μπάσκετ. Δεν με ένοιαζε καθόλου (μα καθόλου) η κόντρα Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού. Εγώ ήθελα μόνο να παίζω μπάσκετ. Και σε ακαδημία γράφτηκα, και μπασκέτα πήρα σπίτι μου. Μην νομίζεις όποια και όποια. Την «Michael Pro Jordan». Η συγκεκριμένη έδινε μάλιστα και δώρο βιντεοκασέτα με τα κατορθώματά του, την οποία έλιωνα ξανά και ξανά.
Ο καιρός περνούσε, το μπάσκετ έγινε τρόπος ζωής και ο «Air Jordan» ήταν το απόλυτο είδωλό μου. Και ας μην μπορούσα να κάνω αυτά που έκανε. Ήταν ο λόγος και η αφορμή για να αγαπήσω κάποιο άθλημα. Ο ίδιος λόγος και η ίδια αφορμή που έστειλε εκατομμύρια παιδιά της γενιάς μου στις μπασκέτες της γειτονιάς.
Η απογοήτευση το 1998 και η «ανατριχίλα» του 2003
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ξενέρα μου όταν έμαθα ότι σταματάει το μπάσκετ το 1998. Μου ‘λεγαν κάποιοι μεγαλύτεροί μου τότε, ότι ήθελε να αποχωρήσει επειδή ήθελε να τελειώσει ως ο καλύτερος. «Και άλλη μια χρονιά να έπαιζε τι θα γινόταν; Πάλι πρώτος θα ήταν», απαντούσα κλαμμένος.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το καλοκαίρι του ’98 ήταν η πρώτη φορά που είδα ολόκληρο αγώνα ποδοσφαίρου, επειδή πλέον το μπάσκετ είχε αρχίσει να χάνει το νόημα μέσα μου. Για τέτοια ξενέρα μιλάμε. Κι αυτό που με πλήγωνε ακόμη περισσότερο ήταν το γεγονός ότι δεν είχα καταφέρει να τον δω σε έναν αγώνα ζωντανά.
Όταν όμως τρία χρόνια αργότερα έκανε το τρίτο και τελευταίο comeback με τους Γουίζαρντς μπορώ να πω ότι εκστασιάστηκα. Το παιχνίδι είχε ξαναμπεί μέσα μου. Εννοείται πως οι Μπουλς ξεχάστηκαν, και από εκεί που ήξερα τους Πίπεν, Χάρπερ και Ρόντμαν έφτασα να στηρίζω κάποιους… Τάιρον Λου, Τζέρι Στάκχαουζ και Λάρι Χιουζ.
Μέχρι που έφτασε η 16η μέρα του Απρίλη το 2003. Ήταν τότε που ο πατέρας μου με ξύπνησε μέσα στην άγρια νύχτα για να κάτσουμε να δούμε ΝΒΑ. Ήταν το ματς Σίξερς-Γουίζαρντς ή αλλιώς το τελευταίο παιχνίδι του Τζόρνταν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά αυτές τις ανατριχιαστικές στιγμές σαν να ήταν χτες.
Εκτός από του Τζόρνταν, με έχουν στιγματίσει και άλλα «αντίο» σπουδαίων παικτών.
Δεν έφτασα σε σημείο να στηρίζω Χόρνετς επειδή είναι πρόεδρος, ή Μπουλς. Ή έστω Γουίζαρντς. Όπως επίσης πλέον μπορώ να πω ότι λατρεύω περισσότερο το ευρωπαϊκό μπάσκετ παρά το ΝΒΑ (το φταίξιμο στους Διαμαντίδη-Παπαλουκά).
Ωστόσο δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω τον τύπο για τον οποίο ξεκίνησα να βλέπω και να λατρεύω αυτό το άθλημα.
Χρόνια πολλά «His Airness». Ακόμα και στα 57 σου, συνεχίζεις να «πετάς»…