Αν σας γράψω για έναν παίκτη που δεν έχω δει ποτέ live θα είναι σαν να δουλευόμαστε μεταξύ μας. Σαν να σας παραμυθιάζω και να σας αραδιάζω ένα σωρό διάσπαρτες πληροφορίες του διαδικτύου, τις οποίες πολύ εύκολα μπορείτε να τις βρείτε και μόνοι σας. Πατάς ένα «Βασίλης Χατζηπαναγής» στο google και ξεμπερδεύεις. Άρθρα, αφιερώματα, βίντεο, θα χάσετε την μπάλα!
Θα απορείτε πώς μας ήρθε να γράψουμε για τον Χατζηπαναγή. Η απάντηση είναι απλή. Δεν περιμένεις την αφορμή για να γράψεις για τον «Νουρέγιεφ» των ελληνικών γηπέδων. Γράφεις όποτε σου ‘ρθει. Μόνο που αφορμή υπάρχει: Σαν σήμερα, στις 26 Οκτωβρίου του 1954, ο Βάσια ήρθε στις ζωές μας των γονιών μας, οι οποίοι μερικές δεκαετίες αργότερα κλήθηκαν και καλούνται συστηματικά να μας εξηγούν (με τη βοήθεια των βίντεο πάντα) τι είχανε αυτοί και τι χάσαμε εμείς.
Αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος για να πάω να χτυπήσω το κουδούνι στον πατέρα μου, να του πω «πατέρα βάλε μια μπύρα» και να του δώσω ένα μεγάλο δώρο: Την ευκαιρία να με καθίσει κάτω και να αρχίσει να μου μιλάει για έναν παίκτη της εποχής του
.
Η αλήθεια είναι ότι τον ζηλεύω λίγο τον πατέρα μου. Ως προς αυτό το κομμάτι δηλαδή. Για σκεφτείτε ότι στην ηλικία μου, ο πατέρας μου έβλεπε δύο Μαραντόνα. Τον έναν της Αργεντινής και τον άλλον Ελλάδας. Το ότι ο Χατζηπαναγής ήταν ο Μαραντόνα της Ελλάδας είναι κάτι που το λέει κι ο πατέρας μου κι ο πατέρας σου και οποιοσδήποτε τον έζησε. Είναι μία σύγκριση που αν εξετάσεις την καριέρα τους από μία συγκεκριμένη οπτική δεν χρειάζεται να τους έχεις ζήσει για να την κατανοήσεις. Μικρή Νάπολι, Μαραντόνα, ιστορική Νάπολι. Μικρός Ηρακλής, Χατζηπαναγής, ιστορικός Ηρακλής. Δύο δυσθεώρητες φυσιογνωμίες, οι οποίες ήταν πολύ μεγάλες για να χωρέσουν σε ομάδες τέτοιου μεγέθους κι όμως τα κατάφεραν, δίνοντάς τους μία άλλη διάσταση και ένα νέο μέγεθος.
Καλά ρε πατέρα και πόσο μεγάλος ήταν τελικά ο Χατζηπαναγής: «Μεγάλος; Τι μεγάλος αγόρι μου; Ο μεγαλύτερος!», είπε με αυστηρό ύφος, με θαυμασμό προς το ποδοσφαιρικό είδωλο και με τεράστια ικανοποίηση για το «μάθημα» που μόλις άρχιζε.
«Ο Έλληνας Μαραντόνα! Δεν του ‘παιρνες την μπάλα με τίποτα! Πού να δεις τσαλίμια, ντρίμπλες, τους πέρναγε σαν σταματημένους! Μπορεί να ξεκίναγε από το κέντρο, να περνούσε όλη την άμυνα και να έβαζε γκολ. Είχε βάλει μια τέτοια γκολάρα θυμάμαι με τον Ολυμπιακό στον τελικό Κυπέλλου του 1976! Όλη την άμυνα είχε περάσει! Τρομερό παιχνίδι!».
Δηλαδή η ντρίμπλα ήταν το ατού του: «Ναι, αλλά όχι μόνο η ντρίμπλα. Ήταν τρομερός ντριμπλαδόρος, αλλά και φοβερός στο να τελειώνει και κυρίως να φτιάχνει φάσεις. Μπορούσε ναν σου κάνει κάθετη μπαλιά από εκεί που δεν το περίμενες. Και μπαλαδόφατσα επίσης! Και μόνο που ήταν αριστεροπόδαρος, καταλαβαίνεις γιε μου τι παικτάρα ήταν. Μια φορά που λες, είχε κάνει μία ντρίμπλα πάνω στον κακόμοιρο τον Στυλιανόπουλο, τον έστειλε για βρούβες. Ήταν στο Ηρακλής-ΑΕΚ. Μπήκε από δεξιά που λες και τον πέρασε με τακουνάκι! Τρεις φορές σε μία φάση τον ντρίμπλαρε! Μεγάλη παικτάρα σου λέω. Με το μακρύ μαλλί του, τα στραβά αλλά γυμνασμένα του πόδια, απίστευτη αθλητική φιγούρα».
Ναι ρε πατέρα, αλλά στην Εθνική γιατί δεν έπαιξε: «Α, εκεί παίχτηκε βλακεία. Επειδή είχε παίξει ήδη με τις μικρές εθνικές ομάδες και την Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης δεν τον άφησαν. Προσπάθησε να παίξει στην Εθνική, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Δύο φορές έπαιξε με το εθνόσημο όλες κι όλες, τη μία σε ένα φιλικό και την άλλη σε έναν αγώνα προς τιμήν του. Πάλι καλά τον άφησαν να παίξει εκεί»
Ναι αλλά ούτε σε μεγαλύτερη ομάδα από τον Ηρακλή πήγε: «Και εδώ παίχτηκε βλακεία. Αν και εμάς δεν μας χάλασε γιατί συνεχίσαμε να τον βλέπουμε. Τον ήθελαν μεγάλες ομάδες. Άρσεναλ, Λάτσιο και άλλες. Δύο φορές ήταν να πάρει μεταγραφή, αλλά τελικά δεν τον άφησαν. Ο Ηρακλής δεν ήθελε με τίποτα να τον αφήσει. Και ο ίδιος, με την αφέλεια του νεαρού παίκτη, βασίστηκε σε μία σχέση παραπάνω από επαγγελματική με την τότε ομάδα του».
Άρα δεν ξέρουμε πραγματικά πόσο μεγάλος παίκτης μπορεί να γινόταν: «Ε, όχι. Το μόνο σίγουρα ήταν ότι αδικήθηκε. Από όλους! Από την εποχή, από τον Ηρακλή, από την Εθνική, από τη Σοβιετική Ένωση, από τη ζωή γενικότερα. Γιατί ήταν άτυχος. Δεν φόρεσε φανέλες που ταίριαζαν ακόμη περισσότερο στο μέγεθός του και θα του έδιναν την ευκαιρία να κάνει παγκόσμια καριέρα. Αλλά αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζουν όλοι. Του το αναγνώρισαν και με την κλήση του στη Μικτή κόσμου το 1984».
Και τι σήμαινε ρε πατέρα Βασίλης Χατζηπαναγής για τον κόσμο; «Τι σήμαινε; Θα σου πω εγώ τι σήμαινε! Να είσαι Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός ή ΑΕΚ και να περιμένεις να κατέβει ο Ηρακλής στην Αθήνα για να δεις ούτε τον Παναθηναϊκό, ούτε τον Ολυμπιακό, ούτε την ΑΕΚ, ούτε τον Ηρακλή, αλλά τον Χατζηπαναγή. Βλέπεις, τότε, δεν έδειχνε και πάρα πολλά παιχνίδια η τηλεόραση, οπότε μόνο στο γήπεδο μπορούσες να τον χαζέψεις. Συγκέντρωνε πολύ ουδέτερο κόσμο στα γήπεδα ο Χατζηπαναγής. Κάτι σαν τον Γκάλη στο μπάσκετ. Τώρα βλέπεις έρχεται ένας παίκτης και πάνε 100-200 άτομα στο αεροδρόμιο. Σκέψου ότι όταν ήρθε ο Χατζηπαναγής πήγανε ίσα με 2.000 οπαδοί του Ηρακλή στον σταθμό. Με τρένο είχε έρθει!».
Δηλαδή εμείς δεν θα δούμε άλλον Χατζηπαναγή; «Μπορείς να δεις αν θες τον ίδιο σ’ αυτά τα γιουτούμπ τα πώς τα λένε. Γιατί άλλος Χατζηπαναγή στο ελληνικό ποδόσφαιρο ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει. Ειδικά με τα μυαλά που κουβαλάνε οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές. Βρε τότε παίζανε μπάλα για μια φέτα ψωμί. Ιδρώνανε τη φανέλα γιατί γουστάρανε το ποδόσφαιρο. Ήταν σοβαροί, πειθαρχημένοι, με χαμηλούς τόνους. Ούτε φεϊσμπούκ, ούτε σουλάτσο και ντόλτσε βίτα. Έτσι κι ο Βάσιια. Παικτάρα μεν, αλλά πάντα σεμνός και ήρεμος. Όχι σαν τους δικούς μας τους καινούριους με τα τατουάζ και το μαλλί».
Κάπως έτσι έκλεισε το μάθημα που για ακόμη μία φορά κατέληξε σε κήρυγμα, ήπια την τελευταία γουλιά της μπύρας μου και πήγα να δω Χατζηπαναγή στο γιουτιούμπι, που λέει κι ο πατέρας μου.