Έχει μετακομίσει εδώ και μία εβδομάδα και παραδόξως είναι ιδιαίτερα ήσυχος. Στις περισσότερες συνεντεύξεις του δηλώνει φωνακλάς και «καπετάν-φασαρίας», αλλά αν εξαιρέσεις κάτι απογεύματα που προσπαθούσε να μιμηθεί τον Φρανκ Σινάτρα (σ.σ.: δεν τα κατάφερε) είναι ένας τίμιος γείτονας.
Αυτά τα μικροπράγματα τα προσέχεις στον άλλο όταν μένεις σε πολυκατοικία και κυρίως όταν είστε ο ένας πάνω στον άλλο. Τι διάολο, όμως, ήρθε να κάνει στο Περιστέρι;
Έκανε την εμφάνιση του στο διπλανό μπαλκόνι την ώρα που σκούπιζα το πλακάκι. Έμοιαζε λες και βγήκε από βιβλίο. Καλοξυρισμένος μεν, αλλά με ρόμπα, καπελάκι Σικάγο Μπουλς και ένα μπλε μποξεράκι με ανανάδες. Τον κοίταζα και προσπαθούσα να δω τον Ghostbuster πίσω από την ρόμπα. Με κοίταξε κουρασμένα. «Θα προτιμούσες την Κιμ Καρντάσιαν;». Δεν απάντησα. Πήγα να πω κάτι για να σπάσει ο πάγος αλλά το συνέχισε. «Φαντάσου πόση φασαρία θα είχες δίπλα με τα sex tapes που θα γύριζε. Αν και να μου πεις ίσως να ακούγονται πιο ευχάριστα από τον Σινάτρα». Ήθελα να του πω ότι είμαι φαν των ταινιών του, αλλά σε έναν τύπο που βρίσκεται στο κουρμπέτι από τα 70s, αυτή είναι πιθανότατα η μόνη ατάκα που θα έχει βαρεθεί να ακούει.
- «Λένε πως είσαι ο πιο κουλ τύπος στο Χόλιγουντ»
-«Δεν ξέρω για το Χόλιγουντ αλλά ισχύει σίγουρα για το Σικάγο. Και στάνταρ ο Νταν Ακρόιντ δεν θα συμφωνεί με την δήλωση σου».
Αυτό ήταν το ξεκίνημα μίας περίεργης φιλίας. Από εκείνο το απόγευμα και στο εξής καθιερώθηκε το περίφημο 3ωρο του Μάρει. Όταν του το είπα γέλασε και απλά με παρακάλεσε να τον φωνάζω Μπιλ. «Είναι μάλλον καλό σημάδι που δεν μου χτυπάνε την πόρτα για αυτόγραφα. Σημαίνει ότι έχω γεράσει αρκετά για να μην με αναγνωρίζουν. Χώρια ότι δεν έχω βάλει όνομα στο κουδούνι».
Ο Μάρεϊ είναι και από κοντά αυτός ο ωραίος τύπος που βλέπεις στις ταινίες. Δεν είναι κλισέ. Όταν βαριέται, θα βάλει ένα ποτήρι ουίσκι και θα δει κάποια ταινία με τον Κάρι Γκραντ – τον αγαπημένο του. Όταν έχει όρεξη, όμως θα σου πάρει το κεφάλι. Για ταινίες, για την ομάδα που παίζει ο γιος του ο Λάρι. Για εκείνο το μπαρ στη Νέα Υόρκη που δούλεψε σαν μπάρμαν. Εκτός και αν κάνεις το λάθος να τον ρωτήσεις για την «Ημέρα της Μαρμότας». Εκεί είσαι χαμένος από χέρι.
«Νιώθω πως αυτοί που μου κάνουν την οποιαδήποτε κουβέντα για αυτή την ταινία, είναι οι ίδιοι που τους αρέσει να βλέπουν σε επανάληψη «Τα Φιλαράκια». Μα καλά δεν έχουν κουραστεί; Εγώ πάντως έχω κουραστεί να απαντάω». Το μόνο σίγουρο είναι πως, αν τον συναντήσεις, δεν θα θέλεις να μιλήσεις μαζί του για ταινίες. Αλλά για όλα τα υπόλοιπα. Για την καθημερινή γαλήνη. Για το πόσο σημαντικό είναι το χιούμορ στη ζωή σου. Για τις γυναίκες.
Σε κάποια φάση που καθόμασταν στο σαλόνι του -είχε μόνο έναν καναπέ, μία καρέκλα και ένα χαμηλό τραπεζάκι με τα πράγματα ακόμη μέσα στις κούτες- του έλεγα για την καθημερινή μου μάχη με το άγχος. Ότι όσο πασχίζεις να το αποβάλεις τόσο νιώθεις σαν τον Σίσυφο που σπρώχνει την κοτρώνα. Ο Μπιλ δεν πιστεύει στο άγχος. Το αποκαλεί συνάχι. «Νομίζεις ότι είναι κάτι ανίατο που σε σκοτώνει αλλά είναι πιο απλό στο να το ξεφορτωθείς. Απλά σε κουράζει». Είχε μάλιστα και μία καλή άποψη για το ποιος καταφέρνει καλύτερα από όλους για να το κάνει. «Θυμάσαι που έκανα την φωνή του Μπαλού για το Βιβλίο της Ζούγκλας; Ο λόγος που δέχτηκα ήταν επειδή ο Μπαλού αντιπροσώπευε αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι. Να γράφουμε τα πάντα στα παλιά μας τα παπούτσια. Ο Μπαλού δεν ανησυχεί για μικρότητες. Έχει καταλάβει πως το πέρασμα μας από την ζωή είναι τόσο μικρό που δεν έχει καιρό για να αγχώνεται. Μένει στα βασικά. Χορός, ύπνος, χαβαλές και μέλι. Ξέρεις ποια είναι η διαφορά μας με αυτόν; Αρνούμαστε να δοκιμάσουμε το μέλι». Ωστόσο βρίσκει αφορμή να μιλήσει για τις κορυφαίες μπριζόλες που μπορεί να φάει κανείς στο εστιατόριο που έχει με τ’ αδέρφια του.
Δεν είναι τόσο τριχωτός όσο ο Μπαλού, αλλά σίγουρα είναι το ίδιο απλός. Το διαμέρισμα στο Περιστέρι το επέλεξε για να μην είναι πολύ μακριά ή πολύ κοντά στο Κέντρο. Το ψυγείο του είναι φουλ στη μπίρα και έχει ένα μπουκάλι ουίσκι στο πάτωμα δίπλα στην εξώπορτα. «Αν πας να βγεις είναι καλός λόγος για να σε κρατήσει μέσα» λέει συνέχεια. Δεν θέλει πίνακες αλλά δεν θα έλεγε και όχι αν του έκαναν δώρο κανέναν. Και το λατρεύει αυτό το σπίτι.
«Ζούσα σε ένα ημιυπόγειο στη Νέα Υόρκη όταν ήμουν 25 χρονών. Ντρεπόμουν να φέρω γυναίκα, αλλά τα έφερε έτσι το ραντεβού που καταλήξαμε σπίτι μου. Είχα σπίτι μπίρα, φέτες από τυρί τσένταρ και κατεψυγμένα κεφτεδάκια. Έλιωσα το τυρί σε ένα τηγάνι και το σέρβιρα πάνω στα κεφτεδάκια. Σε κάποια φάση γύρισε και μου είπε ότι αυτή η νύχτα ήταν η καλύτερη που είχε στη ζωή της εδώ και χρόνια. Εκεί κατάλαβα πως τα λεφτά μπορεί πράγματι να παίζουν ρόλο στις γυναίκες. Πιο πολύ όμως παίζει ρόλο να τους δημιουργείς στιγμές. Κάποιες καλές, κάποιες κακές. Έτσι εξηγούνται μάλλον και τα πολλά μου διαζύγια».
Ξέρεις γιατί γουστάρω τον Μπιλ; Γιατί δεν φοβάται να δείξει τα μειονεκτήματα του. Δεν κρύβεται πίσω από μάσκες και δεν δικαιολογείται. Είναι αυτός ο ωραίος τύπος που λέει «έχω την μαγική ικανότητα να τα κάνω σκατά». Το γεγονός όμως ότι το γνωρίζει, του δίνει και τις περισσότερες πιθανότητες για να διορθώσει το πρόβλημα. Δεν το κάνει όμως επειδή δεν θέλει. Το κάνει για να δει αν μπορείς να τον ανεχτείς όπως είναι.
Όλες αυτές οι απίστευτες συζητήσεις με ποτό κάθε απόγευμα, ίσως να είναι και μία μικρή ψυχανάλυση του ίδιου του εαυτού του. Ίσως όμως και όχι. Γιατί κάθε φορά που βλέπει ότι μπαίνει στη διαδικασία να προβληματιστεί για κάτι που δεν αξίζει, λέει πάντα αυτή την απίστευτη ατάκα που αγάπω.
«Μπα άστο. Δεν θα χαλάσω την ζαχαρένια μου».