Δεν είναι μύθος πως το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία έβλεπε την Ελλάδα με ένα μάτι θαυμασμού πριν την αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι και ο υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς, είχε επισκεφθεί την Ελλάδα το 1936 με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο και μαζί με τον Χίτλερ έβλεπαν έναν πιθανό σύμμαχο. Σε σημείο μάλιστα που ο τελευταίος έκανε λόγο σε δημόσια ομιλία του, πως στις φλέβες των Ελλήνων κυλάει…τευτονικό αίμα.
Όλα τα σχέδια του Χίτλερ φυσικά έπεσαν στο κενό, με ξεκίνημα από την συμπεριφορά του ίδιου του βασιλιά Γεωργίου του Β’, ο οποίος έδειχνε σφοδρή αντιπάθεια για το κίνημα του Χίτλερ σε σημείο που δεν έκρυβε την δυσαρέσκειά του, ούτε καν στις διπλωματικές συναντήσεις. Παρόλες τις εικασίες που ακούγονται μέχρι σήμερα, ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς θεωρούσε την συμμαχία με την ναζιστική Γερμανία μια σοφή κίνηση, τόσο από άποψη διπλωματίας όσο και από στρατηγικής σημασίας – ήταν άλλωστε λαμπρός στρατιωτικός νους.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο υπήρχαν ομάδες που θέλησαν να ανατρέψουν τον Μεταξά και να ταχθούν ανοιχτά με την ναζιστική Γερμανία. Μιλάμε φυσικά για γερμανόφιλους πολιτικούς και στρατιωτικούς που έτρεφαν αυτά τα συναισθήματα από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τόσο ο Δημοσθένης Κούκουνας όσο και ο Γρηγόριος Δαφνής, συγγραφείς και ιστορικοί, έχουν αναφερθεί στο περίφημο Κίνημα των Γερμανόφιλων, που προσπάθησε να ανατρέψει τον Μεταξά και να τοποθετήσει την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής του Άξονα.
Η ισχυρή τριάδα της ομάδας των Ελευθεροφρόνων, ήταν οι Θεόδωρος Σκυλακάκης, απόστρατος αξιωματικός από την εποχή της ήττας στο Σαγγάριο, ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης που υπήρξε ανοιχτά μεγάλος γερμανόφιλος και ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Πλατής που ήταν εν ενεργεία και μπορούσε να οργανώσει στρατιωτικά το οποιοδήποτε κίνημα. Στον πυρήνα υπήρχαν και άλλοι αντιβενιζελικοί πολιτικοί, όπως ο Πέτρος Ράλλης και ο Σωτήρης Γκοτζαμάνης, που αργότερα θα αποτελούσαν και την Κατοχική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τις πηγές, το κίνημα που ξεκίνησε να δραστηριοποιείται έντονα μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όχι μόνο είχε χρηματοδότηση, αλλά ο ίδιος ο Σκυλακάκης είχε τακτικές συναντήσεις στην γερμανική πρεσβεία, σε σημείο που προκάλεσε ανησυχίες. Τους φόβους αυτούς επιβεβαίωσε στον Μεταξά ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξης Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο οποίος αν και παρακολουθούσε τους γερμανόφιλους πολιτικούς, δεν βρισκόταν μέχρι εκείνη την περίοδο σε ανησυχία γιατί δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος (σ.σ: η Ελλάδα δεν είχε μπει επίσημα στον πόλεμο). Παρότι ο Μεταξάς ήταν λοιπόν ενημερωμένος από τον Μανιαδάκη, δεν είχε προβεί σε κάποιες ενέργειες και αυτούς τους προβληματισμούς, τους είχε μοιραστεί στο προσωπικό του ημερολόγιο.
Η αφορμή δόθηκε με τον υποστράτηγο Πλατή να ζητάει επισήμως την αντικατάσταση του Παπάγου, με το πρόσχημα ότι δεν ήταν αρεστός στους Γερμανούς. Μέσα σε μερικές ώρες, ο Μανιαδάκης είχε εντοπίσει και είχε συλλάβει όλους τους Γερμανόφιλους, ενώ με εντολή του Μεταξά έκλεισε και τα γραφεία της γερμανόφωνης εφημερίδας στην Αθήνα. Αξίζει να αναφερθεί πως το κίνημα είχε εισχωρήσει μέσα στην ΕΟΝ, ενώ γνώστης για τις κινήσεις των κινηματιών ήταν και ο στενός συνεργάτης του Μεταξά, Κώστας Κοτζιάς. Όλα αυτά τον Ιούνιο του 1940, τέσσερις μήνες πριν η Ελλάδα μπει στον πόλεμο. Παρότι σίγουρα δεν ήταν αυτός ο καταλυτικός παράγοντας, υπήρχε σίγουρα τροφή για σκέψη για τον ίδιο τον Μεταξά και την προτίμησή του προς τους Συμμάχους.
Για την ιστορία, ο Τουρκοβασίλης θα αποτελούσε μελλοντικά κομμάτι της ναζιστικής κυβέρνησης στην Αθήνα, ενώ ο Πλατής επανατοποθετήθηκε στο στράτευμα με σύμφωνη γνώμη του Παπάγου υπό την πρωθυπουργία του Κορυζή.