Θα το πω στην αρχή διότι, ξέρεις, ένας θάνατος, όπως αυτός της Αρλέτας, είναι ιδανική αφορμή για να εκφράσει ο καθένας την αποψάρα του και να δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Πάμε λοιπόν: Είχα επιδερμική σχέση με τα τραγούδια της. Δεν την κατέχω τη δισκογραφία της στην εποχή του Νέου Κύματος. Δεν έζησα την εποχή που βγήκε μπροστά με δικές της δημιουργίες, τότε που πολλοί εκπρόσωποι του Κύματος δοκιμάσαν αυτή την εκλεπτυσμένη ποπ (αν πρέπει σώνει και ντε να βάλουμε μια ταμπέλα) που πατούσε πολύ στην ερμηνεία και υμνούσε την κάθε μικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητας.
Και, τέλος πάντων, αν ήμουν 15 χρόνια μεγαλύτερος θα ήμουν στους «ροκάδες» και μάλλον θα πουλούσα τη μισή μου ψυχή για να δω τον Γκάλαχερ στη Φιλαδέλφεια το '81. Θα ήμουν εν ολίγοις σε αυτούς που, όπως είχε δηλώσει, σε συνέντευξή της η Αρλέτα, έχουν μεγαλώσει στο Μπουρνάζι, στο Περιστέρι και παριστάνουν ότι τους ενδιαφέρει περισσότερο ο Τομ Γουέιτς και σνομπάρουν το τόπο τους. Ίσως να υπάρχει μια υπερβολή στο παραπάνω, αλλά μιλάμε για εποχές που υπήρχε φανατισμός για τα γούστα και τους «αισθητικούς κανόνες».
Με άλλα λόγια με στεναχώρησε η είδηση του θανάτου της, αλλά δεν με άγγιξε με τον τρόπο που με άγγιξε ο θάνατος του Κοέν ή με τον τρόπο που άγγιξε τον Κώστα η αυτοκτονία του Τσέστερ Μπένινγκτον.
Είπαμε, επιδερμικός ακροατής, 5-6 τραγούδια, αυτά που από χτες το βράδυ παίζουν σε λούπα στο timeline. Τα «Ήσυχα βράδια», η «Σερενατα», η «Batida δε Coco», «Η εκδρομή».
Έλα όμως που για κάθε ένα από αυτά, υπάρχει μέσα μου και μια ανάμνηση -χωρίς να τα έχω λιώσει, χωρίς να τα θεωρώ αγαπημένα μου, χωρίς να μπορώ με ευκολία να θυμηθώ ένα ολόκληρο ρεφρέν. Για κάθε ένα από αυτά τα λίγα (που κάποια από αυτά δεν είναι τα σπουδαιότερα της δισκογραφίας της) έχω κάτι να θυμάμαι. Όχι απαραίτητα σπουδαίο ή μεγάλο, αλλά αυτή τη μικρή χαρακτηριστική λεπτομέρεια από μια κατάσταση που δεν είχε και πολλά για να θημηθείς. Αυτό το τίποτα το ιδιαίτερο, που μπορεί να γίνει πολύ ιδιαίτερο και εντελώς δικό σου.
Ας πούμε πριν λίγα καλοκαίρια, είχαμε περάσει ένα απόγευμα σε μια παραλία αλλάζοντας τους στίχους στα «Ήσυχα Βράδια». Γιατί η Αρλέτα; Γιατί αυτό το τραγούδι; Δεν ξέρω και μη με ρωτάς. Θα έλεγε κανείς πως ήρθε ακάλεστη, αλλά με ένα τρόπο εκείνη γνώριζε ότι εμείς την περιμέναμε.
Και έπειτα είναι και το άλλο. Ο θάνατός της κατέστησε πολύ σαφές ότι πολλοί από αυτούς που σε αφορούν δεν θα ήταν ίδιοι χωρίς την Αρλέτα. Διαβάζεις αυτό το ποστ του Δεληβοριά
και αμέσως καταλαβαίνεις ότι τη στιγμή που ανέβηκες στους ώμους του για να δεις λίγο διαφορετικά τον κόσμο και εκείνος σε έφερνε μούρη με μούρη με τους χαμηλούς τόνους της Αρλέτας, με αυτή την κοριτσίστικη και ανεπιτήδευτη ερμηνεία, με αυτό το πηγαίο αίσθημα ανεμελιάς (μα όχι αφέλειας). Το τι θα έκανες μετά εσύ, είναι δικό σου θέμα.
Όμως η Αρλέτα ήταν εκεί για να γεννήσει συγκινήσεις, για να φτιάξει αναμνήσεις και να αφηγηθεί ιστορίες. Και κάπως έτσι τρύπωνε εν αγνοία σου και αυτονόητα μέσα στις δικές σου ιστορίες, χωρίς να κραυγάζει και να στα κάνει σάλτσα ντε κόκο.