Η αιώνια ερώτηση λίγο πριν μπει το καλοκαίρι: «Πόυ θα πάμε φέτος διακοπές;» Ο κρύος ιδρώτας που σε λούζει όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με φίλους και σχέσεις που δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Νιώθεις ότι κάτι σκέφτεσαι λάθος, ότι είναι κάτι πιο βαθύ που σε λερώνει. Να τολμήσεις να προτείνεις κάποιο μέρος που δεν είναι νησί;
Και πες ότι είσαι αρκετά γενναίος και το κάνεις. Ξεσπαθώνεις υπέρ της ηπειρωτικής Ελλάδας· τους λες για τις παραλιάρες στα Σύβοτα, για την άγρια ομορφιά της Μάνης, για το ελεύθερο κάμπινγκ στη Βόρεια Εύβοια. Περιμένεις να δεις κάποιους να συμφωνούν, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ζητάς, ένα συγκαταβατικό βλέμμα έστω.
Τίποτα από αυτά όμως δε συμβαίνει.
Μικραίνεις και νομίζεις ότι είπες κάτι περίεργο, σα να μίλησες υπέρ του Χίτλερ ή να υποστήριξες ότι «τι να κάνουμε τώρα που στη Νότια Ασία τρώνε σκυλιά;». Σε κοιτάνε σαν ένα ενοχλητικό έντομο που πρέπει να λιώσουν με μανία. Μικραίνεις και γίνεσαι ένα σκουπίδι που θέλουν να ξεφορτωθούν. Ένα φορτικό σπυρί που πρέπει να σπάσουν πάση θυσία. Και θα σε σπάσουν με κάθε τρόπο, μην ανησυχείς. Γιατί στο μυαλό τους τα πράγματα είναι απλά: αν δεν μπεις σε καράβι να πας σε νησί, διακοπές δε γίνονται.
Προσπαθείς λίγο να το σώσεις και λες πως κι η Εύβοια κι η Λευκάδα νησιά είναι. Χειροτερεύεις τη θέση σου. Σου ανταπαντάνε γεμάτοι μίσος κι άναρθρες κραυγές. Τολμάς να πεις «ε, και τι έγινε»; Κινδυνεύεις με λιντσάρισμα και μαζεύεσαι στη γωνιά σου.
Συμβιβάζεσαι πάντα. Κάθε καλοκαίρι της ζωής σου. Λες στον εαυτό σου πως νησί (με καράβι) σημαίνει άραγμα. Νησί σημαίνει ελάχιστες (μετα)κινήσεις. Νησί σημαίνει ότι αφήνεις το άγχος και το παίδεμα μακριά.
Και μετά αρχίζει το πανηγυράκι της τρέλας. Είναι τελευταία στιγμή και δεν βρίσκετε πλοίο. Στοιβάζεστε σαν τις παστές σαρδέλες για να πάτε σε κάποιο απομονωμένο νησί. Αν δεν σας αρέσει την κάτσατε. Θα μείνετε εκεί εγκλωβισμένοι. Τα Amalia’s Apartments με το χαλασμένο ερκοντίσιο, τους λεπτούς τοίχους, την υγρασία και τους μεθυσμένους εφήβους δεν είναι ο παράδεισος. Ένας τάφος που ζεματάει είναι. Πώς όμως να φύγεις όταν έχει καράβι κάθε τρεις μέρες, μου λες; Να το πάρεις κολυμπώντας; Να το πάρεις αλλά ΔΕ θα σε αφήσουνε!
Οι άνθρωποι είναι τρελοί, ακόμα και στην εξορία του Άη Στράτη θα πάνε αρκεί να πατήσουν το πόδι τους σε κατάστρωμα. Λες τουλάχιστον δε θα οδηγάω σαν φορτηγατζής -όπως κάνω όλον τον χρόνο. Αλλά όχι. Και διαδρομή με το αυτοκίνητο δε θέλουν, και το αυτοκίνητο στο νησί θέλουν να πάρουν. Προσπαθείς να το βάλεις λες και παίζεις tetris. Σε σαλαγάνε οι παλίκαροι του πλοίου στο παρκάρισμα. Λες κι είσαι γουρούνι που πας για τη σφαγή. Τόση φωνή και γκαρίλα είχες να ακούσεις από τον στρατό. Πας να αντιμιλήσεις κι η παρέα σου λέει «σσσσσ, μη μας χαλάς το κεφί!». Δαγκώνεσαι και βράζεις στο ζουμί σου.
Τελικά καταλήγεις να κάνεις ταριφιές σε όλη την Αμοργό. Σε δρόμους που θυμίζουν ράλλυ να αποφεύγεις μεθυσμένους πειρατές της ασφάλτου και να μην το πιστεύεις. Νησιά με εκατό χλμ. έκταση, εσύ θα τα οδηγήσεις από άκρη σε άκρη πέντε φορές. Σε μια μέρα. Πεντακόσια χιλιόμετρα θα γράψεις στην Αστυπάλαια, λες και κάνεις χαρτογράφηση, λες και αν δεν δεις την τελευταία παραλία, την κρεμασμένη στα κατσάβραχα κάτι πολύ κακό θα συμβεί -λες και δε θα μπορούσες να είχες αποφύγει τουλάχιστον την ταλαιπωρία στο καράβι, λες και δεν έχει ωραία μέρη η ηπειρωτική Ελλάδα!
Και το χειρότερο από όλα είναι πως δε θα βρίσκεις πουθενά παρηγοριά· κανείς δε θα καταλαβαίνει τον πόνο σου, ο περίεργος της παρέας θα είσαι. Που ονειρεύεται τις άνετες διακοπές του σε κάποιο μέρος στεριανό.