Άνθρωποι και κατσαρίδες. Σίγουρα δεν τις συμπαθούμε και το πιο πιθανό είναι να μην μας συμπαθούν ούτε και αυτές. Έχουν εμφανιστεί στις ζωές μας από την αρχαιότητα και συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Έχουμε ουρλιάξει, έχουμε κλάψει, έχουμε πάει σε ψυχολόγους, τις έχουμε κυνηγήσει με παντόφλες και Αροξόλ και παρόλα αυτά συνεχίζουν. Δυστυχώς ένα από συνώνυμα του ελληνικού καλοκαιριού, εκτός από το μπάνιο κα τις διακοπές, είναι και οι κατσαρίδες. Και όλοι μας, έχουμε διάφορες ιστορίες με δαύτες. Όχι όμορφες.
Ο Κώστας Χρήστου ακόμα τρέχει από την σκοπιά
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ζωύφια είναι κομμάτι της στρατιωτικής θητείας, αλλά αυτή η εικόνα το καλοκαίρι του 2006 παρέπεμπε περισσότερο σε προοίμιο ταινίας τρόμου παρά σε μία τυπική σκοπιά στο στρατό. Υπηρετώντας σε νησιώτικη μονάδα μέσα στα πλαίσια της ευθύνης μας ήταν και οι αποθήκες πυρομαχικών. Ήταν περίπου 11 τη νύχτα όταν με τον συνάδελφο που κάναμε το περίπολο, ακούσαμε ένα χαρακτηριστικό ήχο που σου θύμιζε νύχια σε τοίχο. Έτσι ξεκινούν τα θρίλερ παιδιά. Βέβαια το μυαλό μας δεν πήγε σε κάποιο δαίμονα αλλά σε ποντίκια – που όλοι ξέρουμε ότι λατρεύουν τις αποθήκες. Την επόμενη μέρα και αφού είχε ενημερωθεί ο αξιωματικός υπηρεσίας, μαζί με άλλους τέσσερις φαντάρους και έναν έφεδρο αξιωματικό, ανοίξαμε την αποθήκη. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ένα τεράστιο μαύρο πράγμα στον απέναντι σκοτεινό τοίχο, το οποίο έδειχνε να κουνιέται. Ρίξαμε με τους φακούς και είδαμε χιλιάδες φτερά να κουνιούνται. Ο λοχαγός που ήρθε παραξενεμένος, είδε πέντε ανθρώπους στα χακί να τρέχουν πανικόβλητοι μαζί με εκείνους που ήρθαν για την απολύμανση. Ένα «μαυροκαφέ» πράγμα ξεχύθηκε στην έξοδο, με τον έκπληκτο λοχαγό να μας βλέπει να παρατάμε όπλα και κράνη και να φωνάζει «ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΥΡΙΣΤΕ ΠΙΣΩΩΩ!». Όχι μόνο δεν γυρίσαμε, αλλά δύο φαντάροι ζήτησαν άδεια για ψυχολογικούς λόγους γιατί -όντως- έπασχαν από κατσαριδοφοβία. Η απολύμανση πάντως έγινε, η αποθήκη σφραγίστηκε εκ νέου και στη δική μου σειρά τουλάχιστον, δεν την πλησίασε ποτέ ξανά κανείς.
O Στέλιος Παπαγρηγορίου στο πιο περίεργο χάδι της ζωής του
Ναι καλά διάβασες. Ήμουν έξω κι έπινα το ποτό μου σε γνωστό μπαρ στο Μοναστηράκι, έξω ήταν γεμάτο κόσμο, καλοκαίρι, και όλοι είχαν μπει στη φάση τους, Σάββατο βράδυ, σχεδόν μεθυσμένοι. Ξαφνικά είδαμε το πλήθος να σκίζεται στα δύο, όπως όταν ο Μωυσής άνοιξε τη Ερυθρά Θάλασσα για να περάσει ο λαός του Ισραήλ, και στη μέση εμφανίστηκε μία παρέλαση από κατσαρίδες που έκαναν μάλλον τον νυχτερινό τους περίπατο ανέμελες. Όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν, μαζί κι εγώ φυσικά, μιας και από πάντα τις σιχαινόμουν. Δεν είμαι άνθρωπος που σιχαίνεται εύκολα αλλά οι κατσαρίδες είναι εξαιρετική περίπτωση. Κι εκεί που όλοι είχαν διασκορπιστεί έντρομοι λόγω της «παρέλασης», φάνηκε μία εντελώς zen κοπέλα η οποία έσκυψε, άνοιξε τις παλάμες της και μία από τις κατσαρίδες ανέβηκε πάνω σαν να μην τρέχει τίποτα. Και δεν έφτανε αυτό, η τύπισσα άρχισε να μιλάει γλυκά στην κατσαρίδα λες και ήταν το γατάκι της. Όλο το πλήθος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και κοιτούσε την απίστευτη σκηνή με σιχαμάρα αλλά και θαυμασμό. Στο τέλος η κοπέλα είπε προς το πλήθος: «Πλάσματα είναι κι αυτά», κι άφησε την κατσαρίδα να επιστρέψει στην πορεία της μαζί με τις υπόλοιπες.
Η Διονυσία Ζαπατίνα είδε από κοντά το Γκοτζίλα
Με τον τότε γκόμενό μου έχουμε αποφασίσει να κάνουμε αποκέντρωση και μένουμε μεταξύ Σαρωνίδας και Αναβύσσου, καραεξοχή. Μας τρώγαν βέβαια λίγο οι δρόμοι αλλά τότε η βενζίνη είχε κάτω από ευρώ το λίτρο άρα όλα καλά. Το εξάμηνο δε μεταξύ Μαϊου- Οκτωβρίου όνειρο αφού είτε το πρωί, είτε το βραδάκι η θάλασσα απέχει ελάχιστα λεπτά. Δουλεύω σε περιοδικό και εφημερίδα και τα ωράρια είναι τρελά. Συνήθως γυρίζω μετά τα μεσάνυχτα αλλά κι αυτό το βάζω στα υπέρ αφού η επιστροφή έχει μηδενική κίνηση. Ένα τέτοιο βράδυ καλοκαιρινό, πτώμα από την κούραση βγαίνω στον πηγαιμό για το σπίτι. Το cd player παίζει τραγούδια που αγαπάω κι εγώ κατεβαίνω προς Σαρωνίδα απολαμβάνοντας τη θέα της θάλασσας στο φεγγαρόφωτο. Σούπερ θα σκεφτείτε. Σούπερ θα ήταν όντως αλλά… Στο ύψος του Λαγονησίου λίγο πριν το φώτο φίνις της επιστροφής από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει πετώντας μια μεγάλη – την λες και Γκοτζίλα- κατσαρίδα και κάθεται στο χέρι μου! Απόλυτος πανικός. Το ότι δεν σκοτώθηκα οφείλεται μάλλον σε ξεκάθαρη τύχη. Ναι, ούρλιαξα, ναι μου έφυγε και λίγο το αμάξι αλλά το μάζεψα, κοπάνησα το αριστερό μου χέρι στην πόρτα πετώντας έξω το ατάραχο ζωντανό και καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο κάτω -μη με ξαναφτάσει- τρέμοντας σταμάτησα δεξιά με αλάρμ για να συνέλθω. 65 ντους αργότερα ήμουν καλύτερα…
Για τον Βασίλη Κουρουμιχάκη μια κατσαρίδα είναι τραγωδία, χιλιάδες κατσαρίδες είναι στατιστική
Έχω σκοτώσει άπειρες κατσαρίδες στη ζωή μου, δεν τις φοβάμαι και τις σιχαίνομαι μόνο αφού στις σκοτώσω, και πρέπει να μαζέψω την γλιτσερή και άμορφη μάζα στην οποία έχουν μετατραπεί κάτω από το βάρος της σαγιονάρας ή του παπουτσιού μου. Είναι η τέτοια η οικειότητά μου με τα συμπαθή εξάποδα, κάτι που οφείλω στη μαμά μου που με έβαζε από πολύ τη πολύ τρυφερή ηλικία των έξι ετών να σκοτώνω κατσαρίδες για λογαριασμό της. Το διδακτορικό μου στις κατσαρίδες το έκανα όταν μείναμε στη Σούδα, στην άσχημη πλευρά των κατά τα λοιπά όμορφων Χανίων. Όπως όλοι ξέρουμε τα λιμάνια είναι αγαπημένος τόπος ανάπτυξης κατσαρίδων, αρουραίων, μαχαιροβγαλτών και γενικά πλασμάτων που κανείς δεν θέλει στη ζωή του. Στο σπίτι κάναμε απολύμανση και απεντόμωση με συχνότητα που πηγαίναμε super market. Σε μία από αυτές τις απεντομώσεις που έκανα με τον πατέρα μου αποφασίσαμε να σηκώσουμε το καπάκι της αποχέτευσης για να διοχετεύσουμε και εκεί την προσωρινή δράση του διαλύματος βορικού οξέως.
Με το που σήκωσε το καπάκι ξεπήδησε ένας πίδακας κατσαρίδων. Φανταστείτε κάτι σαν την τράπουλα που χοροπηδάει στην πασιέντζα των Windows μετά από μια νικηφόρα παρτίδα σε διαστάσεις περίπου 20 επί 40 εκατοστών. Εκεί για πρώτη φορά φοβήθηκα τις κατσαρίδες γιατί ήταν τόσες πολλές που νόμιζα ότι θα σχηματίσουν μια τεράστια κατσαρίδα η οποία να πάρει εκδίκηση για όλες τις κατσαρίδες που είχα σκοτώσει. Ευτυχώς όμως απλά έφυγαν μακριά από το σπίτι και μετά από εκείνη την απεντόμωση, οι επισκέψεις τους περιορίστηκαν δραματικά.
Η Νατάσσα Σχοινά στην πιο τρομαχτική έξωση πολυκατοικίας
Η ιστορία που πρόκειται να διηγηθώ δεν ανήκει στο προσωπικό μου αρχείο με κατσαρίδες και, όταν την ακούσεις, θα καταλάβεις ακριβώς γιατί την κατατάσσω στο Νο1 των χειρότερων ever. Το θύμα ήταν η φίλη και τότε συμφοιτήτριά μου που στο εξής θα αποκαλούμε με το αρχικό της «Μ. » για να μη με κυνηγάει. Η Μ., λοιπόν, επέστρεφε με το αγόρι της από μία έξοδό τους στην πολυκατοικία που έμεναν τότε σε συνοικία κοντά στο κέντρο της Αθήνας. Μπροστά εκείνη, πίσω αυτός. Βγάζει τα κλειδιά από την τσάντα, αμέριμνη, γιατί πού να φανταστεί τι την περίμενε στο εσωτερικό. Ξεκλειδώνει, σπρώχνει την πόρτα και αυτό που αντικρίζει είναι τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας με μία σκούπα στο χέρι να προσπαθεί να σπρώξει μία ορδή με κατσαρίδες που είχαν καλύψει το πάτωμα και έτρεχαν σε ξέφρενη διάθεση προς πάσα κατεύθυνση. Οι κατσαρίδες, βέβαια, δεν περπατούν μόνο στο πάτωμα. Δυστυχώς. Καταλαβαίνεις πού το πάω; Αυτά τα σχεδόν εξωγήινα όντα που, ας είμαστε ειλικρινείς, θα μας θάψουν όλους, είχαν καλύψει τη γυναίκα από τα πόδια (που δεν είχαν κλειστά παπούτσια γιατί ήταν κατακαλόκαιρο) μέχρι τα μαλλιά. Αφού η Μ. κατάφερε να προσπεράσει το πρώτο σοκ -Και μπράβο της. Εγώ θα είχα ξενοικιάσει επί τόπου-, ανέβηκε στον πρώτο που ήταν το διαμέρισμά τους, πετώντας και μερικές κατσαρίδες από πάνω τους στην πορεία. Και τι να δει; Άλλα στρατεύματα με κατσαρίδες έβγαιναν σωρηδόν από τα σιφώνια και καταλάμβαναν κάθε πιθανό έδαφος. Πάγκοι κουζίνας, ντουλάπες, πολυθρόνες είχαν αλλάξει χρώμα. Ε, εντάξει, εκεί απλά παραιτήθηκαν, έκαναν και οι δύο οπισθοχώρηση, ασφάλισαν την πόρτα και μετακόμισαν για μία εβδομάδα σε φιλικό σπίτι. Αν μετά από αυτά ζεις κι αναρωτιέσαι γιατί συνέβη αυτή η αποκάλυψη, η Μ. έμαθε αργότερα ότι κάτι είχε πάει λάθος με τους υπονόμους του τετραγώνου. Εγώ, πάντως, ακόμη ζω με PTSD από τη διήγηση.
Η Κατερίνα Πατούλια είχε επισκέψεις από φτερωτά ξαδέρφια
Ιούλιος 2010, επιστροφή από τη Σαντορίνη με ηλιακό έγκαυμα πρώτου βαθμού παρά το 50αρι αντηλιακό. Τη στιγμή που το καράβι έμπαινε αργά και βασανιστικά στο λιμάνι του Πειραιά, λίγο μετά τις 11 το βράδυ, νόμιζα πως εκείνο το κοκκίνισμα θα ήταν το μοναδικό μου πρόβλημα εκείνη τη στιγμή. Πόσο έξω έπεσα όταν μισή ώρα αργότερα έφτανα στο φοιτητικό μου διαμέρισμα, με την επίσης παλιά, φοιτητική του κουζινούλα. Και ξέρεις ποιο μεγάλο πρόβλημα προκύπτει όταν ξεχνάς τον νεροχύτη στην παλιά σου κουζίνα, χωρίς το ειδικό προστατευτικό καπάκι. Οι κατσαρίδες. Και δεν ήταν μία, ούτε δύο, ούτε τρεις αλλά πιθανότατα 100 μικρές κατσαριδούλες, ξαδέρφες πρώτες και δεύτερες και τρίτες της Τερέζας. Και το σουλάτσο πάνω στα ποτήρια, στα πιάτα, στις κούπες και τα μαχαιροπήρουνα που έκαναν αυτές οι μικρές ξανθές κατσαριδούλες, σε έκανε να μην θες να πιάσει ποτήρι ξανά στη ζωούλα σου. Τι κάνει η φοιτήτρια λίγο μετά τα μεσάνυχτα στην κουζινούλα του τρόμου; Ρίχνει το ειδικό σπρέι εξολόθρευσης, κάνει τον σταυρό της και κλειδώνει την κουζίνα και δεν επιστρέφει η ίδια πίσω αλλά στέλνει τον ιδιοκτήτη να σώσει την κατάσταση, που ξέρει να εκτελεί χρέη απεντόμωσης… και τι κάνεις αφού τελειώσει η απεντόμωση; Αλλάζεις διαμέρισμα και ψάχνεις μια πιο νέα κουζινούλα.
Έχουμε και δύο σιχαμένους τύπους που δεν τις βρίσκουν σιχαμένες
Δεν ξέρω αν εκπροσωπούμε έστω και 1 εκατομμύρια ανθρώπους σε αυτή τη χώρα, πάντως ο Άγγελος Κωνσταντούλιας και εγώ (Χρήστος Κάβουρας) μόλις μας έγινε η ερώτηση περί σιχαμένης ιστορίας για κατσαρίδες αισθανθήκαμε περίεργα. Το αντιμετωπίσαμε δίχως ενδιαφέρον, σαν να μην υπήρχε λόγος. Η αιτία; Δεν μας φρικάρουν οι κατσαρίδες. Όχι επειδή είμαστε ατρόμητοι, απλά δεν έχουμε κάτι απέναντι στο κατά γενική ομολογία πιο αποκρουστικό έντομο κατά της ανθρωπότητας. Μάλιστα συμφωνήσαμε σε κάτι. «Πιο αηδιαστικά είναι τα φίδια παρά οι κατσαρίδες που είναι άκακες».
Δεν είπαμε ότι θα κάτσουμε να τις μασήσουμε και να τις φάμε σαν Ασιάτες ή θα τις πάρουμε για pet, αλλά σίγουρα δεν έχουμε κάτι να προσάψουμε απέναντί της. Αφού δεν μας τσιμπάει ή μας δηλητηριάζει, τότε δεν έχουμε τίποτα απέναντί της. Αν θέλετε να μιλήσουμε για φίδια και για σμέρνες, ευχαρίστως να σας πούμε τα χειρότερα.