Έχει περάσει σχεδόν μισή χιλιετία από εκείνο το πρωί που ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε στον Καθεδρικό Ναό της Βιτεμβέργης τις 95 Θέσεις για τη Μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας. Κι όμως σε μια γωνιά της Ευρώπης, μέχρι πριν από λίγα χρόνια η κοινωνία της ήταν στα οδοφράγματα με διαχωριστική γραμμή εκείνο το κείμενο, ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;
Στην προσπάθειά του να κατανοήσει κάποιος το Βορειοϊρλανδικό Ζήτημα, αν ψάξει τις θεολογικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν θα καταλήξει σε κάποιο λογικό συμπέρασμα. Το σημείο που είναι το πιο πιθανό να σταματήσει κανείς να παίρνει στα σοβαρά τα θρησκευτικά ζητήματα ως γενεσιουργό αιτία του τελευταίου εμφυλίου του πολιτισμένου κόσμου, είναι μάλλον το ευτράπελο με τον ευρωβουλευτή και ηγετική μορφή των Βορειοιρλανδών Προτεσταντών, Ian Paisley, να διακόπτει την ομιλία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στο Ευρωκοινοβούλιο το 1988 αποκαλώντας τον Αντίχριστο. Είναι μάλλον προφανές ότι κάτι πολύ σοβαρό ήταν αυτό που αιματοκυλούσε το βόρειο τμήμα του νησιού. Η επέτειος της Ματωμένης Κυριακής και ένας άλλος Μαρτίνος Λούθηρος είναι η αφετηρία.
Παρά την εγγύτητα που είχε η Ιρλανδία με τη Μεγάλη Βρετανία, για πολλούς και διάφορους λόγους ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε με την ίδια πολιτική αφομοίωσης που εφαρμόστηκε στη Σκωτία και την Ουαλία. Η Ιρλανδία έμοιαζε περισσότερο με αποικία και οι Ιρλανδοί δεν είχαν σημαντικά καλύτερη θέση από τους Ιθαγενείς της Αμερικής, τους Αβορίγινες και άλλους αποικιοκρατούμενους λαούς. Μοναδική εξαίρεση μια κάστα Προτεσταντών από τη Σκωτία που βρέθηκε στο βόρειο τμήμα του νησιού ως ενδιάμεσος με το Στέμμα. Αυτό έγινε τον 17ο αιώνα, αλλά αυτό το ιδιότυπο σύστημα καστών συνεχίστηκε μέχρι την απελευθέρωση της Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή όχι ολόκληρης, γιατί το βόρειο κομμάτι της έμεινε εκεί.
Προκειται για τις περίφημες 6 κομητείες οι οποίες παρέμειναν στο Στέμμα και σαν δικαιολογία παρουσιάστηκε ο μεγάλος αριθμών Προτεσταντών που δεν υποστήριζε την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Σε ένα βαθμό υπαρκτό ζήτημα, αλλά η βασική αιτία πίσω από αυτή την παραδοξότητα ήταν το γεγονός ότι το Μπέλφαστ ήταν το τρίτο μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να το χάσει.
Κάπως έτσι το βόρειο κομμάτι του νησιού, όχι μόνο παρέμεινε κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά συνέχισε να λειτουργεί και ως αποικιοκρατικό παράδοξο. Ακόμα και όταν πρώην αποικίες από την Ινδία μέχρι την Κύπρο αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους, στη Βόρεια Ιρλανδία υπήρχαν πολίτες Β’ κατηγορίας, αν και μάλλον δεν ήταν καν πολίτες. Βλέπετε το ημιφεουδαρχικό σύστημα κρατούσε τεχνητά την Καθολική κοινότητα εκτός των αποφάσεων. Η συντριπτική πλειοψηφία της γης, όπως και των μέσων παραγωγής, ήταν κτήμα των Προτεσταντών.
Η φτώχεια, η ανεργία και το έλλειμμα εκπροσώπησης στα κέντρα των αποφάσεων γέννησαν ένα κίνημα, ένα Civil Rights Movement που άντλησε έμπνευση από το αντίστοιχο των Αφροαμερικάνων, ο Martin Luther King είχε ξεπεράσει τα σύνορα της Αμερικής. Οι Καθολικοί από το Μπέλφαστ μέχρι το Ντέρι ζητούσαν μεταρρυθμίσεις, δικαιώματα, σπίτια, δουλειές και αξιοπρέπεια. Το Λονδίνο δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τους δώσει. Το Ηνωμένο Βασίλειο βρισκόταν στη δικιά του βαθιά κρίση και το τελευταίο που θα μπορούσε να κάνει είναι ασχοληθεί με ένα ακόμα πρόβλημα που δεν το ένιωθε και ακριβώς δικό του. Κάποιοι στο Λονδίνο θεωρούσαν ότι η λευκή επιταγή που είχαν δώσει στους Προτεστάντες εποίκους το 1605 ήταν ακόμα σε ισχύ.
Το αποτέλεσμα ήταν να πνίγονται στο αίμα ακόμα και οι πιο ειρηνικές διαμρτυρίες. Η βορειοϊρλανδική αστυνομία ήταν αμιγώς Προτεσταντική και λειτουργούσε σαν στρατός κατοχής, περισσότερο έριχνε λάδι στη φωτιά παρά φρόντιζε για την κοινωνική ειρήνη. Όταν κάποια στιγμή το Λονδίνο αποφάσισε να παρέμβει, έκανε το μοναδικό πράγμα που δεν χρειαζόταν, να στείλει τον στρατό.
Αντί για μεταρρυθμίσεις και δικαιοσύνη, η Βόρεια Ιρλανδία είδε τον στρατό να αναπτύσσεται στους δρόμους. Αρχικά ο στρατός έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Καθολικούς, το έβλεπαν σαν ανάχωμα απέναντι στη διεφθαρμένη αστυνομία και το ότι ο στρατός ήταν βρετανικός, γέννησε την ελπίδα ότι θα τον σεβαστούν οι Προτεστάντες. Το πρόβλημα όμως με τον στρατό είναι ότι αγαλλιάζει τα πνεύματα με την παρουσία του, το βλέπουμε από τις παρελάσεις μέχρι τη συμμετοχή του στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, αλλά οξύνει τα πνεύματα όταν εμπλέκεται ενεργά.
Ο στρατός δεν μπορεί να κάνει χαρούμενες παρελάσεις για πολύ καιρό σε ένα μέρος μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά. Σταδιακά μετατρέπεται σε κανονικό στρατό κατοχής και το μόνο που χρειάζεται είναι μια σπίθα, σαν αυτή που άναψε στις 30 Ιανουαρίου του 1972 στο Ντέρι.
Ήταν μια συνηθισμένη πορεία διαμαρτυρίας απέναντι στην πρακτική των αρχών να συλλαμβάνουν κόσμο και να τους κρατούν άνευ κατηγορίας. Το κέντρο ήταν αποκλεισμένο από τον στρατό και η πορεία αναγκάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές τον αρχικό σχεδιασμό της. Σε ένα από τα μπλόκα ένα τμήμα της πορείας αποκόπηκε από τον κύριο κορμό και έριξε πέτρες στους στρατιώτες, η απάντηση ήταν κάτι παραπάνω από ασύμμετρη.
Οι άνδρες του 1ου Τάγματος του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών απάντησε χωρίς καμία λογική εμπλοκής με πυρά έχοντας απέναντι άμαχο πληθυσμό. Κάποιοι πυροβολήθηκαν πισώπλατα κατά την υποχώρησή τους, κάποιοι βρέθηκαν κάτω από τις ρόδες θωρακισμένων οχημάτων. Ο τραγικός απολογισμός ήταν 14 νεκροί και πάνω από 15 τραυματίες. Όμως η τραγωδία μόλις είχε αρχίσει.
Κανείς δεν ξέρει ακόμα αν η στρατηγική της έντασης είχε διαταχθεί από το Λονδίνο ή ήταν αποτέλεσμα «υπερβάλλοντος» ζήλου. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν υπήρξε καμία λογοδοσία από την πλευρά της Βρετανικής Κυβέρνησης. Οι ενέργειες του στρατου δικαιολογήθηκαν πλήρως από την έρευνα που διεξήχθη. Το πόρισμά κατέληξε στο ότι οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ γιατί ήταν σε αυτοάμυνα όταν τους επιτέθηκαν αντάρτες με βόμβες μολότοφ και βόμβες με καρφιά, όπλα που δεν βρέθηκαν και δεν υπήρξαν ποτέ.
Δεν ήταν όμως τα θύματα και οι οικογένειες τους τα μεγαλύτερα θύματα. Η καλλιέργεια της ασυδοσίας του Βρετανικού Στρατού ήταν η καλύτερη διαφήμιση για προσκλητήριο εθελοντών μαχητών στον Provisional IRA και άλλες εξτρεμιστικές οργανώσεις των Καθολικών. Το καθοδικό σπιράλ της βίας ενίσχυσε και τις αντίστοιχες παραστρατιωτικές ομάδες των Προτεσταντών κάνοντας το Μπέλφαστ να μη διαφέρει σε τίποτα ουσιαστικά από μια κανονική εμπόλεμη ζώνη. Η μεγάλη τραγωδία της Ματωμένης Κυριακής δεν είναι οι 14 νεκροί της, αλλά οι 3500+ που έφερε η συνέχειά της.
Η Βρετανική κυβέρνηση ζήτησε για πρώτη φορά δημόσια συγνώμη για τη Ματωμένη Κυριακή το 1998, στο πλαίσιο της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής που έφερε για πρώτη φορά την ειρήνη ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Βόρειας Ιρλανδίας. Μια συγνώμη που δεν συνοδεύτηκε όμως και από απόδοση ευθυνών.
H πολιτική του αίματος του Ηνωμένου Βασιλείου έχει πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα της και η Bloody Sunday δυστυχώς είναι από τις λιγότερο επώδυνες στιγμές της. Ο χρόνος κυλάει πολύ αργά για αυτές τις υποθέσεις και οι συγγενείς των θυμάτων δεν θα βρουν σύντομα τη δικαίωσή τους. Θα τη βρουν σίγουρα οι απογονοί τους γιατί η ιστορία έχει πολύ κακή σχέση με τη μοκέτα κάτω από την οποία κρύβονται τέτοιου είδους εγκλήματα. Μέχρι τότε ας είναι η Bloody Sunday μια ακόμα υπενθύμιση ότι η βία δεν φέρνει τίποτα άλλο από περισσότερη βία.