Έψαχνε εναγωνίως μια ευκαιρία για να δείξει ότι είναι πολλά παραπάνω από κακός μιας ταινίας, παρόλα αυτά η καριέρα του θα είχε πάντα αυτή την κατάληξη εφόσον επέλεγε να μείνει στο Hollywood. Ο Jack Palance είχε φτιάξει το όνομά του στηριζόμενος ακριβώς σε αυτό το πράγμα. Στο να παίζει τον κακό, τον δολοφόνο και τον ψυχοπαθή κάνοντάς το μάλιστα με τεράστια επιτυχία.
Όταν ντούμπλαρε τον Brando
Ο Palance ήταν γόνος ουκρανών μεταναστών της Πενσιλβάνια, το κανονικό του όνομα ήταν Walter Palaniuk και υπηρέτησε τις ΗΠΑ στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέλος της Αεροπορίας, κάτι τελικά που του στέρησε τη δυνατότητα καριέρας ως πυγμάχου.
Με το που επέστρεψε από τη θητεία του, το 1944 άρχισε να φοιτά στο Stanford, ωστόσο άφησε τις σπουδές του στη μέση προκειμένου να κυνηγήσει καριέρα στο θέατρο. Για να βγαίνει όμως το μεροκάματο, ο (τότε) Palaniuk έκανε άπειρες δουλειές, από σερβιτόρος, ανοιχτής αναψυκτικών, ναυαγοσώστης και ως μοντέλο. Κάποια στιγμή ωστόσο ο νεαρός που κανείς δεν μπορούσε να προφέρει σωστά το επίθετό του – οι περισσότεροι τον φώναζαν Palanski- βρήκε ένα ρόλο στο Broadway, ως εκ των «αλλαγών» του πρωταγωνιστή του έργου.
Σκηνοθέτης ήταν ο Elia Kazan και το έργο στο οποίο πρωταγωνιστούσε λεγόταν Λεωφορείον ο Πόθος. Μάλιστα, είχε τη δύσκολη αποστολή να ντουμπλάρει τον Marlon Brando, ως Stanley Kowalski για όσες παραστάσεις έπαιρνε ρεπό. H γνωριμία του αυτή με τον Kazan του εξασφάλισε μια δοκιμή και στον κινηματογράφο τρία χρόνια αργότερα, στην ταινία Panic in the Streets. Μια ταινία στην οποία τα credits τον ανέφεραν ως «Walter (Jack) Palance».
Τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του σε συνδυασμό με το επιβλητικό παρουσιαστικό τον μετέτρεψαν σε νο.1 επιλογή για κακό σε ταινίες και το Hollywood του είχε σίγουρη θέση. Μόνο όμως για αντιπαθητικούς ρόλους.
Ανεξάρτητες παραγωγές και ένα Όσκαρ
Μπορεί ως κακός να είχε επιτυχία, αλλά το συγκεκριμένο επίτευγμα δεν τον γέμιζε καθόλου. Ακόμα και αν είχε προταθεί δυο φορές για Όσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου στις ταινίες Sudden Fear (1952) and Shane (1953) δεν του άρεσε που περιοριζόταν σε συγκεκριμένους ρόλους, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει από το Hollywood. Τη δεκαετία του ’70 λοιπόν έγινε «νομάς», εργαζόμενος σε ανεξάρτητες παραγωγές κυρίως στην Ιταλία, στην οποία όπως δήλωσε «ήταν η πιο απολαυστική στιγμή της καριέρας μου», αφού όμως το 1973 είχε προλάβει να γίνει ο αμέσως επόμενος διάσημος Κόμης Δράκουλας (Bram Stoker's Dracula) μετά τους Christopher Lee και Bella Lugosi.
Περιπλανήθηκε αρκετά, ωστόσο οι μέρες δόξας είχαν περάσει πλέον με αποτέλεσμα στις αρχές των 80’s να επιστρέψει στις ΗΠΑ.
Οι περισσότεροι τον θεωρούσαν τελειωμένο, ωστόσο ξαφνικά η ζήτηση των υπηρεσιών του ανέβηκε κατακόρυφα, όταν η εκπομπή που παρουσίαζε με τίτλο «Ripley's Believe It or Not!» σημείωσε τεράστια επιτυχία και από το πουθενά το Hollywood τον τράβηξε πίσω με ανοιχτές αγκάλες. Young Guns, Tango & Cash και ως Karl Grissom στο Batman του Tim Burton ήταν ρόλοι που τον θυμούνται κυρίως οι νεότεροι.
Μαζί με αυτά το 1994 ήρθε και ο ρόλος του ως Curly στο City Slickers που του έδωσε το μοναδικό Όσκαρ της ζωής του. Εκεί που ως μοναχικός καουμπόης έδωσε την τελευταία σπουδαία ερμηνεία της ζωής του σε ηλικία 73 ετών και στην τελετή των Όσκαρ έδειξε σε όλους πως παραμένει fit κάνοντας push ups με το ένα χέρι έχοντας παραλάβει το βραβείο από τη Whoopi Goldberg.
Μία μέρα σαν σήμερα το 2006 «έφυγε» από φυσικά αίτια, ψάχνοντας στους ουρανούς μία ακόμα ευκαιρία να υποδυθεί το καλό.