Ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι αυτό που κάνει ένα ηθοποιό του βεληνεκούς του Al Pacino να πει το ναι σε ένα σενάριο που θα του προτείνουν. Σε αντίθεση με κάποιον ηθοποιό που τρέχει από ακρόαση σε ακρόαση και μαζεύει χυλόπιτες μέχρι να ακούσει το πολυπόθητο σε θέλουμε, ακόμα κι εκεί που θα παίξει είναι κάτι πραγματικά αισχρό, ένας Al Pacino δεν θα είχε ποτέ τέτοιο πρόβλημα. Έτσι νομίζουμε δηλαδή, γιατί στο μυαλό μας με το που τελειώνει τα γυρίσματα μιας ταινίας καταφθάνουν δεκάδες υποψήφια σενάρια στον ατζέντη του και ρίχνει αυτός τις χυλόπιτες τη μία μετά την άλλη.
Στην τελική ένας ογκόλιθος σαν τον Al Pacino δεν έχει ακριβώς αυτό που θα λέγαμε πρόβλημα βιοπορισμού, όσο περνάνε τα χρόνια αυτό που θα είχε ως προτεραιότητα στην καριέρα του δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο πλην της υστεροφημίας του. Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική και δυστυχώς έχουμε δει άπειρες ταινίες που ντροπιάζουν το βιογραφικό αστέρων που έχουν δώσει ερμηνείες μνημεία της υποκριτικής τέχνης. Παλιά τις βρίσκαμε στις αίθουσες των κινηματογράφων σε διαστήματα προβολής που δεν έκλειναν καν βδομάδα, στις αραχνιασμένες πίσω θέσεις των video club και εσχάτως στις πλατφόρμες streaming που τις αγοράζουν έναντι πινακίου φακής. Είναι ο τρόπος τους να ισχυρίζονται ότι φιλοξενούν και μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου εκτός από σειρές που διαγκωνίζονται απελπιστικά να γεμίσουν την prime time μας.
Το 88 minutes είναι μια κλασική περίπτωση τέτοιας ταινίας. Το πώς κατέληξε ο Al Pacino να δεχτεί να παίξει σε αυτή την ταινία είναι ένα μυστήριο που θα είχε ενδιαφέρον να το δούμε να ξετυλίγεται σε κάποια άλλη ταινία, αλλά μέχρι τότε ας δούμε ήταν αυτό το 88 minutes. To δημιουργικό δίδυμο που βρίσκεται πίσω από το 88 minutes, σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν είναι αυτό που θα λέγαμε μεγάλα ονόματα με βάση την μέχρι τότε δουλεία τους για να έχουν το θάρρος, μπορεί και το θράσος, για να ζητήσουν τον Al Pacino. O σκηνοθέτης Jon Avnet μέχρι τότε είχε γυρίσει τις Πράσινες τηγανητές ντομάτες, μια συμπαθητική ρομαντική κομεντί, η οποία καμία σχέση δεν είχε με όσα καταπιάστηκε στη συνέχεια. Σαν να μην έφτανε αυτό, αμέσως μετά το 88 minutes, γύρισε καπάκι το Righteous kill επίσης με τον Al Pacino και αυτή τη φορά πήρε και τον Robert De Niro στον λαιμό του. Το γεγονός ότι αυτοί οι δύο έπαιξαν μαζί σε μια τόσο κακή ταινία θα έπρεπε να την κατατάσει σε χειρότερη θέση από το 88 minutes, όμως στερούμενη το στοιχείο του αιφνιδιασμού, δεν καταφέρνει να την ξεπεράσει.
Στο σενάριο, η επιλογή ήταν ακόμα πιο περίεργη με τον Gary Scott Thompson να ευθύνεται για το σενάριο ή μάλλον για την απουσία αυτού για το Hollow Man 2 και για το χειρότερο reboot σειράς όλων των εποχών, το νέο Knight Rider. Σκεφτείτε για λίγο το σενάριο των επεισοδίων του παλιού καλού Ιππότη της Ασφάλτου με τον David Hasselhoff, είναι σαν να το έχει γράψει μαθητής δημοτικού απευθυνόμενος σε μαθητές νηπιαγωγείου. Ε, το σενάριο του reboot ήταν χειρότερο παρά τον αστείο ανταγωνισμό που είχε.
Παρά τους κακούς οιωνούς που πύκνωσαν πάνω από το 88 minutes αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποθαρρύνει τον Al Pacino. Στην τελική εκτός από μια καλή αμοιβή, το φιλμ είχε συνολικό budget 30 εκατομμυρίων, πόσο κακό μπορεί να είναι; Πολύ, είναι η εύκολη και γρήγορη απάντηση και ίσως το μεγάλο budget να την έκανε τόσο κακή.
Η αρχική ιδέα της ταινίας είναι μάλλον καλή, ένας ψυχίατρος με ειδίκευση στους μανιακούς serial killers με τη βοήθεια του οποίου καταδικάστηκε ο Jon Forster, ένας συμπαθής κατα τα λοιπά τύπος. Την ημέρα της εκτέλεσής του και εννιά χρόνια μετά την καταδίκη του εμφανίζονται αρκετά πτώματα που μοιάζουν να έχουν σφαγιαστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχαν τα θύματα του Jon Forster. Μέχρι τώρα η υπόθεση θυμίζει κάτι μεταξύ Σιωπής των αμνών και Mindhunter, αλλά δυστυχώς δεν ήταν καθόλου έτσι η συνέχειά της. Το ερώτημα για το αν είναι αθώος τελικά ο Forster παίζει από την πρώτη στιγμή και το δεύτερο ερώτημα είναι αν έχουμε να κάνουμε με κάποιον μιμητή. Συγγνώμη για το spoiler, αλλά είναι μιμητής και η ενοχή της Leelee Sobieski φαίνεται από τα πολύ πρώτα των 88 λεπτών.
Αν ο Al Pacino έπαιζε τον ρόλο ενός υπέρβαρου βαριεστημένου αστυνομικού που τρώει συνέχεια donuts δεν θα είχαμε καμία απαίτηση να καταλάβει ότι κάτι πάει στραβά με το σπασικλάκι του, αλλά διάολε έπαιζε έναν ψυχίατρο ο οποίος υποτίθεται ότι διαβάζει τις ψυχές αρρωστημένων δολοφόνων. Φυσικά ο Al Pacino στα 88 λεπτά που έχει στη διάθεσή του να λύσει την υπόθεση πριν πεθάνει κι αυτός μυστηριωδώς από την άγνωστη οπαδό του serial killer, χάνει τελείως τα λογικά του και θεωρεί ύποπτο από έναν επιστάτη μέχρι όλους τους υπόλοιπους μαθητές του και δεν βρίσκεται ένας να του πάρει την άδεια ασκήσεως.
Η δουλειά που έγινε στο μακιγιάζ είναι αντάξια των χαμηλών προσδοκιών της υπόλοιπης ταινίας με το αστείο περουκίνι του Al Pacino να θυμίζει τις πολύ επιτυχημένες μεταμφιέσεις του Επιθεωρητή Κλουζώ με τον φουσκωτό παπαγάλο στον ώμο. Κερασάκι στην τούρτα του τραγικού μακιγιάζ η τελευταία σκηνή που μάταια προσπαθεί να βγάλει μια αύρα τραγικότητας και καταλήγει σε ένα από τα πιο αστεία φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου. Η Sobieski πέφτει από ύψος 20 μέτρων μετά από μια τραγικότατη διαδικασία διαπραγμάτευσης για να καταλήξει στο έδαφος νεκρή μεν, αλλά πιο καλοχτενισμενή από την προηγούμενη σκηνή. Ωραία είναι μια κάκιστη ταινία και η βαθμολογίες που έχει αποσπάσει, ανάλογα και με τον τρόπο αξιολόγησης είναι από 5% έως μισό αστεράκι στα πέντε, αλλά γιατί να τη δει κάποιος; Μα για τον Al Pacino φυσικά.
Αρχικά είναι εξαρετικά σπάνιο για μια τόσο κακή ταινία να είναι ταυτόχρονα και επικερδής στο box office και να μην γίνει απλά cult θέαμα για φοιτητοπαρέες που λιώνουν μπροστά από μια οθόνη βλέποντας ότι μπορεί να τους μειώσει το IQ. Το ότι είχε και ένα τεράστιο budget να υπερκαλύψει αυτό κάνει τον άθλο ακόμα μεγαλύτερο. Αυτό βέβαια έδωσε και την απαραίτητη ρευστότητα και το πράσινο φως για το ανοσιούργημα της επόμενης χρονιάς με τον De Niro, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε αυτή τη ζωή.
Η ερμηνεία του Al Pacino χαρακτηρίστηκε από τους περισσότερους από κακή μέχρι αμήχανη όμως δεν έχουν δίκιο. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι από πολύ νωρίς, ο Al πήρε χαμπάρι που έμπλεξε αλλά ήταν πλέον αργά καθώς είχε ήδη υπογράψει το συμβόλαιο που μάλλον δεν διάβασε, όπως δεν είχε διαβάσει και το σενάριο. Ο μοναδικός τρόπος για να σώσει την κατάσταση ήταν να βάλει όλη του την υποκριτική μαεστρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι έπρεπε να μπει στο πετσί του ρόλου και να τον κάνει πειστικά γιατί ο ρόλος του είναι ηλίθιος και δεν σώζεται με τίποτα.
‘
Ετσι εφτιαξε στο μυαλό μια νέα περσόνα του ρόλου ενώ έλεγε τα λόγια που έπρεπε να πει σύμφωνα με το σενάριο και την ίδια στιγμή κατάφερε να προσθέσει στην ερμηνεία ένα άγχος στα πρόθυρα μιας κρίσης πανικού με διάρκεια 88 λεπτών. Έτσι βγαίνει περισσότερο νόημα στο αλλοπρόσαλλο σενάριο και ο θεατής μπορεί να πει ότι ένας κορυφαίος ψυχίατρος που φτιάχνει προφίλ δολοφόνων να λειτουργεί έτσι υπό το κράτος πανικού.
Φυσικά η ταινία δεν σώθηκε γιατί ήταν ένα πλοίο με 34 τρύπες, αλλά σαν καλός καπετάνιος ο Al Pacino έκανε ότι μπορούσε για να το εγκαταλείψει τελευταίος. Οι τεράστιοι ηθοποιοί δεν φαίνονται μόνο στους απαιτητικούς ρόλους των σπουδαίων ταινιών που απαιτούν εξέλιξη και ανάπτυξη χαρακτήρα, αλλά και από τετοιες «τραγωδίες» που τις βλέπουν σαν πρόκληση να βγουν αλώβητοι, ακόμα κι αν τελικά δεν τα καταφέρνουν.